Μια συζήτηση με αφορμή το ανέβασμα του αιρετικού έργου του Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ «Η καρδιά του σκύλου»
Καυστικό, ταραχώδες και ποιητικό, το βιβλίο «Η καρδιά του σκύλου» του Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ αποτελεί κατάδυση σε ένα παράλογο ιατρικό πείραμα με απρόσμενες συνέπειες και ταιριάζει με τη θεματολογία των έργων που γοητεύουν τη σκηνοθέτρια Εφη Μπίρμπα και τον Αρη Σερβετάλη («Δον Κιχώτης», «Το όνειρο ενός γελοίου», «Βατράχια»).
Συνάντησα τον ηθοποιό σε ένα καφέ στα Πετράλωνα και μιλήσαμε για το έργο που λογοκρίθηκε στη Σοβιετική Ενωση και καυτηρίασε κάθε είδους εξουσία την εποχή που γράφτηκε. Η συζήτησή μας έφτασε στα όρια της επιστήμης και της τεχνολογίας, στην αδιάκοπη εναλλαγή εικόνων στην εποχή που ζούμε και την ανάγκη να αντιστεκόμαστε ακόμη και μέσα στον μικρόκοσμό μας.
Ο Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ σε αυτήν τη σατιρική νουβέλα επιστημονικής φαντασίας διακωμωδεί την εξουσία, το καθεστώς, την επιστήμη αλλά και την καθημερινή ζωή στη Ρωσία. Τι σας γοήτευσε στο έργο;
Το κείμενο γράφτηκε το 1924 και λογοκρίθηκε, με αποτέλεσμα να κυκλοφορήσει στα τέλη της δεκαετίας του ’80. Πρόκειται για πολύ ιδιαίτερη νουβέλα, την οποία ο ίδιος ο συγγραφέας χαρακτηρίζει έργο με σουρεαλιστικές προεκτάσεις. Ενας φιλόδοξος γιατρός βρίσκει έναν αδέσποτο σκύλο, του κάνει μεταμόσχευση και δημιουργεί ένα ανθρωποειδές που αποδομεί όλο το αστικό περιβάλλον και προκαλεί αδιέξοδα και ανατροπές. Πρόκειται για ένα πρωτόγονο πλάσμα που δεν μπορεί να προσαρμοστεί, να συμμορφωθεί. Ολα αυτά συνθέτουν μια μαύρη κωμωδία.
Ο Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ, γιατρός ο ίδιος, καυτηριάζει μεταξύ άλλων την ανεξέλεγκτη μανία με την πρόοδο που χαρακτήριζε την εποχή του αλλά και τις φιλοδοξίες της αστικής τάξης.
Καυτηριάζει τα πάντα ο συγγραφέας, δεν αφήνει τίποτε όρθιο. Η έμφαση δίνεται στην οπτική γωνία του ίδιου του σκύλου και αυτό έχει μεγάλο ενδιαφέρον. Το έργο ξεκινάει με ένα δυνατό μονόλογο και τον πρωταγωνιστή της ιστορίας να ομολογεί ότι υποφέρει από το κρύο και από την αδιαφορία των ανθρώπων που δεν του δίνουν ούτε ένα πιάτο φαγητό. Τελικά γίνεται «πειραματόζωο» στο σπίτι του γιατρού. Το βιβλίο αποκαλύπτει την προσπάθεια να δημιουργηθεί μια αγέλη χειραγωγήσιμων ανθρώπων. Αυτό το πλάσμα που προσπάθησε να φτιάξει ο επιστήμονας τελικά γύρισε και τον «δάγκωσε».
Θα μπορούσε το έργο να διαδραματίζεται και στη σύγχρονη εποχή, σε ένα καπιταλιστικό καθεστώς;
Σαφέστατα το έργο σατιρίζει το καπιταλιστικό σύστημα και την αστική τάξη. Δεν αφήνει κανέναν σε ησυχία. Ακόμη και ο ίδιος ο σκύλος όσο ήταν αδέσποτος περνούσε δύσκολα από τους οδοκαθαριστές, όταν όμως έπιασε δουλειά ως ανθρωποειδές έκανε τα ίδια στις γάτες. Το κείμενο φέρνει στην επιφάνεια την πολιτική του διάσταση, μιλάει για μπουρζουάδες και μπολσεβίκους, κυρίως όμως θίγει το ζήτημα της εξουσίας και της ανάγκης να μετακινηθούμε εσωτερικά ως άνθρωποι. Αν αποκτήσει κάποιος δύναμη, υπάρχει ο φόβος να γίνει χειρότερος από τους «άλλους». Είναι σαν να αλλοιώνεται, σαν να ξεχνάει τις ρίζες του και από πού έχει προέλθει και να αλλάζει αυτομάτως συμπεριφορά.
