Αριστοτέλης Σαρρηκώστας: «Δίπλα μου σκοτώνονταν συνάδελφοι, σπάγανε κεφάλια»

Αριστοτέλης Σαρρηκώστας: «Δίπλα μου σκοτώνονταν συνάδελφοι, σπάγανε κεφάλια»

Ξεφυλλίζοντας το βιβλίο του Αριστοτέλη Σαρρηκώστα συνειδητοποιείς ότι δυο_x000D_
τρεις γενιές γνωρίζουν αρκετά από τα σηµαντικότερα γεγονότα του 20ού αιώνα µέσα_x000D_
από τις εικόνες του. 

Στα 40 χρόνια της πορείας του, 33 εκ των οποίων εργάστηκε ως φωτορεπόρτερ στο Associated Press, βρέθηκε ουκ ολίγες φορές στη φωτιά του πολέµου αλλά και µπροστά σε γεγονότα µεγάλης αίγλης. Κατέγραψε µια ολόκληρη εποχή: τη δεκαετία του ’60 στην Ελλάδα, τα χρόνια της δικτατορίας, τη µεταπολίτευση, τους πολέµους στην Αφρική, τη Μέση Ανατολή και στα Βαλκάνια, τους Ολυµπιακούς Αγώνες. Ο φακός του «αιχµαλώτισε» τη Μελίνα Μερκούρη, τη Λάιζα Μινέλι, τον Μάρλον Μπράντο, τον Αντονι Κουίν, τον Σεφέρη, τον Ωνάση, τη βασιλική οικογένεια, αλλά και τον Μαντέλα, τον Χοµεϊνί, τον Αραφάτ, τον σάχη της Περσίας. Είναι δε ο µοναδικός φωτορεπόρτερ που απαθανάτισε την εισβολή του τανκ στο Πολυτεχνείο και οι φωτογραφίες του έκαναν τον γύρο του κόσµου συµβάλλοντας στην αφύπνιση της κοινής γνώµης. Στο βιβλίο του «Ζην επικινδύνως – 40 χρόνια φωτορεπορτάζ» (Εκδόσεις Μένανδρος) αποτύπωσε και γραπτώς την ιστορία πίσω από τις φωτογραφίες και τον αγώνα του φωτορεπόρτερ να αποδώσει σωστά την εικόνα. Ακολουθούν όσα συζητήσαµε κατά την επίσκεψή του στα γραφεία της εφηµερίδας.

Πότε ένας φωτορεπόρτερ έχει στα χέρια του µια καλή φωτογραφία;

Ολοι νοµίζουν ότι πρόκειται για ένα κλικ, δεν είναι έτσι όµως. Υπάρχουν χίλια δυο εµπόδια που πρέπει να υπερπηδήσεις για να καταφέρεις να είσαι στο σωστό σηµείο τη σωστή στιγµή. Εάν δεν είσαι, απλώς δεν έχεις φωτογραφία. Νιώθω ευτυχής γιατί είχα τη δυνατότητα να παρευρίσκοµαι σε αρκετά από τα µεγαλύτερα γεγονότα σε όλο τον κόσµο.

Από τη µια στον Πόλεµο των Εξι Ηµερών (αραβοϊσραηλινός πόλεµος του 1967), από την άλλη στα καλλιστεία. Πώς µπορεί να ισορροπήσει κανείς σε τέτοιες συνθήκες;

Αυτή είναι η οµορφιά του επαγγέλµατος, αυτό είναι που σε µαγεύει, τουλάχιστον αυτό συνέβη στην περίπτωσή µου. Αυτή η ποικιλία, δηλαδή, να καλύπτεις τη µια µέρα βασιλικούς γάµους και να τρως χαβιάρι µε το µεγάλο κουτάλι και την άλλη να είσαι στην πρώτη γραµµή και να βρίσκεσαι κλεισµένος σε έναν χώρο έχοντας µόνο τρεις σαρδέλες τη µέρα και χωρίς νερό.

