Αργυρώ Χιώτη: Ένα μεγάλο στοίχημα για το Εθνικό Θέατρο

Αργυρώ Χιώτη: Ένα μεγάλο στοίχημα για το Εθνικό Θέατρο
Η Αργυρώ Χιώτη που αναλαμβάνει τα ηνία του Εθνικού είναι γνωστή για το πειραματικό, ερευνητικό και ρευστό δραματουργικά θέατρο, το οποίο υπηρετεί εδώ και 20 χρόνια

Με την Αργυρώ Χιώτη καλλιτεχνική διευθύντρια της μεγαλύτερης κρατικής σκηνής, η νέα γενιά καλλιτεχνών παίρνει επίσημα τη σκυτάλη από την προηγούμενη.

Ήταν μια επιλογή ομόφωνη, αλλά μη αναμενόμενη. Παρόλο που εδώ και μέρες κυκλοφορούσε η φήμη ότι η 47άχρονη σκηνοθέτρια, ηθοποιός και δραματουργός ήταν το φαβορί για τη θέση, δεν είναι τόσο γνωστή στη μεγάλη μερίδα του κοινού. Γι’ αυτό –και για πολλούς ακόμα λόγους– η Αργυρώ Χιώτη πρέπει να βιαστεί. Εχει πολλά να κάνει.

Πρώτα απ’ όλα έχει να αποδείξει ότι η έλλειψη εμπειρίας σε διοίκηση μεγάλων καλλιτεχνικών οργανισμών μπορεί να είναι και για καλό. Αν κατορθώσει να πάρει αμέσως με το μέρος της το έμπειρο προσωπικό του οργανισμού και δεν αναλωθεί στην ανάγκη να μας εντυπωσιάσει με το «καλημέρα», θα έχει κάνει ένα καλό πρώτο βήμα. Στο κάτω κάτω είναι χαμηλών τόνων, όπως λένε, και άνθρωπος της ουσίας.

Πολλά προβλήματα

Το Εθνικό Θέατρο σήμερα έχει πολλά προβλήματα, αλλά έχει ξεπεράσει και άλλα τόσα. Εχει αφήσει πίσω του την ντροπιαστική εποχή Λιγνάδη, έχει βγάλει νέους δημιουργούς, όπως ο Γιώργος Κουτλής και ο Μάριο Μπανούσι, έχει κάνει απανωτά sold out με την καλοκαιρινή «Ορέστεια» του Θεόδωρου Τερζόπουλου. Περιμένει λοιπόν να εισέλθει σε μια νέα εποχή εξωστρεφή, ανοιχτή στο τι συμβαίνει στον κόσμο, όχι μιμητικά αλλά μέσα από συστηματική συνεργασία με διεθνείς οργανισμούς και με ένα ρεπερτόριο που δεν θα απορρίπτει κανέναν.

Το μεγάλο στοίχημα για τη Χιώτη, πέρα από την εξοικείωση με τη διοικητική γραφειοκρατία της κρατικής μας σκηνής, είναι να παρουσιάσει έργο που δεν θα αφορά μόνο μια μερίδα «ψαγμένων» δημιουργών και θεατών. Γνωστή για το πειραματικό, ερευνητικό και ρευστό δραματουργικά θέατρο, το οποίο υπηρετεί εδώ και 20 χρόνια, και εξοικειωμένη με το ευρωπαϊκό και διεθνές θεατρικό γίγνεσθαι μέσα από τη δουλειά της, καλείται να ξεφύγει από τις στενές «ταμπέλες», να συνθέσει και να αναδείξει ό,τι αξίζει, διευρύνοντας τις επιλογές της με έναν σύγχρονο, μη φοβικό, οργανικό τρόπο.

Στο χέρι της να πείσει

Η Χιώτη έχει εμπειρία από τη συνεργασία της με θεσμικούς οργανισμούς, αφού ένα μεγάλο μέρος του καλλιτεχνικού έργου της δημιουργήθηκε στους κόλπους και υπό την αιγίδα του Φεστιβάλ Αθηνών, της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, μεγάλων οργανισμών του εξωτερικού αλλά και ισχυρών ιδρυμάτων, όπως η Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση. Μάλιστα, κάποιοι έχουν δεύτερες σκέψεις ακριβώς γι’ αυτό, σε μια εποχή – και με μια κυβέρνηση– που προωθεί με κάθε τρόπο τον σφικτό, έως πνιγμού, εναγκαλισμό του πολιτισμού με ιδιώτες χορηγούς.

