Αργύρης Μπακιρτζής: «Πού είναι οι πατριδοκάπηλοι σήμερα;»

Συζήτηση με τον Χειμερινό Κολυμβητή για την παλιά Θεσσαλονίκη, τη δουλειά του ως αρχιτέκτονα και τις αρχαιότητες στο μετρό.

Ο Αργύρης Μπακιρτζής γεννήθηκε και µεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε Αρχιτεκτονική µε ειδικότητα στις αναστηλώσεις και από το 1975 εργάστηκε στη 12η Εφορεία Βυζαντινών αρχαιοτήτων στην Καβάλα έως την πρόσφατη συνταξιοδότησή του, αφήνοντας πίσω του σπουδαίο έργο στα µνηµεία της Μακεδονίας και της Θράκης. Ανάµεσά τους, το παράλιο τείχος και οι Καµάρες της Καβάλας, το Οκτάγωνο Φιλίππων, ο τεκές του Σέλινου, το Μεγάλο Τέµενος ∆ιδυµοτείχου, η Κοσµοσώτειρα Φερών, ο πύργος του Καντακουζηνού στο Πύθιο, τα σπίτια της Παναγιάς Καβάλας, η παλιά πόλη της Ξάνθης.

Είναι ευρύτερα γνωστός ως ο τραγουδιστής του µακροβιότερου συγκροτήµατος στη χώρα µας, των Χειµερινών Κολυµβητών, και ένας από τους αγαπηµένους ηθοποιούς του σκηνοθέτη Σταύρου Τσιώλη. Γράφει στίχους και µουσική από νεαρή ηλικία ενώ υπογράφει µερικά από τα πιο αριστουργηµατικά τραγούδια της ελληνικής δισκογραφίας. Συναντηθήκαµε µια ∆ευτέρα µε λιακάδα στο σπίτι του στη Θεσσαλονίκη, όπου σήµερα κατοικούν οι δύο γιοι του, µε αφορµή την πρώτη χειµερινή κάθοδο του συγκροτήµατος στην Αθήνα για τέσσερις συναυλίες στο Half Note από την ερχόµενη Πέµπτη. Η κουβέντα µας όµως ξεκίνησε µε αφορµή ένα θαυµάσιο παλιό τασάκι στο τραπέζι από τα αγαπηµένα του παιδιόθεν σεργιάνια στα παλιατζίδικα της πόλης.

Τι θυµάστε από τις παλιότερες εποχές της Θεσσαλονίκης;

Το σπίτι όπου γεννήθηκα ήταν κοντά στα παλιατζίδικα της οδού Τοσίτσα. Ενα ανοιξιάτικο απόγευµα του ’63 ή του ’64 κατηφορίζοντας την Τοσίτσα άκουσα από ένα γραµµόφωνο το τραγούδι «Χαράµατα η ώρα τρεις». Αντίκρισα µια Ελλάδα που δεν µπορούσα να φανταστώ ότι υπήρχε. Σήµερα πολλοί ιδιοκτήτες παλαιοπωλείων παραπονιούνται για το παραεµπόριο στην περιοχή. Μα χωρίς παραεµπόριο δεν υπάρχουν παλιατζίδικα. Η περιοχή πήγαινε από το κακό στο χειρότερο, κόντευε να γίνει Λαδάδικα και Ψυρρή, µε ρετρό κυριλέ παλαιοπωλεία και καφέ-µπαρ-τσιπουράδικα, να µην τολµάς να πλησιάσεις µη σε πιάσει αλλεργία. Ευτυχώς σήµερα µε τους πρόσφυγες και τους µετανάστες το παραεµπόριο ξανάνθισε και η τάξη επανήλθε στα παλιατζίδικα. Παλιά –δεν ξέρω αν γίνεται και σήµερα– έρχονταν τα κάρα, τα τρίκυκλα και τα µικρά φορτηγά µε την πραµάτειά τους, κυρίως από σπίτια που ’κλειναν, από τα οποία ψώνιζαν οι παλιατζήδες. Από κει µάθαµε κι εµείς να ψωνίζουµε, αφού τα πενιχρά µας οικονοµικά µας αποκλείανε από τους θησαυρούς που κυνηγούσαµε. Την εποχή που η µέση τιµή των ρεµπέτικων δίσκων 78 στροφών ήταν δεν ήταν πέντε δραχµές, ένας παλιατζής βλέποντας τη λάµψη στα µάτια µου όταν αντίκρισαν νεοϋρκέζικους δίσκους της Παπαγκίκα µου ζήτησε 150 για τον καθένα.

