«Απροκάλυπτη παρέμβαση» στη Δικαιοσύνη η επιστολή Μητσοτάκη

«Απροκάλυπτη παρέμβαση» στη Δικαιοσύνη η επιστολή Μητσοτάκη

Πυρά από τον νομικό και δικαστικό κόσμο για την επιστολή του πρωθυπουργού προς τον εισαγγελέα του Αρειου Πάγου Ισίδωρο Ντογιάκο

Σφοδρές αντιδράσεις στον νομικό και δικαστικό κόσμο της χώρας έχει προκαλέσει η πρωτοφανής κίνηση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη να αποστείλει επιστολή προς τον εισαγγελέα του Αρειου Πάγου Ισίδωρο Ντογιάκο με την οποία σχεδόν του υπαγόρευε τι να κάνει για τη διερεύνηση της τραγωδίας των Τεμπών.

Με παρέμβασή του στο Documento ο πρώην πρόεδρος της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων και επικεφαλής της μειοψηφίας στο ΔΣ της ΕνΔΕ Χριστόφορος Σεβαστίδης κάνει λόγο μεταξύ άλλων για «πρωτοφανή και συνάμα απροκάλυπτη παρέμβαση της εκτελεστικής εξουσίας στο έργο της δικαστικής».

Την αντίθεσή τους με την κίνηση Μητσοτάκη εκφράζει μια σειρά από έγκριτους νομικούς με τεράστια πείρα στις δικαστικές αίθουσες και στον χειρισμό υποθέσεων μείζονος κοινωνικού ενδιαφέροντος. Οπως αναφέρουν, πρόκειται για κίνηση που δεν συνάδει με «τη διάκριση των εξουσιών και τη συνταγματικά προβλεπόμενη ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης» και κάνουν λόγο για «εργαλειοποίηση της Δικαιοσύνης». Οι έγκριτοι νομικοί ρωτήθηκαν επίσης κατά πόσο συμφωνούν ή όχι με την ανάθεση της έρευνας σε εφέτη ανακριτή. Οι περισσότεροι απάντησαν ότι πρόκειται για κάτι που συνηθίζεται σε υποθέσεις μείζονος σπουδαιότητας και εξαρτάται από το πρόσωπο που θα αναλάβει την υπόθεση και όχι από τη διαδικασία.

Αντίθετη άποψη, την οποία τεκμηριώνει με βάση την εμπειρία του παρελθόντος, έχει ο Αλέξης Κούγιας, συνήγορος οικογενειών θυμάτων των Τεμπών, ο οποίος ξεκαθαρίζει σαφώς τη θέση του απαντώντας σε συγκεκριμένα ερωτήματα του Documento.

Χριστόφορος Σεβαστίδης ΔΝ εφέτης, μέλος του ΔΣ και πρώην πρόεδρος της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων: «Πρωτοφανής και συνάμα απροκάλυπτη παρέμβαση της εκτελεστικής εξουσίας στο έργο της δικαστικής»