Έχετε τραβήξει χιλιάδες φωτογραφίες. Μια από τις πιο αναπάντεχες παραµένει εκείνη µε τους Beatles στην Αράχοβα. Πώς συνέβη η συνάντηση;

Όταν ήρθαν οι Beatles στο αεροδρόµιο βρισκόµασταν εκεί εγώ, ο Φλώρος και ένας φωτορεπόρτερ του Γαλλικού Πρακτορείου και τραβήξαµε κάποιες φωτογραφίες µυστικά. Σε κάποια φάση πλησίασα τον Τζον Λένον και τον ρώτησα: «Ποιο είναι το επόµενο πλάνο σας;». Εκείνος µε κοίταξε λίγο απορηµένος και γύρισε κάπως νωχελικά και µου είπε: «∆εν ξέρω». Ο ατζέντης που είχαν µαζί τους µε πήρε κάποια στιγµή τηλέφωνο και µου είπε: «Προλαβαίνεις δεν προλαβαίνεις να τους πετύχεις στην Αράχοβα». Μπήκα στο αυτοκίνητο και έτρεχα όσο πιο γρήγορα γινόταν. Και τους πρόλαβα µαζί µε τους δύο ντόπιους µουσικούς που δεν είχαν καταλάβει ποιοι ήταν αυτοί δίπλα τους.

Ήσασταν ο µοναδικός φωτορεπόρτερ εκεί;

Ήταν ήδη εκεί ένας ντόπιος γεροντάκος µε µια «αρχαία» µηχανή, ο οποίος τους είχε φωτογραφίσει πριν από µένα. Αυτός ήταν που τους είχε στήσει στον τοίχο, γιατί εγώ δεν θα το έκανα ποτέ αυτό. Πάλι καλά που βρέθηκε εκεί, γιατί µετά τις δικές του φωτογραφίες θα έφευγαν. Οταν έφτασα στο σηµείο τούς ζήτησα να περιµένουν λίγο για να τους φωτογραφίσω κι εγώ. Τους ζήτησα αν µπορούσαν να κάνουν κάτι. Ο Τζον Λένον τότε έβαλε το χέρι του κάτω από την κιθάρα κι έτσι υπάρχει η φωτογραφία που την κιθάρα παίζουν τρία χέρια, κάτι που λίγοι έχουν προσέξει. Αυτή η φωτογραφία έκανε τον γύρο του κόσµου. Οι Beatles δεν είχαν πάει µόνο στην Αράχοβα αλλά και στα νησιά. Τους άρεσε να παίρνουν µυρωδιά από την ελληνική µουσική, ήταν ήδη στην εποχή που πειραµατίζονταν και µε την ινδική.

Πότε ένας φωτορεπόρτερ γίνεται παπαράτσι;

Ενας φωτορεπόρτερ µπορεί εύκολα να κάνει τον παπαράτσι, δύσκολα όµως γίνεται το αντίθετο. Μια φορά έκανα τον παπαράτσι στην Υδρα όταν µε πληροφόρησαν ότι ήταν εκεί η Μπριζίτ Μπαρντό µε έναν φίλο της. Τράβηξα δυο καρέ και µε πήραν στο κυνήγι βεβαίως. ∆εν µου άρεσε όλο αυτό. Επρεπε να πάω καθαρά και να δείξω ότι είµαι φωτορεπόρτερ.

Είστε ο άνθρωπος που φωτογράφισε τον Γρηγόρη Λαµπράκη στην εντατική µετά τη δολοφονική επίθεση.

