Αργύρης Μπακιρτζής: Οι αγριοδαμασκηνιές ανθίσαν στη Θάσο

Αργύρης Μπακιρτζής: Οι αγριοδαμασκηνιές ανθίσαν στη Θάσο

Ο αρχιτέκτονας – τραγουδοποιός Αργύρης Μπακιρτζής γράφει στο Docville για τη δική του εμπειρία του εγκλεισμού στη Θάσο

Βυθισµένος κι εγώ στον ζόφο που έχει απλωθεί παντού, πήρα πριν από λίγες µέρες στο τηλέφωνο τον κουµπάρο µου τον Φίλιππα στο Καζαβίτι της Θάσου να µάθω πώς αντιµετωπίζει την κατάσταση.

Και τι µου είπε συνεπαρµένος απ’ αυτό που ζούσε εκείνη τη στιγµή; «Οι αγριοδαµασκηνιές ανθίσαν σα νυφούλες». Ηταν ένα δώρο που έπιασε τόπο έστω για λίγο. Τον ξαναπήρα, δεν ήταν καθόλου το ίδιο ξέγνοιαστος.

Η καθηµερινότητα που χάθηκε στα χαµένα βιβλία

Σκέφτοµαι τι µπορώ να κάνω για να αντέξω. Λέω να συνεχίσω τις ψηφιοποιήσεις των πολλών κασετών µε ηχογραφήσεις παλιών συναυλιών µας απ’ το 1981. Τι να πω όµως στον µικρό µου γιο –στη Θεσσαλονίκη µε τον µεγάλο του αδερφό· δεν έρχονται για να µε προστατέψουν– που µου λέει στο τηλέφωνο «µπαµπά, δεν αντέχω». Σήµερα του είπα πως η κατάσταση µας οδηγεί σε νωθρότητα, σε παράλυση, γι’ αυτό οφείλουµε να δράσουµε, να κάνουµε οτιδήποτε. Τον µεγάλο τον βλέπω πιο ανθεκτικό, το ελπίζω. Περνούν σκέψεις διάφορες, ίσως –σκέφτοµαι– είναι µια ευκαιρία να σκεφτούµε ότι δεν είµαστε οι µοναδικοί στον πλανήτη, πως τιµωρούµαστε για τον βιασµό της φύσης και τη µανία µας για λεφτά και ανεξέλεγκτη ανάπτυξη, υπεύθυνα, όπως υποστηρίζουν µερικοί επιδηµιολόγοι, για την κατάσταση στην οποία οδηγηθήκαµε.

Σκέφτοµαι αυτούς που εξαρτιούνται απ’ το καθηµερινό µεροκάµατο χωρίς τίποτε στην άκρη, τους κυνηγηµένους. Θυµήθηκα διάφορα βιβλία µε αντίστοιχες καταστάσεις: τον «Πόλεµο των κόσµων» του Ουέλς, την «Ωρα των τριφίδων» του Τζον Ουίνταµ, όπου περιγράφεται εντυπωσιακά πόσο πολύ γρήγορα η φύση ανακάµπτει στους χώρους που είχε καταλάβει ο άνθρωπος, τον «Τελευταίο παγκόσµιο πόλεµο» του Νόρµαν Σπίνραντ –το ’χω διπλό και δεν το βρίσκω– και ξαναδιάβασα ένα απ’ τα αριστουργήµατα του Φίλιπ Ντικ, τον «Συντηρητή των κεραµικών».

∆ιαβάζοντας εκεί ένα απόσπασµα απ’ τον «Φάουστ» θυµήθηκα µια ωραία, πολυτελή, µεγάλων διαστάσεων έκδοση που ανατύπωσε νοµίζω ο Φαρφουλάς, την έψαξα να βρω το απόσπασµα –ποιος ξέρει πού την ακούµπησα–, πήρα τον εκδότη του Φαρφουλά Καράβολα να µου πει τον µεταφραστή, δεν τον έβρισκα, πήρα τον Κύριλλο, µου είπε για τη µετάφραση του Λάµψα, πήρα τον Ζάχο µήπως ήξερε τίποτε, εντέλει µε πήρε ο Καράβολας και µου ’πε πως είναι ανατύπωση µιας πολυτελούς έκδοσης που κυκλοφόρησε σε πολλές γλώσσες στα τέλη του 19ου αι. και στα ελληνικά σε µετάφραση του Αριστοµένη Προβελέγγιου.

