Αριστοτέλης Σαρρηκώστας: Μνήμες από μια Ελλάδα που αιμορραγούσε

Αριστοτέλης Σαρρηκώστας: Μνήμες από μια Ελλάδα που αιμορραγούσε

Ο διεθνής φωτορεπόρτερ καταγράφει τις εμπειρίες του από τον καιρό των γιορτών στην Κατοχή και αργότερα.

Έχω ακούσει κατά καιρούς να λέγεται και τείνω τελικά να συµφωνήσω, γιατί αυτό πραγµατικά έχει συµβάλει και στη δική µου περίπτωση, ότι όσα έχουµε ζήσει ως παιδιά και έφηβοι προσδιορίζουν την επιτυχία της επαγγελµατικής και προσωπικής µας ζωής, καθώς επίσης από ό,τι φαίνεται παίζουν µεγάλο ρόλο στη διαµόρφωση του χαρακτήρα και της µετέπειτα προσωπικότητας που αποκτούµε.

Γεννήθηκα στην Καισαριανή στις 13 Νοεµβρίου του 1937 από γονείς Μικρασιάτες. Εκεί µεγάλωσα µαζί µε τα άλλα πέντε αδέρφια µου. Τον πατέρα µας τον «χάσαµε» παραµονές Πρωτοχρονιάς του 1941 και παρότι ήµουν πολύ µικρός θυµάµαι την τελευταία δακρυσµένη µατιά του όταν γύρισε και µας κοίταξε σαν ένα τελευταίο αντίο… Χειρότερη Πρωτοχρονιά δεν µπορούσα να ζήσω και όσο κι αν προσπαθώ να την ξεχάσω, έχει χαραχτεί και δεν σβήνει από το µυαλό µου.

Αυτές τις µέρες η σκέψη µου γυρίζει στο τότε, όταν άρχισαν το µαρτύριο και ο µεγάλος γολγοθάς µιας µητέρας που έγινε και πατέρας ταυτόχρονα, στις απεγνωσµένες προσπάθειες που κατέβαλε αυτή η γυναίκα για να γλιτώσει τα παιδιά της από την πείνα, από την αγριότητα του πολέµου και να µπορέσει αργότερα να µας κάνει σωστούς –όπως εκείνη ήξερε– ανθρώπους.

Σε αυτό το τροµερό δύσκολο διάστηµα και τι δεν έκανε για να µας εξοικονοµήσει ένα καρβέλι ψωµί και στην καλύτερη περίπτωση ένα πιάτο ζεστό ζουµί µε µερικά φασόλια ή ρεβίθια να κολυµπούν στην επιφάνεια. Εκείνο που έσωσε εµάς, «τα παιδιά της Κατοχής» όπως µας αποκαλούσαν, ήταν χωρίς άλλο ο Ερυθρός Σταυρός µε το πρωινό ρόφηµα και το µεσηµέρι ένα πιάτο πιο ανθρώπινο φαγητό.

Τη φρίκη του πολέµου την ένιωσα βαθιά µες στο πετσί µου, από τα πολύ µικρά µου χρόνια τα µάτια µου είδαν εικόνες που δεν έπρεπε να δουν και τις οποίες δεν πρόκειται να ξεχάσω ποτέ. Η πείνα θέριζε την Αθήνα στα χρόνια της Κατοχής, τα πράγµατα ήταν χειρότερα από τις σηµερινές µέρες του κορονοϊού, ο κόσµος πέθαινε καθηµερινά κατά χιλιάδες από τις αρρώστιες, την έλλειψη τροφίµων και νοσοκοµειακής φροντίδας – θυµάµαι να µεταφέρουν τους νεκρούς στα νεκροταφεία µε καρότσια και να τους θάβουν σε οµαδικούς τάφους.

Ο πόλεµος είναι ό,τι χειρότερο µπορεί να συµβεί σε έναν λαό, είναι ένας καθηµερινός εφιάλτης που προσπαθεί να αρπάξει όσο περισσότερους µπορεί, µε τον ένα ή τον άλλο τρόπο, και η αξία της ανθρώπινης ζωής ισούται µε το κόστος µιας σφαίρας.