Για την επιστολή του πρωθυπουργού στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου εκφράσαμε ήδη ως ομάδα του ΔΣ της ΕνΔΕ τις θέσεις μας. Θεωρούμε ότι αποτελεί πρωτοφανή και συνάμα απροκάλυπτη παρέμβαση της εκτελεστικής εξουσίας στο έργο της δικαστικής. Η δικαστική ανεξαρτησία κινδυνεύει όχι από την κριτική των πολιτών στις αποφάσεις της αλλά από την επιθυμία των κυβερνητικών αξιωματούχων να εμπλακούν στο δικαστικό έργο, να το χειραγωγήσουν και να το ελέγξουν. Οι παρεμβάσεις αυτές γίνονται ακόμη πιο ευθείες όταν αφορούν συγκεκριμένη ανοιχτή δικαστική υπόθεση και δεν έχουν τη μορφή γενικής κατεύθυνσης ή εντοπισμού δομικών δυσλειτουργιών του θεσμού. Η προτροπή του πρωθυπουργού να ανατεθεί η ανάκριση σε εφέτη ανακριτή αποτελεί ξεκάθαρη υπόδειξη στους δικαστές του Εφετείου Λάρισας και είναι ανεπίτρεπτη καθώς επηρεάζει την κρίση τους. Στο άρθρο 30 του παλαιού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προβλεπόταν το δικαίωμα του υπουργού Δικαιοσύνης να μπορεί να ζητά από τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου τη διενέργεια ανάκρισης και τον προσδιορισμό της υπόθεσης. Η επιτροπή που επεξεργάστηκε και αναθεώρησε τον κώδικα το 2019 έκρινε ότι «η διατήρηση της διάταξης αυτής ήταν συνδεδεμένη με συμβολικές σκοπιμότητες επέμβασης της πολιτικής εξουσίας στο λειτουργικό έργο της εισαγγελίας και απηχούσαν ανάγκες διαχείρισης της εκάστοτε επικαιρότητας». Κι ενώ λοιπόν το δικαίωμα αυτό καταργήθηκε για τον υπουργό Δικαιοσύνης, έρχεται και πάλι η εκτελεστική εξουσία και μάλιστα στο ανώτατο πλέον επίπεδο να νουθετήσει όχι μόνο την εισαγγελία αλλά και το ίδιο το δικαστήριο, το οποίο οφείλει, σε ένα κράτος δικαίου που σέβεται τη διάκριση των λειτουργιών, να κρίνει ανεπηρέαστο.

Επιπλέον είναι άξιο απορίας σε τι αποσκοπεί η προτροπή να συνεχιστεί η ποινική διερεύνηση της υπόθεσης ανεξάρτητα από τη διοικητική. Χρειαζόταν ιδιαίτερη υπόμνηση για κάτι που αποτελεί αυτονόητη υποχρέωση και καθήκον της Δικαιοσύνης; Είναι επίσης αδιανόητο να επισημαίνει ο επικεφαλής της κυβέρνησης στον επικεφαλής της εισαγγελίας ότι ένα πόρισμα διοικητικής αρχής θα αποτελέσει μέρος ποινικής δικογραφίας. Η επιστολή αυτή του πρωθυπουργού θα μπορούσε να εκθέσει σοβαρά τη χώρα μας εάν ετίθετο υπόψη της Διεθνούς Ενωσης Δικαστών, η οποία είναι αρκετά ευαισθητοποιημένη σε τέτοιου είδους παρεμβάσεις.

Γιάννης Μαντζουράνης Δικηγόρος: «Ωμή παρέμβαση του πρωθυπουργού στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου»

Η περιβόητη επιστολή του Κυριάκου Μητσοτάκη προς τον Ισίδωρο Ντογιάκο είναι:

α) η πιο ωμή παρέμβαση πρωθυπουργού με δημόσιες γραπτές οδηγίες προς εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για το τι θα εξετάσει και πώς θα αξιολογήσει τα ευρήματά της η εισαγγελική και δικαστική αρχή,

β) η πιο αδιάψευστη απόδειξη του ασφυκτικού εναγκαλισμού της εισαγγελικής αρχής από την κυβέρνηση και το κόμμα της ΝΔ,

γ) η πιο τρανή επιβεβαίωση ότι αξεχώριστες από το ψέμα είναι οι πολλές υποσχέσεις και δικαιολογίες. Προφανώς ο επιστολογράφος πρωθυπουργός νομίζει ότι απευθύνεται σε χαχόλους. Πρόκειται για κλασική περίπτωση απροσχημάτιστου κυνισμού, που ορθά θεωρείται η υποκρισία με κατεβασμένο σώβρακο. Μάλιστα τα προαναφερθέντα ενισχύονται και από την απουσία οποιασδήποτε δημόσιας αντίδρασης των δικαστών και εισαγγελέων σε αυτή την απροκάλυπτη καθοδήγηση από την κυβέρνηση του Κυρ. Μητσοτάκη, μολονότι μέχρι σήμερα πολλές φορές διάφοροι φορείς της Δικαιοσύνης έχουν επιδείξει εξαιρετικά έντονη –αλλά πάντα επιλεκτική– ευαισθησία σε πολύ πιο ήπιες δηλώσεις πολιτικών παραγόντων. Οταν κάποιος προσπαθεί να εξηγήσει μια αδιανόητη ενέργεια, μια παράξενη στάση ή μια ανάρμοστη συμπεριφορά στην Ελλάδα, πάντα πρέπει να διαλέγει τη βλακεία έναντι της συνωμοσίας, την ανικανότητα έναντι της πονηριάς, την υποτακτικότητα έναντι της θεσμικής αξιοπρέπειας. Οτιδήποτε άλλο δίνει υπέρμετρη αξία σε όσους τη στερούνται.