Μετά πήρα τον κοµίστα Τάσο Ζαφειριάδη, µου ’πε ότι το βιβλίο του Σπίνραντ το ’χει στη Χαλκιδική και πως γράφει έναν πρόλογο για το κόµικ ενός Σέρβου, τους «Αθάνατους», µου ζήτησε πληροφορίες για τον Μάρκο Κράλιεβιτς κι εγώ του ’δωσα το τηλέφωνο του Ζάχου να τον ρωτήσει ό,τι θέλει.

«Εγώ τώρα αποσύροµαι, κάτω απ’ τη γη, στο ζόφο…»

Μ’ αυτά και µ’ αυτά αργοκυλούν οι µέρες. Λίγες πέρασαν και µοιάζει να τα ’χουµε φτύσει. Κανονικά όταν είσαι µεγάλος οι µήνες φεύγουν φισέκι. Τώρα τίποτε. Οµως είναι µια ευκαιρία να κάνουµε µερικά πράγµατα που δεν τα προλαβαίναµε. Εγώ, παράδειγµα, να τακτοποιήσω το δωµάτιο του γραφείου µου, όπου επικρατεί χάος και το οποίο προσπαθώ να τακτοποιήσω εδώ και δεκαετίες, να γράψω ιστορίες που θέλω από καιρό, να αποµαγνητοφωνήσω τις κασέτες µε τον Κατσαρό. Ο φίλος µου ο Αδαµάκης εφοδιάστηκε µε έναν σωρό υλικά ζωγραφικής προτού κλείσουν τα µαγαζιά.

Οι εικαστικοί ίσως είναι πιο τυχεροί. Μου λέν’ «γράψε κάνα τραγουδάκι», δεν µπορώ· στίχους µε τίποτε, νιώθω να µου ’χει κοπεί η φωνή. Πηγαίνω στον Καλλίνικο –δέκα χρόνια µεγαλύτερός µου– να δω γιατί του ’ρθε ο λογαριασµός της ∆ΕΗ τόσο µεγάλος – ξόδευε 340 ΚWh και στο τελευταίο δίµηνο έγραψε 1.500 KWh. Πώς γίνεται, άντε βρες άκρη. Σκέφτοµαι και την καινούργια ΑΕΠΙ που τόσο υποστηρίξαµε και µου φαίνεται πως µας δουλεύει. Μου ήρθαν τόσο πολλά ευρώ που ούτε 150 λίτρα πετρέλαιο δεν φτάνουν να πάρω και διάβασα ότι έρχονται κρύα. Οι παλιοί κλέβαν, αλλά περίσσευαν και για µας. Εγώ έπαιρνα τα δεκαπλάσια. Τουλάχιστον ας αναρτήσουν στη ∆ιαύγεια τι παίρνουν όλοι οι µουσικοί δηµιουργοί.

Κόβω ξύλα, κλάδεψα τη µια απ’ τις δυο ελιές που έχουµε στην αυλή, λέω να ξεχορταριάσω και να φυτέψω µαρουλάκια και κρεµµυδάκια. Για σκόρδα µάλλον πέρασε ο καιρός, αλλά θα βάλω λίγα. Ευτυχώς µερικά σέσκουλα φύτρωσαν µόνα τους. Ελπίζω και κραµπιά να ξεµυτίσουν ανάµεσα στις τσουκνίδες. Τσουκνίδες µάζεψα, εξαιρετικές, τις κορφές. Και το στέγαστρο µε τα εργαλεία και τις παλιατζαρίες ευκαιρία να το τακτοποιήσω. Τώρα υπάρχει καιρός. Οχι όπως λέει ο Σεφέρης, «ο καιρός είναι λίγος, κανείς δεν προφταίνει». Μου µπαίνουν υποψίες. Πάλι δεν θα προλάβω; Τελειώνοντας, κι επειδή άρχισα µε τη λέξη ζόφος, θα κλείσω µε τα λόγια που απευθύνει στον χορό των γερόντων το φάντασµα του ∆αρείου στους «Πέρσες» του Αισχύλου, τα οποία είχα την ευλογία να απαγγείλω στην παράσταση της Μάρθας Φριντζήλα, σε µετάφραση της αδερφής της Νικολέττας: «Εγώ τώρα αποσύροµαι, κάτω απ’ τη γη, στο ζόφο./ Κι εσείς, γέροντες, χαίρετε· κι ακόµα και στη συµφορά,/ να δέχεστε την κάθε µέρα µε ηδονή µες στην ψυχή./ Γιατί είναι στους νεκρούς ανώφελος ολότελα ο πλούτος». Ψυχραιµία, καλό κουράγιο, καλή τύχη. Και σύντοµα καλές βουτιές.

Ετικέτες

Documento Newsletter