Τους αγοράσατε;

∆εν θα τους άφηνα. Τα δανεικά όµως µε τσάκισαν. Κι επειδή «πενία τέχνας κατεργάζεται» ψάχναµε τρόπους να κάνουµε ρελάνς, όµως αυτά είναι µυστικά που διστάζω ακόµη να αποκαλύψω. Αφού µας εκµεταλλεύονταν αυτοί, το ίδιο κάναµε κι εµείς. Αυτοί που παραπονιούνται για παραεµπόριο να ανοίξουν τα παλαιοπωλεία τους αλλού, όχι στα παλιατζίδικα. Το παραεµπόριο είναι η ψυχή, η ουσία των παλιατζίδικων. Από εκεί πήρα, απ’ τον κ. Αράπογλου, αριστερά της εισόδου της κύριας στοάς του Μπιτ Παζάρ, την ωραία ξυλόγλυπτη τραπεζαρία µας και τις φοβερές νυφιάτικες γόβες της γυναίκας µου. Και χίλια άλλα πράγµατα. Ο πατέρας µου µε αποκαλούσε «ο άγιος Αργύριος των παλιατζήδων». Απ’ το Μοναστηράκι αγόρασα γύρω στο 1970 τρία ζευγάρια αµερικάνικα δερµάτινα δετά παπούτσια που ακόµη είναι σαν καινούργια. Αυτά φοράω στους γάµους, στις κηδείες και τις ξεχωριστές επετείους, κι ας είναι λίγο µεγαλύτερα απ’ το νούµερό µου. Μια µέρα ένας παλιατζής στη βόρεια πλευρά της εσωτερικής αυλής του Μπιτ Παζάρ, που έφερνε και έπιπλα απ’ το Βέλγιο, µου έδειξε τα σχέδια µιας µελέτης. Ηταν του σπιτιού του Κεµάλ και τα είχε εκπονήσει εβραϊκό αρχιτεκτονικό γραφείο στον µεσοπόλεµο. Τα έδινε ακριβά. Αµέσως σκέφτηκα πως έπρεπε να πάνε σε κάποιο δηµόσιο αρχείο. Εκείνη την ώρα περνούσε ένας πασίγνωστος πολιτικός της πόλης µε θητεία κατά καιρούς σε υψηλές θέσεις της πολιτείας. Τον φωνάζω και του λέω: «Αυτά φροντίστε να πάνε στο αρχείο του δήµου ή σε κάποιο άλλο αρχείο». Μου λέει απαξιωτικά «αυτά ενδιαφέρουν τους παλιατζήδες». Του λέω «κατάλαβα, συγχαρητήρια». Ευτυχώς ένας αρχαιολόγος τακτοποίησε το θέµα. Για τα παλιατζίδικα µπορεί κανείς να γράφει και να λέει και να µη σταµατάει. Λέτε και σ’ αυτά να µας βάλουν χέρι οι δανειστές; Γιατί όχι, εδώ πας στις λαϊκές και δεν βρίσκεις πια φρέσκα σκόρδα. Αφού ξεπέσαµε τόσο, όλα να τα περιµένει κανείς.

Μεγαλώσατε στο κέντρο της πόλης.

