Ακριβώς δέκα χρόνια μετά το σκηνοθετικό του ντεμπούτο επιχειρεί την πρώτη του απόπειρα στην Επίδαυρο. Και αυτό από μόνο του εξηγεί γιατί η συζήτηση περί «νέου σκηνοθέτη» κρύβει κάτι το οξύμωρο για τον Αρη Μπινιάρη.
Εκείνα άλλωστε που αξίζει να εντοπίσει κανείς στην πορεία του μέχρι εδώ βρίσκονται αλλού. Ενηλικιώθηκε στον δρόμο όταν μόλις στα 18 του χρόνια δοκίμαζε την καλλιτεχνική έκθεση ενώπιον του κοινού της πόλης. Στο θέατρο βαπτίστηκε από τον πιστά αφοσιωμένο στη γλώσσα Δήμο Αβδελιώδη, για να περάσει γρήγορα και χωρίς συστολές στον προσωπικό τρόπο με τον οποίο ήθελε να κοιτάξει τον χώρο. Στην πραγματικότητα η αθηναϊκή σκηνή άργησε να τον ανακαλύψει, παρότι δεν πρόκειται για συνεπωνυμία: είναι γιος του καλού ηθοποιού Γιώργου Μπινιάρη. Ηταν χειμώνας του 2014 όταν η επανάληψη μιας ανατρεπτικής ανάγνωσης πάνω στο διήγημα του Γιάννη Σκαρίμπα «Το θείο τραγί» θα τον καθιστούσε ξαφνικά talk of the town της θεατρικής κοινότητας, για να φτάσουμε σήμερα, τρία χρόνια μετά, να τον ανακηρύσσουμε εισηγητή μιας διονυσιακής παραφοράς που έλειπε από το ελληνικό θέατρο.
Ξεκίνησες να δραστηριοποιείσαι θεατρικά με παραστάσεις δρόμου. Τι είδους εμπειρία ήταν αυτή;
Το θέατρο δρόμου λειτούργησε για μένα πραγματικά σαν σχολείο. Καλείσαι να ενσωματώσεις ως ηθοποιός και περφόρμερ σύγχρονες τεχνικές σε απαιτητικά ως προς την ακρίβεια της εκτέλεσής τους θεάματα. Κέρδισα σε προσαρμοστικότητα, όπως και στη διεύρυνση των ερμηνευτικών μέσων σε διαφορετικές έως και δυσμενείς συνθήκες παρουσίασης μιας παράστασης. Με γοήτευε το γεγονός ότι ταξιδεύαμε και παίζαμε παραστάσεις που είχαμε δημιουργήσει μόνοι μας από το μηδέν.
Λαμβάνοντας υπόψη ότι και ο πατέρας σου Γιώργος Μπινιάρης είναι ηθοποιός, είχες ερεθίσματα τέχνης από πολύ νωρίς.
Μεγάλωσα μέσα στον χώρο του θεάτρου. Θυμάμαι τον εαυτό μου μικρό σε πρόβες, παραστάσεις και περιοδείες του πατέρα μου. Ηταν όμως η τέχνη της μουσικής που με συγκίνησε και με συντάραξε αρχικά. Ημουν δέκα έντεκα χρόνων όταν άρχισα τα πρώτα μου ακούσματα με ροκ και πανκ. Γράφαμε κασέτες, αγοράζαμε δίσκους, πηγαίναμε σε συναυλίες και έτσι δημιουργούσαμε σχέσεις. Από τότε η τέχνη για μένα άρχισε να συνδέεται με την πολιτική θέση απέναντι στην κοινωνία και την ιστορία και να αποτελεί όχημα για τη δημιουργία σχέσεων. Προσπαθώ διαρκώς να ανατροφοδοτώ τη σχέση μου με το θέατρο και σε αυτή την προσπάθειά μου ανατρέχω συχνά σε εκείνα τα πρώτα ακούσματα.