Εξάλλου, όπως έλεγε και ο Γερμανός καγκελάριος Οτο Μπίσμαρκ, «όσοι αγαπούν τα λουκάνικα δεν πρέπει να παρακολουθούν την παρασκευή τους». Το ίδιο ισχύει και για όσους πιστεύουν ανεπιφύλακτα στην ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης. Είναι προτιμότερο να μη γνωρίζουν την προετοιμασία και τον σχηματισμό των δικαστικών αποφάσεων. Ο ορισμός εφέτη ανακριτή είναι μια επιλογή του ιστορικού νομοθέτη που επιβάλλεται για πολλούς λόγους κατά τη διερεύνηση ποινικών υποθέσεων εξαιρετικής σημασίας, όπως είναι η εθνική πολύνεκρη τραγωδία των Τεμπών. Ο ορισμός εφέτη ανακριτή μπορεί να οδηγήσει παντού: και στην καθυστέρηση και στην επιτάχυνση της διαδικασίας. Ολα εξαρτώνται από την ποιότητα της προσωπικότητας του εφέτη ανακριτή. Αλλωστε η ερμηνεία και εφαρμογή των νόμων, σε τελική ανάλυση, είναι πάντοτε ζήτημα προσώπων. Πάντως εδώ απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή. Η τυχόν προσπάθεια των ενόχων να καταστήσουν συνένοχη τη Δικαιοσύνη μπορεί να εκθέσει καίρια αμφότερους στα μάτια της οργισμένης ελληνικής κοινωνίας.

Γιώργος Μπέσκος Πρόεδρος Δικηγορικού Συλλόγου Αιγίου: «Κατάφωρη παραβίαση της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης»

Η επιστολή που έστειλε ο πρωθυπουργός στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για να του κάνει υποδείξεις πώς πρέπει να λειτουργήσει συνιστά κατάφωρη παραβίαση της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης. Οι δικαστές γνωρίζουν και τη σπουδαιότητα και πώς πρέπει να λειτουργούν σε αυτές τις καταστάσεις. Η αναφορά να μην αναμένουν το πόρισμα των πραγματογνωμόνων, από τους οποίους μάλιστα ο ένας παραιτήθηκε, είναι προσχηματική και αφορά τις καταγγελίες που έγιναν μετά το διάγγελμα που μίλησε για τον ορισμό της επιτροπής, ενώ σε αυτές τις περιπτώσεις το πρώτο μέλημα είναι να εξετάσουν οι ειδικοί εφέτες ανακριτές τις συνθήκες ποινικής διερεύνησης με το συγκεκριμένο τραγικό δυστύχημα ώστε να υπάρχουν οι άμεσες συνέπειες. Ενώ ο πρωθυπουργός είχε αναφέρει στην αρχή ότι βασική αιτία είναι το τραγικό λάθος του σταθμάρχη, ουσιαστικά με αυτή την επιστολή προσπαθεί να ανασκευάσει και να δικαιολογήσει την ατυχή αυτή δήλωσή του, αφού είναι προφανές ότι η έλλειψη τηλεδιοίκησης είναι το καταλυτικό γεγονός που οδήγησε στην τραγωδία.