Ο Λαµπράκης ήταν διασωληνωµένος δύο ηµέρες. Οταν έγινε η απόπειρα δολοφονίας πήρα αµέσως το αεροπλάνο και πήγα Θεσσαλονίκη. ∆εν µε άφηναν να πλησιάσω καν στον όροφο που τον είχαν. Είδα κι αποείδα και µε τη βοήθεια του συγχωρεµένου του Κυριακίδη, τον οποίο γνώριζαν και οι πέτρες, ανέβηκα στον πέµπτο όροφο. Σε κάποια κρεµάστρα υπήρχαν ιατρικές ποδιές. Οταν βγήκε η νοσοκόµα από τον θάλαµο δεν δίστασα, φόρεσα µία από αυτές, πήρα µια µηχανή στα χέρια και µπήκα µέσα. Τράβηξα τρία τέσσερα καρέ.

Ήταν πολύ προσωπική αλλά ταυτόχρονα και ιστορική στιγµή. Είχατε ηθικό δίληµµα αν θα τον φωτογραφίσετε σε αυτή την κατάσταση;

Ναι, βεβαίως ήταν προσωπική στιγµή, αλλά έπρεπε να βγει η φωτογραφία. Θα σας παραπέµψω στον συνάδελφο ο οποίος φωτογράφισε στην Αφρική τον γύπα δίπλα σε ένα ετοιµοθάνατο παιδάκι. Η φωτογραφία έκανε τον γύρο του κόσµου, κέρδισε και βραβείο. Ο φωτογράφος δεν έδιωξε τον γύπα και αυτό του το καταλόγισαν ως έγκληµα οι ίδιοι οι φωτορεπόρτερ. Στο τέλος αυτοκτόνησε, κρεµάστηκε. Εγώ δεν είχα αποφασίσει να κρεµαστώ γιατί είχα βρεθεί συχνά σε παρόµοιες περιπτώσεις. ∆ίπλα µου σκοτώνονταν συνάδελφοι, σπάγανε κεφάλια, πέφτανε σφαίρες. Τα συναισθήµατα παλεύουν σε τέτοιες στιγµές. Συχνά, ειδικά στην Αφρική, σκεφτόµουν «τι κάνεις εδώ τώρα;». Η δουλειά µου όµως ήταν να αποτυπώσω την κατάσταση και όσο µπορώ να βοηθήσω µετά.

Όπως κάνατε µε το κορίτσι στη Μεγαλόπολη;

Στους σεισµούς στη Μεγαλόπολη το 1967 περνούσαµε µε τους συναδέλφους έξω από τα γκρεµισµένα σπίτια. Ξαφνικά είδα να βγαίνει µέσα από κάτι χαλάσµατα ένα κοριτσάκι τριών τεσσάρων χρόνων µες στα χώµατα. Αφού το φωτογράφισα το πήρα από το χέρι και το παρέδωσα σε έναν χωροφύλακα. Αργότερα µάθαµε ότι στον σεισµό είχαν σκοτωθεί και οι δύο γονείς του. Η φωτογραφία που τράβηξα ήταν η αφορµή να βρει οικογένεια στην Αµερική.

Βιώσατε τον πόλεµο από παιδί, µεγαλώσατε στην Καισαριανή. Τι θυµάστε από τα ∆εκεµβριανά;

Ζούσαµε σε ένα γωνιακό προσφυγικό σπίτι λίγο πιο πάνω από το Caravel. Εξι παιδιά µεγαλώσαµε σε ένα δωµάτιο, µια κουζινίτσα κι ένα µπάνιο. Στη γωνία του σπιτιού µας είχαν στήσει τσουβάλια µε µυδράλια οι ΕΛΑΣίτες. Πυροβολούσαν τους τσολιάδες κι εµείς καθόµασταν και µαζεύαµε τους κάλυκες που έκαιγαν ακόµη. Πηγαίναµε µετά δυο µέτρα παρακάτω και παίζαµε γκαζάκια. Ηµασταν ζυµωµένοι µε τον πόλεµο, δεν ξέραµε τι θα πει φόβος. Βλέπαµε νεκρούς µπροστά µας συνεχώς στους δρόµους, αυτή ήταν η ζωή µας. Αυτά τα βιώµατα µε βοήθησαν στη µετέπειτα πορεία µου, όταν πλέον βρέθηκα σε εµπόλεµες ζώνες. Με ρωτούσαν: «∆εν φοβάσαι που πηγαίνεις στον πόλεµο;». Ελεγα «όχι» γιατί είχα κοστολογήσει τη ζωή µου όσο η αξία µιας σφαίρας. Εάν φοβάσαι, δεν µπορείς να κάνεις αυτήν τη δουλειά.