Αν δεν γινόσουν ηθοποιός θα γινόσουν επαγγελματίας μουσικός;
Η σχέση μου με τη μουσική είναι καταλυτικής σημασίας για τις παραστάσεις μου και ορίζει την ποιότητα της σχέσης μου με την τέχνη στο σύνολό της. Η μέχρι τώρα εργασία μου στο θέατρο εστιάζει και αξιοποιεί τη μουσική σαν όχημα για τη θεατρική δράση. Η μουσική, δηλαδή, καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τον τρόπο με τον οποίο «ακούω» το θέατρο και προσδιορίζει παράλληλα τους λόγους για τους οποίους ασχολούμαι με το θέατρο. Με λίγα λόγια, αν δεν γινόμουν ηθοποιός πιθανώς θα έκανα κάτι άλλο. Υπάρχουν πράγματα που με γοητεύουν. Πάντως, το να είσαι επαγγελματίας ηθοποιός δεν σε εμποδίζει να γίνεις και επαγγελματίας μουσικός.
Ποια χαρακτηριστικά κάνουν έναν δημιουργό ροκ; Αισθάνεσαι τέτοιος;
Αποφεύγω να αυτοπροσδιορίζομαι ως ροκ δημιουργός. Δεν έχω κάποια αγωνία να καταταγώ σε κάποιο είδος θεάτρου. Με τρομάζουν οι ταμπέλες.
Ανήκεις πάντως στις περιπτώσεις των καλλιτεχνών στους οποίους το κοινό έφτασε με την ασφαλή μέθοδο του από στόμα σε στόμα.
Αισθάνομαι ασφάλεια, όπως παρατηρείς και εσύ, αλλά και περηφάνια. Δεν ξέρω αν είναι πιο γνήσια αυτή η γνωριμία, αλλά σίγουρα είναι ένας δρόμος να φτάσει η δουλειά σου στο κοινό ακόμη και αν αρχικά δεν έχεις υποστήριξη από τα Μέσα. Παρ’ όλα αυτά, οι θετικές κριτικές που ακολούθησαν βοήθησαν αρκετά ώστε να διευρυνθεί αυτή η σχέση.
Πώς φτάνεις στη σύλληψη της φόρμας των παραστάσεών σου: ένα ηλεκτρισμένο ροκ θέαμα γύρω από τον ποιητικό λόγο;
Το σημείο εκκίνησης δεν ήταν πάντα το ίδιο. Στις πρώτες μου δουλειές –στην «Αντιγόνη» και στις «Βάκχες»– άντλησα υλικό από τον χώρο της ελληνικής παραδοσιακής μουσικής και εστίασα στη χρήση φυσικών οργάνων και φωνών των ηθοποιών, αναζητώντας τη θρησκευτικότητα στη φύση των πραγμάτων. Αργότερα, έχοντας επαναπροσδιορίσει τη σχέση μου με την κοινωνία, την πολιτική και τις σχέσεις των ανθρώπων, κινήθηκα συνειδητά σε δραματουργικές περιοχές του θεάτρου που τολμούν να αναδείξουν ζητήματα προσωπικής ελευθερίας, κοινωνικού δογματισμού και ιστορικής μνήμης. Ετσι γεννήθηκαν «Το θείο τραγί» και «Το ’21», δυο παραστάσεις που διεκδίκησαν τον χώρο τους με το νεύρο της ροκ μουσικής και επιχείρησαν να διεγείρουν ποιότητες κρυμμένης ζωτικότητας, αναζητώντας τον ερωτισμό που κυοφορείται στην επαναστατική προοπτική των ανθρώπινων δράσεων.
Στους «Πέρσες» επιχειρείς κάτι διαφορετικό;
Δεν αναζήτησα τα αισθητικά εργαλεία στη ροκ πανκ μουσική. Αυτήν τη φορά ο ερμηνευτικός, μουσικός και κινησιολογικός κώδικας του έργου διαμορφώθηκε από υλικό αρχαίας ελληνικής ρυθμολογίας, παραδοσιακών μουσικών και λατρευτικών τελετών της Ανατολής, επεξεργασμένο όμως με σύγχρονους όρους σύνθεσης. Ετσι, η διάθεση της παράστασης παραμένει δυναμική, απλώς η τραχύτητα και η αδρότητά της οφείλονται στον συντονισμό του παραπάνω υλικού με τους ταραγμένους και άγριους παλμούς των ημερών μας.
