Μια ταινία που μας υπενθυμίζει ότι δεν πλέον δεν έχουμε κανένα λόγο να μισούμε τη Δευτέρα («Monday»), μια ερωτική ιστορία δυο ξένων στην ίδια πόλη και ένας σκηνοθέτης που λατρεύει τον Τζέισον Στέιθαμ.
Πέντε χρόνια µετά το «Suntan» ο Αργύρης Παπαδηµητρόπουλος επιστρέφει µε την τέταρτη ταινία του, το «Monday», µια ερωτική ιστορία που συντελείται στη διάρκεια ενός καυτού καλοκαιριού στο καµίνι που όλοι γνωρίζουµε, την Αθήνα. Η ειδοποιός διαφορά είναι ότι ο σκηνοθέτης επέλεξε να βάλει για πρωταγωνιστές του σε αυτή την αθηναϊκή ερωτική ιστορία δυο ξένους, τον Μίκι και την Κλόι. ∆υο άγνωστους µεταξύ τους Αµερικανούς που έχουν τους δικούς τους λόγους να ζουν στην ελληνική πρωτεύουσα ώσπου µια µέρα συναντιούνται και ερωτεύονται µε την πρώτη µατιά.
Γιατί επέλεξες να βάλεις δυο ξένους να ερωτεύονται στην Αθήνα; Ποιο σεναριακό σκοπό εξυπηρετεί η συγκεκριµένη επιλογή;
Περίµενε. Προτού ξεκινήσουµε την κουβέντα µας µου είπες ότι είδατε σήµερα σε δηµοσιογραφική προβολή το «Fast and the furious». Τι λέει η ταινία;
∆υστυχώς δεν λέει.
Ο Τζέισον Στέιθαµ παίζει;
Όχι, την είχε κάνει από το προηγούµενο φιλµ.
Κρίµα, τον πάω πολύ. Ξέρεις, αυτός είναι µεγάλη µούρη και παίζει τον εαυτό του. Προτού γίνει ηθοποιός ήταν από αυτούς τους τελάληδες στις αγορές που στήνονται στο Λονδίνο, στην Oxford Street, και φωνάζουν προσπαθώντας να προσελκύσουν πελάτες για να πουλήσουν τις πραµάτειες τους. Έτσι τον είδε µια µέρα ο Γκάι Ρίτσι να φωνάζει και λέει «τι µούρη είναι αυτός!». Και του ζήτησε να πάει στο στούντιο για να δει αν γράφει στην κάµερα.
Ναι, και αρχικά πήγε να τον δείρει επειδή νόµιζε ότι του την έπεφτε. Πάµε τώρα στην ταινία σου;
Ναι, τι λέγαµε; Α, για τους δυο ξένους στην ίδια πόλη. Θεωρώ ότι είναι σηµαντικό για την ιστορία ότι αυτοί οι δυο άνθρωποι δεν έχουν ρίζες εδώ. Πράγµα που κάνει τη σχέση να έχει µεγαλύτερη ανάγκη να στεριώσει. ∆ηλαδή είναι δυο ξένοι και µια πόλη για την οποία ο καθένας τους έχει διαφορετικά συναισθήµατα και στην οποία έχουν φτιάξει διαφορετικό κοινωνικό κύκλο. Οπότε αυτοί οι δυο άνθρωποι αγκιστρώνονται ο ένας πάνω στον άλλο ώστε να καταφέρουν να κάνουν αυτό το πράγµα να λειτουργήσει.
Υπάρχει όµως ακόµη ένας χαρακτήρας, που ίσως είναι και κοµβικός για τη λειτουργία ή έστω τη γέννηση της συγκεκριµένης σχέσης. ∆εν µπορώ να σκεφτώ κάτι διαφορετικό από το ότι ο χαρακτήρας του Γιώργου Πυρπασόπουλου, που επιπλέον λέγεται Αργύρης, είσαι µάλλον εσύ!
Και οι τρεις ήρωες έχουν στοιχεία του χαρακτήρα µου. Στον καθένα έχω δώσει κάτι. Η ταινία είναι εµπνευσµένη από ένα πραγµατικό συµβάν, ένα πάρτι που είχα κάνει όπου δυο άνθρωποι γνωρίστηκαν µε αυτόν ακριβώς τον τρόπο που βλέπουµε στην ταινία. Τότε είπα ότι αυτό θα είναι το ξεκίνηµα κάποιας ταινίας µου µια µέρα. Το ότι επέλεξα να τον ονοµάσω Αργύρη είναι ένα παιχνίδι γύρω από αυτό το συµβάν. Είναι ένα είδος inside joke. Επίσης βρίσκω κάπως διασκεδαστικό το γεγονός πως µέσα στην ταινία ακούγεται πέντε φορές ότι ο Αργύρης είναι µαλάκας. Θα ήταν κάπως άκοµψο να πω ότι ο Γιώργος ή ο Νίκος ή ο Κώστας ή ο Μήτσος είναι µαλάκας. Και νοµίζω ότι έχει πλάκα. Ειδικά όταν το είδα και µε υπότιτλους το βρήκα πολύ διασκεδαστικό.
Από τις πιο πετυχηµένες σκηνές του φιλµ είναι το πάρτι που δίνουν η Κλόι και ο Μίκι για να γνωριστούν οι φίλοι τους, το οποίο καταλήγει σε ναυάγιο καθώς χειρότερα δεν µπορούσε να πάει. Εδώ συναντάµε µια µικρογραφία της ελληνικής κοινωνίας που είναι χωρισµένη στα δύο.