Κινδυνέψατε ποτέ;

Ναι, στον πόλεµο του Λιβάνου βρέθηκα κάποια στιγµή σε ένα πεδίο όπου υπήρχαν δύο αντιµαχόµενες οργανώσεις. Είχα τραβήξει φωτογραφίες από τη µία πλευρά και ξεκίνησα να πάω να τραβήξω και από την άλλη. Στη µέση υπήρχε ένας τεράστιος δρόµος απ’ όπου δεν πέρναγε κανείς. Επρεπε να τον διασχίσεις για να περάσεις από το ένα σηµείο στο άλλο. Σε αυτό τον δρόµο υπήρχε µόνο µία πέτρα, την οποία και πάτησα πάνω στο τρέξιµο και µου γύρισε το πόδι. Τη στιγµή που έπεφτα κάτω πέρασε πάνω από το κεφάλι µου µια δεσµίδα από σφαίρες. Εµεινα εκεί µισή ώρα, δεν µπορούσα να κουνηθώ και κανείς δεν ερχόταν να µε βοηθήσει. Στο τέλος µού πέταξαν ένα σκοινί και βγήκα έρποντας.

Σήµερα που ο καθένας µπορεί να παρέµβει όσο θέλει σε µια εικόνα, έχει η φωτογραφία την αξία του ντοκουµέντου που είχε παλιότερα;

Θέλω να πιστεύω ότι ένας σοβαρός φωτορεπόρτερ δεν θα παραποιήσει µια φωτογραφία. Πάντως αν ήµουν σήµερα στο επάγγελµα δεν θα µπορούσα να δουλέψω µε όλους αυτούς τους περαστικούς που πέφτουν µε ένα κινητό πάνω στο κεφάλι σου σε κάθε γεγονός. Είναι αδύνατον να κάνεις τη δουλειά σου έτσι.

Στην εποχή των selfies έχει αλλάξει η αντίληψή µας για τον κόσµο;

Την τεχνολογία δεν µπορείς να τη σταµατήσεις, όµως όλο αυτό που συµβαίνει έχει υπερβεί τα όρια.

Πώς περνάτε τις µέρες σας;

Έχουν περάσει αρκετά χρόνια, είκοσι συνολικά, από τότε που ξεκίνησα να είµαι σε «άδεια». Ακόµη κοιµάµαι και ξυπνάω µε τις ειδήσεις στο ραδιόφωνο, αυτή η συνήθεια δεν φεύγει ποτέ. Πριν από αυτό το βιβλίο είχα γράψει άλλο ένα. Επίσης στη Γλυφάδα έχουµε µια ωραία παραλία, όπου κατεβαίνω συχνά και φωτογραφίζω άπειρα ηλιοβασιλέµατα. Έχω επίσης κήπο όπου φυτεύω µαρούλια και κρεµµύδια. ∆εν γίνεται να καθίσω στον καναπέ, δεν πρόκειται να το κάνω όσο αισθάνοµαι ότι έχω δυνάµεις.

INFO

Το βιβλίο του Αριστοτέλη Σαρρηκώστα «Ζην επικινδύνως – 40 χρόνια φωτορεπορτάζ» κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Μένανδρος

Οι φωτογραφίες του Αριστοτέλη Σαρρηκώστα προέρχονται από το αρχείο της ΕΡΤ ΑΕ

Ετικέτες

Documento Newsletter