Κρίνοντας από τη μέχρι τώρα πορεία σου, τι σε έλκει τόσο δυναμικά στο αρχαίο δράμα;
Το αρχαίο δράμα είναι πεδίο αρχετύπων και συμβόλων και ως τέτοιο υπερβαίνει την έννοια του χώρου και του χρόνου. Στον βαθμό που ως καλλιτέχνης θα επιλέξω να συσχετιστώ με τα δυναμικά φορτία που φέρει θα κριθεί η επικαιρότητα των δικών μου προβληματισμών. Τα έργα των αρχαίων τραγικών είναι διαχρονικά ακριβώς επειδή στην εποχή τους τόλμησαν να είναι επίκαιρα. Οπότε το ερώτημα είναι κατά πόσο εμείς ως καλλιτέχνες, ως πολίτες και ως κοινωνία τολμάμε να βρισκόμαστε στο σήμερα συντονισμένοι με τις προβληματικές και τις αγωνίες του παρόντος.
Το αρχαίο δράμα, λοιπόν, εξακολουθεί να μας αφορά.
Ακριβώς, γιατί αρχικά μπορεί να μας υπενθυμίσει τον συντονισμό με το παρόν, αφού το εμπεριέχει ως πρωταρχική λειτουργία στην κυτταρική του δομή, και στη συνέχεια να λειτουργήσει ως όχημα για την έκφραση των δικών μας στοχασμών και προθέσεων για την κοινωνία, τις σχέσεις των ανθρώπων, την πολιτική, την ιστορία και τον πολιτισμό του καιρού μας.
Τι σε βασανίζει περισσότερο σε αυτό το παρόν που προλογίζει ένα άδηλο μέλλον;
Με απασχολεί το πώς θα μπορέσουμε ως χώρα και ως κοινωνία να περάσουμε από το στάδιο της κοινωνικής παραίτησης που βιώνουμε σε μια εξελικτική κατάσταση. Δεν πιστεύω σε αδιέξοδα, γι’ αυτό και η αναβάθμιση –τουλάχιστον– του βιοτικού επιπέδου θεωρώ ότι είναι θέμα απόφασης.
Υπάρχει μια άλλης μορφής αντίδραση μέσα σε αυτό το πνιγηρό πλαίσιο;
Σίγουρα, τόσο σε κοινωνικό όσο και σε προσωπικό επίπεδο. Δεν ξέρουμε τι θα γίνει. Ελπίδα πάντως υπάρχει.
Στους «Πέρσες» τι προκρίνεις θεματολογικά;
Εστιάζω αφενός στην απομόνωση και τη συντριβή της μοναξιάς όπου οδηγείται ο άνθρωπος ή η κοινωνία όταν ο ναρκισσισμός, η αλαζονεία και η δίψα για εξουσία κατακλύζουν ως ύψιστες αξίες την ψυχή του· αφετέρου στη θεραπευτική προοπτική που ανοίγεται όταν ο άνθρωπος ή η κοινωνία συνειδητοποιήσουν την κατάσταση αυτή, έστω μέσω μιας ήττας.
Στον Αισχύλο ο χορός, δηλαδή ο λαός, αποτελείται συνήθως από απελπισμένους. Είναι αυτός αντικατοπτρισμός στο σήμερα;
Ο Αισχύλος μέσα από τους στίχους των «Περσών» μας παρουσιάζει έναν χορό παροπλισμένο, με απουσία ελεύθερης βούλησης, όπου ο ναρκισσισμός και η αλαζονεία καθορίζουν τις ψυχικές διεργασίες των προσώπων. Η ταραχή και η απελπισία που κυριεύουν τις ζωές των ανθρώπων όταν αυτοί υπάγονται σε ένα σύστημα που δεν διαλέγεται αλλά επιβάλλεται είναι δυστυχώς ένας αντικατοπτρισμός και στο τώρα.
INFO
Οι «Πέρσες» του Αισχύλου σε παραγωγή του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου και σκηνοθεσία Άρη Μπινιάρη παρουσιάζονται στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου στις 11 και 12 Αυγούστου. Παίζουν: Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, Χάρης Χαραλάμπους, Νίκος Ψαρράς