Ε δεν είναι; Πάντα αυτό συνέβαινε σε αυτήν τη χώρα. ΠΑΣΟΚ – Νέα ∆ηµοκρατία, Ολυµπιακός – Παναθηναϊκός, ευρώ – δραχµή, εµβολιαστές – αντιεµβολιαστές, βόρεια προάστια – δυτικά προάστια. Βρίσκουµε πάντα λόγους να διχαζόµαστε, αλλά αυτό καµιά φορά λειτουργεί στις σχέσεις. Οταν γνωρίζουµε κάποιον θέλουµε να κολλήσει µε τις παρέες µας και κάνουµε ό,τι µπορούµε για να συµβεί αυτό. Ήθελα να αποδώσω τη συνάντηση αυτών των δύο διαφορετικών κόσµων µε τρόπο διασκεδαστικό µεν, να προβληµατίζει δε.
Έχει και πολιτικό χαρακτήρα η συγκεκριµένη σκηνή. Μιλώ κυρίως για την άστοχη έµπνευση της Κλόι να φέρει κοντά τους δυο Λονδρέζους αλλά και τον καβγά της Σοφίας Κόκκαλη, που υποδύεται µια κοπέλα από του Παπάγου, µε τους Κυψελιώτες φίλους του Μίκι.
Ναι, σαφέστατα. Αφήνω στην άκρη τη χοντράδα των φίλων του Μίκι (οι περισσότεροι δικοί µου φίλοι κάπως έτσι είναι!) και πάµε σε εκείνη µε τους Λονδρέζους. Υπάρχει η λανθασµένη θεωρία που λέει πως δυο άνθρωποι µε κοινή καταγωγή µπορεί να ταιριάξουν ως χαρακτήρες. Κάτι που φυσικά δεν ισχύει, όπως φαίνεται και στο φιλµ. Κυρίως όµως ήθελα να πω µε τη σκηνή αυτή ότι ο διχασµός δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό φαινόµενο και φυσικά η πολιτική θέση µου είναι πιο κοντά σε εκείνον που έφυγε από το Λονδίνο επειδή έγινε πανάκριβη πόλη παρά στον άλλο που έκανε το Λονδίνο πανάκριβη πόλη.
Καλά, πώς σου ήρθε να πάρεις τον Σεµπάστιαν Σταν, τον Στρατιώτη του Χειµώνα της Marvel, για τον ρόλο του Μίκι;
Το ίδιο µου είπαν κι οι ατζέντηδές του. Αλλά εγώ επειδή ποτέ δεν ήµουν φαν της Marvel είχα άγνοια γι’ αυτό τον ρόλο του. Με είχε µαγέψει στον «Μαύρο κύκνο» και κυρίως στο «Εγώ, η Τόνια». Του έστειλα λοιπόν το σενάριο, µιλήσαµε µέσω Skype και αµέσως ταιριάξαµε.
Η τελική σκηνή στο φινάλε, στη νυχτερινή Αθήνα, ήταν εκείνη που σε δυσκόλεψε περισσότερο;
Αυτή η σκηνή είναι πολύ δύσκολη ως προς την παραγωγή και όχι τη σκηνοθεσία. ∆ηλαδή ως σκηνοθέτης θα έπρεπε να βλέπω ένα πολύ αυστηρό shooting list ώστε να µπορέσω σε ένα βράδυ που κλείσαµε την Αθήνα να έχω όλα τα απαραίτητα πλάνα. Η οργάνωση αυτής της σκηνής ήταν ένας τεράστιος γρίφος µε πάρα πολλά προβλήµατα, τα οποία όµως η παραγωγή έλυσε εξ ολοκλήρου, ενώ υπήρξε βοήθεια και από τον δήµο. Είναι µια σκηνή πάρα πολύ επικίνδυνη να γυριστεί, µε µεγάλη πιθανότητα ατυχήµατος, οπότε έγινε µε τροµερή ασφάλεια και πολλές πρόβες που πραγµατοποιήθηκαν στο παλιό αεροδρόµιο του Ελληνικού. Πήγαµε εκεί να προβάρουµε τη συγκεκριµένη σκηνή µε κασκαντέρ, µε τις κάµερες κ.λπ. Όταν ολοκληρώσαµε τις πρόβες την ξανατραβήξαµε στους αυθεντικούς χώρους, στο κέντρο της Αθήνας.
Υπήρξε κάποιο ατύχηµα ή απρόοπτο στα γυρίσµατα αυτά;
Όχι, κανένα ατύχηµα δεν συνέβη… ευτυχώς. Το µόνο απρόοπτο ήταν ότι κάποιος ξένος παπαράτσι κρύφτηκε πίσω από τον Αγνωστο Στρατιώτη και την επόµενη µέρα κυκλοφόρησαν γυµνές φωτογραφίες των ηθοποιών στο ΤMZ, που είναι το πιο κουτσοµπολίστικο σάιτ της Αµερικής.
Είναι το φιλµ µια δήλωση αγάπης για την Αθήνα;
Ναι, και κυρίως για την Κυψέλη όπου πέρασα τα παιδικά µου χρόνια. Είναι µια γειτονιά που την αγαπάω πολύ και τη θεωρώ πόλη-κράτος.
Το νέο ελληνικό σινεµά είναι σταθερά ψηλά στις προτιµήσεις των διεθνών φεστιβάλ. Είναι υποτιµητικός ο όρος «Greek weird cinema»;
Όχι, καθόλου. Και µόνο καλό έχει κάνει στο ελληνικό σινεµά η συγκεκριµένη ταµπέλα που έβαλε ο κριτικός του «Guardian». Γίναµε περιζήτητοι στο εξωτερικό. Βοήθησε φυσικά πολύ και η επιτυχία του Λάνθιµου.
INF0
Η ταινία «Monday» του Αργύρη Παπαδημητρόπουλου προβάλλεται στις αίθουσες από τις 24 Ιουνίου σε διανομή Tulip