Ο κεντρικός ήρωας πέφτει θύμα της παγίδας που ο ίδιος δημιούργησε;
Ο γιατρός αναζητάει –στο πλαίσιο της παγκόσμιας φήμης και της πρωτοπορίας του– την αναζωογόνηση του ανθρώπινου είδους. Μέσα από την πορεία του απείθαρχου πλάσματος που δημιουργείται ο γιατρός συνειδητοποιεί πως συχνά εκβιάζουμε τα πράγματα από ματαιοδοξία. Η επιστήμη πρέπει να υπηρετεί τον άνθρωπο και όχι τον εαυτό της. Η πίστη και η αφοσίωση του σκύλου αλλοιώνονται μέσα από την ανθρώπινη παρέμβαση και δημιουργείται ένα πρωτόγονο, βίαιο και απρόσμενο πλάσμα που δεν καθορίζεται και δεν περιορίζεται από τους ανθρώπινους κανόνες.
«Η τεχνολογία έχει απελευθερώσει την καθημερινότητά μας, μας διευκολύνει τη ζωή. Την ίδια στιγμή όμως υπάρχει ο κίνδυνος να μας εγκλωβίσει και να μας δεσμεύσει μέσα σε αυτά τα περιεχόμενα»
Ακόμη και σήμερα πάντως παραμένει ανοιχτή η συζήτηση σε σχέση με τα όρια και τις χρήσεις της επιστήμης αλλά και της τεχνολογίας.
Η επιστήμη και η τεχνολογία έχουν δύο όψεις και το αποτέλεσμα προκύπτει από τον τρόπο που τις χρησιμοποιούμε. Η τεχνολογία έχει απελευθερώσει την καθημερινότητά μας, μας διευκολύνει τη ζωή. Την ίδια στιγμή όμως υπάρχει ο κίνδυνος να μας εγκλωβίσει και να μας δεσμεύσει μέσα σε αυτά τα περιεχόμενα. Είναι λεπτές οι ισορροπίες και κοντεύουμε να τις χάσουμε. Το μυαλό του ανθρώπου δεν είναι φτιαγμένο για να αφομοιώνει τόσες πληροφορίες. Οταν από μικρή ηλικία μπαίνεις σε μια διαδικασία στην οποία κυριαρχεί η εναλλαγή εικόνων με φρενήρη ρυθμό και ταχύτητα καταλήγεις να μην αντέχεις να βλέπεις ένα πράγμα για περισσότερο από πέντε λεπτά. Υπάρχει η ανάγκη για αντίσταση σε όλο αυτό.
Ποιος είναι ο δικός σας τρόπος να αντιστέκεστε;
Αποτελεί προσωπική πορεία το πώς θα διαφυλάξεις μέσα στον μικρόκοσμό σου –της οικογένειας ή της κοινωνικής επαφής– τη διαύγεια γύρω από τα πράγματα. Είναι δύσκολο στοίχημα όταν νιώθεις εγκλωβισμένος, σαν να υπάρχει μια εξαρτησιογόνα ουσία γύρω μας και όταν τη χάνουμε να αισθανόμαστε στο περιθώριο. Μέσα από την έρευνα για το έργο ανακαλύψαμε ότι είναι δυστοπικό να αισθάνεται κανείς ότι μπορεί να αναβαθμίζεται με τον υπερανθρωπισμό, να «σετάρεται» με ένα λογισμικό. Αισθάνομαι πως κάποιες φορές αντί να πολεμάμε την αιτία, μένουμε στο σύμπτωμα.
Υπάρχει κάποιο κοινό μοτίβο στα έργα που ανεβάζετε με την Εφη Μπίρμπα;
Μόλις διαβάσαμε το συγκεκριμένο έργο συμφωνήσαμε ότι θα μας ενδιέφερε να το ανεβάσουμε και μάλιστα πριν ξεσπάσει η Covid-19. Είχαμε σκεφτεί να παιχτεί την ίδια σεζόν με τον «Ρινόκερο». Για εμάς το «Ονειρο ενός γελοίου», τα «Βατράχια» και η «Καρδιά του σκύλου» αποτελούν μια ενότητα με κοινά ονειρικά στοιχεία. Μας ενδιαφέρει η εσωτερική κατάσταση, η εσωτερική ταραχή του ανθρώπου.
Διαβάστε επίσης:
Χρήστος Στέργιογλου: «Ζούμε σ’ έναν φοβερό καπιταλισμό που όλο τρώει…»
Λυδία Κονιόρδου στο Documento: «Όταν εμπλέκονται οι προσωπικές φιλοδοξίες, οι ιδεολογίες λερώνονται»