Στη διάρκεια του Εµφυλίου ήµουν σε µεγαλύτερη ηλικία και έζησα από πολύ κοντά τα τροµερά εκείνα γεγονότα µε ανθρώπους να σκοτώνονται µπροστά µου και άλλους να τους εξοντώνουν µε φρικτά βασανιστήρια και εγώ ο ίδιος να γλιτώνω από του χάρου τα δόντια αρκετές φορές κι ας ήµουν µόλις 9-12 χρόνων. Ακόµη θυµάµαι την τροµάρα που πήραµε όταν ένα βράδυ την ώρα που κοιµόµασταν όλα τα παιδιά σε ένα διπλό κρεβάτι και δίπλα η µητέρα µας µια οβίδα όλµου τρύπησε τα κεραµίδια της σκεπής και έπεσε στο σπίτι χωρίς να σκάσει.

Θυµάµαι παραµονές Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς, σε ηλικία 12-13 χρόνων, να βλέπω άλλα παιδιά της ηλικίας µου να πηγαίνουν µε τους γονείς τους στα µαγαζιά για να αγοράσουν ρούχα και παιχνίδια και εγώ έξω, στη βιτρίνα, να διαλέγω νοερά τον σιδηρόδροµο που σφυρίζοντας έτρεχε πάνω στις ράγες και τα στρατιωτάκια µε εφ’ όπλου λόγχη σε παράταξη µάχης και λίγο πιο κει τα αστραφτερά αυτοκινητάκια που περίµεναν να µεταφερθούν σε κάποιο σπίτι για να παίξουν οι µικροί.

Τις παραµονές Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς γύριζα και έλεγα τα κάλαντα µε το τρίγωνο και τα βράδια πουλούσα ξύλινα σπαθιά και γιαταγάνια µπροστά στα µεγάλα καταστήµατα, του Λαµπρόπουλου και του Μινιόν, στην οδό Σταδίου και Πατησίων. Αυτά τα σπαθιά τα κατασκεύαζε ο γαµπρός µου, παντρεµένος µε την πρώτη µου αδερφή, επιπλοποιός στο επάγγελµα, και µάλλον τα πήγαινα θαυµάσια σαν έµπορας γιατί τα πουλούσα γρήγορα και µου έστελνε και δεύτερη και τρίτη παρτίδα κάθε βράδυ.

Εµείς, τα «παιδιά της Κατοχής», µέσα από αυτό τον ορυµαγδό της συµφοράς του πολέµου και της πείνας βγάλαµε και κάτι θετικό. ∆ιδαχτήκαµε το νόηµα της ανάγκης για επιβίωση, πώς να ξεπερνάµε τον φόβο γιατί τον είχαµε συνηθίσει και δεν τον υπολογίζαµε, γιατί δεν ξέραµε αν θα ζούσαµε την άλλη µέρα και προσπαθούσαµε να ζήσουµε το σήµερα. Μάθαµε να εκτιµούµε την αξία των πραγµάτων, το ψωµί, το µολύβι και το τετράδιο για το σχολείο και πάνω απ’ όλα είχαµε µάθει ότι η λέξη «ελευθερία» δεν χαρίζεται αλλά κατακτιέται.

Κάπως έτσι θυµάµαι τα παιδικά µου χρόνια τις µέρες των γιορτών κι αν η αφήγησή µου έκανε µερικούς να στενοχωρηθούν, ζητώ συγγνώµη, αλλά αυτή ήταν η πραγµατικότητα, έτσι ήταν τότε η ζωή µας.

 

 INFO

Περισσότερα για τη ζωή και το έργο του Αριστοτέλη Σαρρηκώστα μπορείτε να διαβάσετε στο βιβλίο του «Ζην επικινδύνως: 40 χρόνια φωτορεπορτάζ» (Εκδόσεις Μένανδρος)

Documento Newsletter