Γεννήθηκα στη Μακεδονικής Αµύνης 7, στον πρώτο όροφο. Μπροστά στο σπίτι, στην περιοχή της Αρχαίας Αγοράς που δεν είχε ανασκαφεί ακόµη, απλωνόταν µια τεράστια αλάνα. Ολοι τη λέγαν πλατεία ∆ικαστηρίων, ακόµη και χρόνια µετά τις ανασκαφές. Της είχε κολλήσει το όνοµα. Στην αλάνα παίζαµε συνέχεια, µέχρι και πετροπόλεµο µε αντίπαλες γειτονιές. Ψηλά, δίπλα στην Ολύµπου, ήταν τα γραφεία του ΠΑΟ∆ και κοντά σε ένα τολ δυο προσκοπικά συστήµατα. Ενα στενό δίπλα µας, η οδός Καρµπολά, έβγαζε στα παλιατζίδικα. Αυτή ήταν η γειτονιά µας. Επίσης, κοντά στο σπίτι βρισκόταν σε µια γωνιακή ταράτσα, Βενιζέλου και Τοσίτσα, το σινεµά Μοσκώφ· φαντάζοµαι σε κτίριο της οµώνυµης γνωστής οικογένειας. Λίγο παρακάτω το Αλκαζάρ, που έπαιζε µόνο ελληνικές, τουρκικές και ινδικές ταινίες. Πιο ψηλά ήταν η Αίγλη, ο Ορφέας, το Ιντεάλ, αργότερα και το Αχίλλειον. Κάθε µέρα έπαιζαν δύο έργα κι έτσι πολλές φορές βλέπαµε και τέσσερις ταινίες σε µια µέρα. Το Αλκαζάρ ζητήσαµε και µας παραχωρήθηκε για µια συναυλία των Χειµερινών Κολυµβητών το 1983 στα ∆ηµήτρια. Ετσι από πορνοσινεµά –που ήταν για καµιά εικοσαετία– άλλαξε χρήση. Εκεί στεγάστηκε τον άλλο χρόνο και το Φεστιβάλ Τζαζ & Αυτοσχεδιαζόµενης Μουσικής. Στην Αίγλη µε τους Χειµερινούς δώσαµε πολλές συναυλίες µετά το 1995. Εκεί παίξαµε και δυο αξέχαστα βράδια µε τον αλησµόνητο Γιώργο Θεολογίτη-Κατσαρό. Τι να πρωτοπώ, µια ολόκληρη ζωή γύρω από αυτή την πλατεία.

Θυµάστε τις πρώτες ανασκαφές στην πλατεία;

Οι αναµνήσεις µου είναι αποσπασµατικές. Η σωτηρία πάντως της αρχαίας αγοράς ανήκει στις ένδοξες σελίδες της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Να δούµε τώρα σε ποια µαύρα κατάστιχα θα µας γράψουν για τη βυζαντινή συνοικία.

Μεταξύ άλλων και ο σηµερινός δήµαρχος της πόλης τάσσεται υπέρ της λύσης της απόσπασης των ευρηµάτων στον σταθµό Βενιζέλου του µετρό. Τι γνώµη έχετε γι’ αυτό;

Αισθάνοµαι πολύ καλά που µεταφέραµε µε τη γυναίκα µου τα εκλογικά µας δικαιώµατα στην Καβάλα για να στηρίξω τον νεοεκλεγέντα δήµαρχο Θεόδωρο Μουριάδη, αλλά και για να τιµήσουµε την πόλη που µας φιλοξενεί πολλά χρόνια. Αν ψηφίζαµε στη Θεσσαλονίκη, πιθανόν θα ψηφίζαµε τη δεύτερη Κυριακή τον κ. Ζέρβα. Θα αισθανόµουν σίγουρα ντροπή για τη στάση του στο θέµα της βυζαντινής συνοικίας και το ίδιο πιστεύω θα αισθάνονται και πάρα πολλοί που τον ψήφισαν. Ο πατέρας του θα µείνει στην ιστορία για τη µεγάλη οµάδα του ΠΑΟΚ και για το ότι κράτησε τον Κούδα. Ο γιος έχει φιλοδοξία να καταστρέψει ένα τόσο σοβαρό βυζαντινό µνηµείο; Να σας πω και κάτι ακόµη. Ενα σχήµα οξύµωρο που παρατήρησα. Τόσοι τρέχανε αντιδρώντας για τη συµφωνία των Πρεσπών, κουµπάροι µου, σοβαροί άνθρωποι, βγαίναν απ’ τα ρούχα τους. Τους καταλάβαινα, άκουγαν την αντιπολίτευση που πάσχιζε να πετάξει τον ΣΥΡΙΖΑ, δεν ξέραν αλλά φώναζαν. Για τη βυζαντινή συνοικία ξέρουν και δεν φωνάζουν. Πού είναι όλοι αυτοί οι πατριδοκάπηλοι;

Οσοι σας γνωρίζουν καλά ξέρουν ότι ως αρχιτέκτονας αφήσατε πίσω σας σπουδαίο έργο. Εσείς τι ξεχωρίζετε από τα χρόνια που εργαστήκατε στη 12η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων;