Βαγγέλης Γεωργακόπουλος Δικηγόρος: «Ευθεία παραβίαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών»

Η επιστολή του πρωθυπουργού προς τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου συνιστά άνευ ετέρου ευθεία παραβίαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών και ταυτόχρονα έμμεση υπονόμευση του κύρους της Δικαιοσύνης. Ο πρωθυπουργός διά της εν λόγω επιστολής του όχι μόνον υποδεικνύει στην ηγεσία της δικαστικής εξουσίας τις ενέργειες, στις οποίες στην πραγματικότητα της επιβάλλει να προβεί σαν εντολοδόχος της νυν ηγεσίας της εκτελεστικής εξουσίας, αλλά πολύ περισσότερο υπαγορεύει, εμμέσως πλην όμως σαφώς, και το αποτέλεσμά τους, ανακοινώνοντας ότι το πόρισμα της επιτροπής εμπειρογνωμόνων θα αποτελέσει τμήμα της σχηματισθείσας ποινικής δικογραφίας. Η «συμμόρφωση» του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις «εντολές» της εκτελεστικής εξουσίας υπήρξε άμεση, αφού αμέσως έσπευσε να διατάξει έρευνα σε βάθος χρόνου, αφομοιώνοντας την κυβερνητική επιταγή για διαχωρισμό «όλων των ποινικών υποθέσεων που σχετίζονται», εστιάζοντας μάλιστα σε μία (μη ομοειδή, αφού αφορά εκτροχιασμό και όχι σύγκρουση τρένων) υπόθεση του 2017, παραβλέποντας τα ατυχήματα που συνέβησαν από το 2020 μέχρι και σήμερα. Είναι λοιπόν επόμενο να πληθαίνουν και να ενισχύονται οι φωνές που μιλάνε για «αναζήτηση συμψηφισμών» από και διά της ηγεσίας της δικαστικής εξουσίας. Αλλωστε και η προαναγγελία από τον πρωθυπουργό για διορισμό εφέτη ανακριτή δεν μπορεί να ενισχύσει την πειστικότητα των εισαγγελικών ενεργειών, αφού η δικαστηριακή πείρα έχει καταδείξει ότι ο ορισμός εφέτη ανακριτή συνήθως δεν οδηγεί σε ταχύτερη διερεύνηση των υποθέσεων.

Ιωάννης Απατσίδης Δικηγόρος: «Δυστυχώς η Δικαιοσύνη εργαλειοποιείται ακόμη και εν αγνοία της»

Επιστολή ενός παράφρονα ή ενός θύματος συμβούλων συνομιλητών trash τηλεπερσόνων με φρου φρου και αρώματα, αποστελλόμενη εν γνώσει τού μη κινδύνου παρεξηγήσεώς της. Λυπάμαι και ντρέπομαι ως πολίτης και ως νομικός.

Ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου έχει την αρμοδιότητα να ασκεί αιτήσεις αναίρεσης κατά απαλλακτικών αποφάσεων εάν κρίνει ότι δεν είναι ορθές. Στατιστικά όμως αυτό δεν συνηθίζεται και οι αιτήσεις απορρίπτονται μονολεκτικά χωρίς περαιτέρω αιτιολογία. Θα κατανοούσα λοιπόν μια τέτοια ενέργεια εάν κακώς απηλλάγη κάποιος κατηγορούμενος. Εάν ισχύει, όμως, αυτό που λέτε, απλώς μου προκαλεί καχυποψία, όπως και σε όλους νομίζω. Περιμένω τα πορίσματα της έρευνας και θέλω να πιστεύω ότι δεν θα έχουμε συμψηφισμούς. Πάντως έχω να παρατηρήσω το εξής. Οταν στο πρόσφατο παρελθόν επισκέφθηκαν κάποιοι το γραφείο του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ακούστηκε ότι τους παρέπεμψε στον εισαγγελέα πρωτοδικών. Γιατί εν προκειμένω δεν επέστρεψε ως απαράδεκτη την επιστολή-φιρμάνι του κ. πρωθυπουργού; Γιατί στο πρόσφατο παρελθόν επίσης δεν έπραξε το ίδιο με μηνυτήρια αναφορά του κ. Θεοδωρικάκου; Ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου οφείλει να κινείται αυτεπαγγέλτως, όπως και να πληροφορηθεί τυχόν αξιόποινες πράξεις κ.λπ. ακόμη και μέσω e-mail. Συνεπώς ας μην ακολουθούνται δύο μέτρα και δύο σταθμά. Προσωπικά έχω εμπιστοσύνη και στην πρωτοβάθμια Δικαιοσύνη. Για εμένα είναι κυρίως θέμα τακτ. Δεν είναι δυνατόν να εκφράζει την επιθυμία του ο εκάστοτε πρωθυπουργός και να υλοποιεί μετά η εκάστοτε ολομέλεια. Δυστυχώς η Δικαιοσύνη εργαλειοποιείται ακόμη και εν αγνοία της. Κάποια στιγμή πρέπει όμως η Δικαιοσύνη να κοίτα κατάματα τους πολίτες και να απαντά εάν και πόσο φταίει η ίδια για τα εγκλήματα που περνούν από βαγόνια τρένων και γκρεμοτσακίζουν κάθε ελπίδα κράτους δικαίου. Μην ξεχνάμε ότι η Δικαιοσύνη ενίοτε βάζει ισόβια στις καθαρίστριες και αθωώνει τα βρόμικα χέρια κάθε κατηγορούμενου του λευκού κολάρου τύπου Siemens.

Αγης Τάτσης Δικηγόρος: «Ο κ. Ντογιάκος οφείλει να απέχει από κάθε ανάμειξη στην υπόθεση»

Η αρχή της αμεροληψίας αυτού που απονέμει δίκαιο διατρέχει το σύνολο του νομικού μας συστήματος και αποτελεί θεμελιώδη αρχή του δικαίου και προϋπόθεση της έννοιας της «δίκαιης δίκης». Η αξίωση αυτή κατοχυρώνεται όχι μόνο συνταγματικά αλλά και από πλήθος διεθνών συμβάσεων αλλά και κανόνων του εσωτερικού μας δικαίου.

Αναφορικά δε με τους δικαστικούς λειτουργούς, στους οποίους περιλαμβάνονται και εισαγγελείς, ο νομοθέτης αξιώνει από τους τελευταίους οι ίδιοι να δημοσιοποιούν τους λόγους για τους οποίους κρίνουν (με βάση το περίγραμμα που έχει ορίσει ο νομοθέτης) ότι θα πρέπει να απέχουν από την εκδίκαση ή επεξεργασία μιας υπόθεσης. Μάλιστα, κατά το άρθρο 254 του Ποινικού Κώδικα, υπάλληλος για τον οποίο υπάρχει νόμιμος λόγος να εξαιρεθεί σε κάποια υπόθεση και που εν γνώσει του αποσιωπά το περιστατικό αυτό και ενεργεί σ’ αυτή την υπόθεση τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών αν η αποσιώπηση έγινε με σκοπό την αθέμιτη ωφέλεια του ίδιου ή άλλου ή τη βλάβη άλλου.

Περαιτέρω, νόμιμο λόγο για τον οποίο ο δικαστικός λειτουργός οφείλει να εξαιρεθεί σε κάποια υπόθεση αποτελεί και η συνδρομή σοβαρού λόγου ευπρεπείας. Ως τέτοιος μπορεί να θεωρηθεί και η –περισσότερο της απλής– γνωριμία του δικαστικού λειτουργού με τον διάδικο ή τον συνήγορό του (ΑΠ 549/2009). Στην περίπτωση όμως του νυν εισαγγελέα του Αρείου Πάγου οι σχέσεις με την παράταξη της ΝΔ είναι παραπάνω από εμφανείς. Ολοι θυμούνται άλλωστε τις περίφημες συνομιλίες Μπαλτάκου – Κασιδιάρη αλλά και τις «φίλαθλες» ιδιότητες που του απέδωσε ο τότε πρωθυπουργός Αντ. Σαμαράς.