Αδικο για μια νέα δημιουργό και την πρώτη γυναίκα με πλήρη καλλιτεχνική θητεία μέσα από ανοιχτό διαγωνισμό στο τιμόνι του Εθνικού Θεάτρου; Πιθανώς. Στο χέρι της είναι να πείσει ότι η επιτροπή αξιολόγησης του θεάτρου, που την πρότεινε ομόφωνα στην υπουργό Πολιτισμού, έκανε την καλύτερη επιλογή. Η Χιώτη δεν ήταν πρώτη φορά υποψήφια για τη θέση. Πριν από τρία χρόνια κατέθεσε κοινή υποψηφιότητα με τον Ακύλλα Καραζήση και τον Νίκο Χατζόπουλο, αλλά το πολυπρόσωπο σχήμα δεν προβλεπόταν στους όρους της προκήρυξης. Κρίμα, γιατί πολλοί ήταν εκείνοι που πίστευαν ότι ένα ομαδικό σχήμα θα εισέφερε πολλαπλώς στην ανανέωση του Εθνικού Θεάτρου.

Οι προηγούμενοι

Κάποιοι θεωρούν σήμερα τον Νίκο Κούρκουλο παρωχημένο. Κι όμως. Ως καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου άφησε σημαντικό έργο πίσω του: το τεράστιο έργο της ανακαίνισης του κτιρίου Τσίλερ, την ίδρυση της Πειραματικής Σκηνής και της Θερινής Ακαδημίας Θεάτρου και το άνοιγμα σε νέες καλλιτεχνικές δυνάμεις. Ο Γιάννης Χουβαρδάς, που ακολούθησε μετά τον θάνατο του προκατόχου του, θέλησε να αποτινάξει τη σκόνη με άγαρμπο τρόπο, τουλάχιστον αρχικά. Εκλεισε την Πειραματική και την Ακαδημία αλλά και το Αρχείο και τη Βιβλιοθήκη, ενώ προώθησε μια πολύ απότομη μετάβαση σε ένα ρεπερτόριο αντισυμβατικό που ξένισε και απομάκρυνε το ευρύ κοινό.

Ωστόσο, στη δεύτερη θητεία του έκανε πολλά και σημαντικά. Εκσυγχρόνισε τη διοίκηση του θεάτρου, μάζεψε τις περιττές δαπάνες, ίδρυσε ξεχωριστά τμήματα παραγωγής, διεύθυνσης σκηνής, δραματολογίου κ.λπ. και προγραμμάτισε μερικές από τις πιο αξέχαστες παραστάσεις στη σύγχρονη ιστορία του θεάτρου. Πρέπει να σημειώσουμε ότι ήταν ο μόνος διευθυντής που έφυγε καταχειροκροτούμενος όταν ανακοίνωσε τον τελικό απολογισμό του.

Ο Σωτήρης Χατζάκης, που ακολούθησε, δεν ολοκλήρωσε τη θητεία του, καθώς αποπέμφθηκε προτού φτάσει στο τέλος της. Παρ’ όλα αυτά, πρόλαβε να διαπραγματευτεί για το Εθνικό την απόκτηση του «Σχολείου» της Ειρήνης Παπά στην Πειραιώς –μαζί με τα χρήματα για την ανακαίνισή του– καθώς και το ισόγειο του θεάτρου Rex έπειτα από χρόνια άκαρπων προσπαθειών. Στα συν του είναι και το στούντιο συγγραφής θεατρικού έργου που ξεκίνησε επί των ημερών του, δίνοντας βήμα σε νέες συγγραφικές φωνές.

Ο Στάθης Λιβαθινός αποκατέστησε την Πειραματική Σκηνή και την εμπιστεύτηκε με μεγάλη επιτυχία σε νέους δημιουργούς, ίδρυσε το Μικρό Εθνικό για παιδιά και εφήβους, ενώ ανέπτυξε περαιτέρω τις κοινωνικές δράσεις του θεάτρου, όπως το επισκεπτήριο στα νοσοκομεία, αλλά και τις απευθείας προβολές παραστάσεων σε απομακρυσμένα σημεία της Ελλάδας.

Ο Γιάννης Μόσχος, ο πρώτος μη διορισμένος απευθείας καλλιτεχνικός διευθυντής αλλά μέσω διαγωνισμού, πιστώνεται την πρώτη συνεργασία του θεάτρου με τον διεθνή σκηνοθέτη Θεόδωρο Τερζόπουλο και φυσικά την ομαλή διέλευση του θεάτρου από τις συμπληγάδες του σκανδάλου Λιγνάδη.

Documento Newsletter