Μετά τη χούντα, που πήγα να δουλέψω στην Καβάλα, µε στείλαν στην Ξάνθη για µια δουλειά. Τρελάθηκα µε την οµορφιά της. Τους είπα πως πρέπει να την κηρύξουµε διατηρητέα. Μου είπαν «µε τίποτε». Φώναξα τον κλασικό αρχαιολόγο Βαγγέλη Πεντάζο που τον είχε αποµακρύνει η χούντα, επανήλθα και µ’ αυτόν την κηρύξαµε. Αντιδράσεις, απειλές. Νοµίζω ότι η σηµαντικότερη επέµβαση που έκανα τόσα χρόνια ήταν η σωτηρία της παλιάς πόλης της Ξάνθης. Γι’ αυτό το θέµα ετοιµάζουµε ένα µικρό συνέδριο. Αν διαβάσετε αυτά που υποστήριζαν οι αντιδρώντες, δεν θα τα πιστεύετε. Τα δηµοσίευσα σ’ έναν τόµο της Ελληνικής Εταιρείας Προστασίας του Περιβάλλοντος, της οποίας ήταν συνδροµητής –και πιστεύω ότι εξακολουθεί ακόµη να πληρώνει συνδροµή– ο σηµερινός πρωθυπουργός. Η Ελληνική Εταιρεία δεν υπάρχει περίπτωση να υποστηρίξει την προτεινόµενη λύση του πρωθυπουργού, τη στιγµή µάλιστα που είναι σε ισχύ λύση εγκεκριµένη από το ΚΑΣ. Υποθέτω ότι ο πρωθυπουργός παρασύρθηκε από «φωστήρες» του κόµµατός του που τον εξέθεσαν πολύ.

Γνωρίζετε τις καταγγελίες περί κυβερνητικών παρεμβάσεων ώστε να επιβληθεί οικονομικός στραγγαλισμός στην εφημερίδα Documento;

Εδώ δεν έχει να πει κανείς πολλά. Φιμώνεται ο Τύπος, έχουμε έλλειψη δημοκρατίας. Να μην ξεχάσω τα πολύ ενδιαφέροντα ιστορικά αφιερώματα της εφημερίδας σας στα ένθετά της και στα περιοδικά HotDoc και HotHistory και στα βιβλία Αιρετικά.

Οι Χειµερινοί Κολυµβητές εµφανίζονται συχνά τα τελευταία χρόνια ανά την Ελλάδα, κάτι στο οποίο δεν είχατε συνηθίσει το κοινό σας, και στις συναυλίες σας παρουσιάζετε αρκετά ανέκδοτα τραγούδια. Φαίνεται πως από αυτήν τη δουλειά δεν θα συνταξιοδοτηθείτε ποτέ, κ. Μπακιρτζή, έτσι δεν είναι;

Ο εκ των συνεργατών Χάρης Παπαδόπουλος µου είπε πως θα πεθάνω στο πάλκο, σύνταξη δεύτερη δεν µπορώ να πάρω!

INF0

Οι Χειμερινοί Κολυμβητές εμφανίζονται στο Ηalf Νote Jazz Club (Τριβωνιανού 17, Μετς) από τις 25 έως τις 28 Οκτωβρίου παρουσιάζοντας το ρεπερτόριο από την 50χρονη μουσική διαδρομή τους με την εξής σύνθεση κάθε βράδυ: 25.10: Αργύρης Μπακιρτζής, Κώστας Σιδέρης, Χάρης Παπαδόπουλος, Μπάμπης Παπαδόπουλος, Μιχάλης Σιγανίδης, Θοδωρής Ρέλλος 26.10: Αργύρης Μπακιρτζής, Κώστας Σιδέρης, Χάρης Παπαδόπουλος, Μπάμπης Παπαδόπουλος, Κώστας Βόμβολος 27.10: Αργύρης Μπακιρτζής, Χάρης Παπαδόπουλος, Κώστας Βόμβολος, Μιχάλης Σιγανίδης, Θοδωρής Ρέλλος 28.10: Αργύρης Μπακιρτζής, Μπάμπης Παπαδόπουλος, Κώστας Βόμβολος, Μιχάλης Σιγανίδης, Θοδωρής Ρέλλος Eναλλάξ, θα πλαισιώσουν το συγκρότημα οι επί σειρά ετών συνεργάτες του: Εύη Μάζη (τραγούδι, φλάουτο), Διονύσιος Ρούσσος και Γιάννης Βρυζάκης (τραγούδι) καθώς και άλλοι φίλοι, συνάδελφοι και συνεργάτες.

Φωτογραφίες: Δέσποινα Βαξεβάνη