Η κομματική προτίμηση βεβαίως θα μπορούσε να πει κανείς ότι δεν μπορεί να αποτελεί κώλυμα για έναν αδέκαστο δικαστικό λειτουργό αν δεν επηρεάζει τον τρόπο άσκησης των καθηκόντων του.

Οταν όμως συγγενικό σου πρόσωπο πρώτου βαθμού διατέλεσε νομικός σύμβουλος σε κάποιον από τους βασικούς εμπλεκόμενους στο δυστύχημα των Τεμπών, τότε οφείλεις να απέχεις από κάθε ανάμειξη στην υπόθεση. Οφείλεις να απέχεις όχι μόνο για τον εαυτό σου, αλλά πρωτίστως για να διαφυλάξεις το κύρος του θεσμού που υπηρετείς. Μπορείς πολύ απλά να αναθέσεις σε άλλον ανώτατο εισαγγελικό λειτουργό την εποπτεία της υπόθεσης.

Ιδίως μάλιστα όταν όλα αυτά συμβαίνουν λίγο καιρό ύστερα από μια ατυχή (τουλάχιστον) γνωμοδότησή σου για ένα άλλο μείζον ζήτημα που απασχολεί την ελληνική κοινωνία, αυτό των υποκλοπών.

Αν κάτι λοιπόν πρέπει να διαφυλαχθεί, είναι το κύρος της Δικαιοσύνης. Και όσοι εμπλέκονται στη διαδικασία απονομής του δικαίου οφείλουν να το διαφυλάττουν ως κόρη οφθαλμού. Γι’ αυτό λοιπόν οι λειτουργοί της δεν υπόκειται στους ίδιους κανόνες που υπόκεινται οι απλοί πολίτες. Στην περίπτωσή τους δεν υπάρχει διάκριση νόμιμου και ηθικού.

Κώστας Παπαδάκης Δικηγόρος: «Απροκάλυπτος αντιπερισπασμός με σκοπό τον μετριασμό των εντυπώσεων και τον συμψηφισμό των πολιτικών ευθυνών»

Αυτοί που κουνούσαν το δάκτυλο σε όσους διαμαρτύρονταν για τις αποφυλακίσεις Λιγνάδη, Φιλιππίδη, Χορταριά, Κορκονέα και την εξόντωση των Μιχαηλίδη και Κουφοντίνα δεν δίστασαν όπου διέκριναν ή προέβλεπαν δικαστικές κρίσεις αντίθετες με τις επιδιώξεις τους να παρεμβαίνουν: ο Αδωνης Γεωργιάδης ζητούσε μετά μανίας να πάει η Τουλουπάκη στη φυλακή, ο Κ. Μπακογιάννης ζητούσε εξηγήσεις από το συμβούλιο που έδωσε άδεια στον κρατούμενο από το 2002 Γιωτόπουλο, πριν από λίγες μέρες ο Κυρ. Μητσοτάκης έσπευσε να αποδώσει την τραγωδία των Τεμπών σε ανθρώπινο λάθος. Στη συνέχεια και μετά την κατακραυγή ανασκεύασε την αρχική δήλωση. Τώρα υπαγορεύει στον εισαγγελέα Αρείου Πάγου τον ορισμό εφέτη ανακριτή. Αλλη μια φορά αποδεικνύεται ότι οι εξουσίες δεν έχουν αρχές, έχουν μόνο συμφέροντα. Είναι απροκάλυπτος αντιπερισπασμός με σκοπό τον μετριασμό των εντυπώσεων και τον συμψηφισμό των πολιτικών ευθυνών. Η δημόσια εξαγγελία δεν αφήνει περιθώριο αντίθετης εκτίμησης. Ιδίως εφόσον πρόκειται για υπόθεση που έχει απασχολήσει τις δικαστικές αρχές και τυχόν πλημμελήματα που συνδέονται με αυτήν έχουν παραγραφεί.

Βασίλης Σωτηρόπουλος Δικηγόρος: «Ουδείς χειροκροτεί τη Δικαιοσύνη για την υπέρβαση της εύλογης διάρκειας των διαδικασιών»

Ουδείς χειροκροτεί τη Δικαιοσύνη για την υπέρβαση της εύλογης διάρκειας των διαδικασιών. Τυχαίνει να είμαι ένας δικηγόρος που κινεί τη διαδικασία για την αποζημίωση του διάδικου κάθε φορά που οι δικαστικές αποφάσεις εκδίδονται μετά την παρέλευση διετίας. Ο πρωθυπουργός όμως δεν είναι ο κάθε πολίτης που απλώς του επιτρέπεται να διαμαρτύρεται και να αποζημιώνεται. Αντί να απευθύνεται με επιστολές προς τη Δικαιοσύνη εκφράζοντας επιθυμίες και υποδείξεις, οφείλει να μεριμνήσει ως εκτελεστική εξουσία να προσφέρει στους δικαστικούς όλα τα μέσα που χρειάζονται για την ταχεία και ποιοτική διεξαγωγή της έρευνας. Μέσα και πόρους, όχι επιστολές! Τέτοια εξουσία δεν έχει ο απλός πολίτης που διαμαρτύρεται. Η Δικαιοσύνη είναι η πιο παραμελημένη από όλες τις κρατικές λειτουργίες της χώρας μας και το πρόβλημα αυτό δεν λύνεται με επιστολές και αιτήματα, αλλά με πολιτικές αποφάσεις και κυρίως με τον σεβασμό για την ανεξαρτησία της.

Ηλίας Ι. Κλάππας Πρόεδρος Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά: «Δεν συνάδει με τη διάκριση των εξουσιών και τη συνταγματικά προβλεπόμενη ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης»

Βασική αρχή του κράτους δικαίου είναι η προβλεπόμενη ρητά στο άρθρο 26 του συντάγματος διάκριση των εξουσιών. Η πολιτική ευαισθησία της εκτελεστικής εξουσίας δεν μπορεί να διατυπώνεται υπό τη μορφή οδηγιών στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ο οποίος ως προϊστάμενος της εισαγγελικής αρχής της χώρας είναι ένας από τους εγγυητές του κράτους δικαίου. Ανεξαρτήτως του περιεχομένου της, η επιστολή του πρωθυπουργού, ως επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας, η οποία αφορά τον χειρισμό από τον εισαγγελέα του ΑΠ εκκρεμούς στη Δικαιοσύνη υπόθεσης, δεν συνάδει με τη διάκριση των εξουσιών και τη συνταγματικά προβλεπόμενη ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης. Με βάση την αρχή ne bis in idem (ου δις επ’ αυτώ) κανείς δεν διώκεται δύο φορές για το ίδιο αδίκημα. Συνεπώς, η έρευνα δικογραφίας υπόθεσης που έχει κριθεί από τη Δικαιοσύνη αντιλαμβάνομαι ότι γίνεται για τη διερεύνηση των αιτίων και των υπευθύνων στην πρόκληση του πρόσφατου σιδηροδρομικού δυστυχήματος και ειδικότερα των προβλημάτων στις υποδομές που αιτιωδώς συνέβαλαν σε αυτό και τα οποία παρέμειναν ανεπίλυτα παρά τα επανειλημμένα δυστυχήματα. Το τραγικό σιδηροδρομικό δυστύχημα των Τεμπών δεν εξαντλείται στη διερεύνηση τυχόν ανθρώπινου σφάλματος που έφερε δύο τρένα με αντίθετη κατεύθυνση να κινούνται στην ίδια σιδηροτροχιά. Απαιτείται, επίσης, ποινική έρευνα για τα αίτια και τους υπευθύνους στους οποίους οφείλεται η έλλειψη συστήματος ασφαλείας που θα εντόπιζε εγκαίρως το πρόβλημα και θα βοηθούσε να διορθωθεί το ανθρώπινο σφάλμα ώστε να αποφευχθεί η ολέθρια σύγκρουση, δεδομένου ότι τα τρένα κινούνταν στην ίδια σιδηροτροχιά επί 17 ολόκληρα λεπτά.

Documento Newsletter