Έξι χρόνια πριν, στο φουαγιέ του «Αμφι-θεάτρου» της οδού Ανδριανού.
Ο Σπύρος Ευαγγελάτος περιστοιχίζεται από κοστούμια, μουσικά όργανα, σκηνικά αντικείμενα και τμήματα σκηνικών, στοίβες προγραμμάτων που σχηματίζουν μικρούς τοίχους γύρω του, εκατοντάδες αντικείμενα που στερεώνουν τις αναμνήσεις μιας ακούραστης δημιουργικής φύσης. Και που τώρα διατίθενται σε ένα bazaar. Στέκεται φορτισμένος και κάπως αμήχανος μπροστά στο “περιουσιολόγιο” μιας φωτισμένης θεατρικής περιόδου που πρέπει πια να αποχαιρετήσει μετά από 35 ακάματα χρόνια.
Σήμερα, το ίδιο φορτισμένη και αμήχανη μοιάζει να στέκει η θεατρική και ακαδημαϊκή κοινότητα, αφού ο Σπύρος Ευαγγελάτος ήταν ένα πολύτιμο και μεγάλο κεφάλαιο της περιουσίας του νεοελληνικού θεάτρου. Σκηνοθέτης, μεταφραστής, ερευνητής, διανοητής, δάσκαλος και ακαδημαϊκός με ζηλευτή πορεία στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, υπήρξε θεμελιωτής μιας ατόφιας νέας αισθητικής και μορφολογίας για τουλάχιστον δύο δεκαετίες, γενναίος εκπρόσωπος του μοντέρνου πατώντας ωστόσο στην παράδοση, επηρεάζοντας καταλυτικά τη θεατρική παραγωγή των επόμενων γενεών.
Γιος του σπουδαίου Κεφαλλονίτη μουσουργού και αρχιμουσικού Αντίοχου Ευαγγελάτου και της αρπίστριας Ξένης Μπουξεράκη, δεν απέδρασε από το καλλιτεχνικό περιβάλλον της οικογένειας. Και παρότι στην εφηβεία του ήθελε να γίνει μαέστρος, αφέθηκε στη γοητεία του θεάτρου αποφοιτώντας από τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και τη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Αποσπώντας υποτροφίες συμπληρώνει τις σπουδές του στην Αυστρία, τη Γερμανία, την Αγγλία, την Ιταλία και τη Γαλλία. Την ίδια περίοδο (1962) ιδρύει τη «Νεοελληνική σκηνή» κι από τότε χαράζει την προσωπική του πορεία στο θέατρο. Μύστης του αρχαίου δράματος, είναι ο σκηνοθέτης που κατέχει το ρεκόρ των περισσότερων σκηνοθεσιών στο Φεστιβάλ της Επιδαύρου – πολλές από τις οποίες ανέβασε σε συνεργασία με το Εθνικό θέατρο. Σκαπανέας της κρητικής και επτανησιακής γραμματείας έφερε στο φως της σκηνής πολλά άγνωστα «διαμαντάκια». Με ένα από αυτά, το «Φορτουνάτο» του Μάρκου Αντώνιο Φώσκολου θα υπέγραφε την παρθενική του σκηνοθεσία μα και την στερνή: Τον «Αμύντα» του Γεώργιου Μόρμορη που ανέβασε πέρυσι καταχειροκροτούμενος στη σκηνή του Ηρωδείου.
«Η επιστήμη και η τέχνη είναι σαν δυο συγκοινωνούντα δοχεία» έλεγε εξηγώντας τις παράλληλες ιδιότητες του. «Είναι πολύ ωραίο να ανακαλύπτεις για παράδειγμα τα βιογραφικά στοιχεία του Χορτάτση και μετά να ανεβάζεις τα έργα του στη σκηνή. Από τα φοιτητικά μου χρόνια υπηρέτησα και τις δυο αυτές κατευθύνσεις».
Από το 1975 η σκηνοθετική του πορεία θα ταυτιζόταν οριστικά με την ίδρυση του «Αμφιθεάτρου» που λειτούργησε αδιάλειπτα μέχρι το 2011, οπότε και αναγκάστηκε σε αναστολή της λειτουργίας του λόγω οικονομικών προβλημάτων – συνεπικουρούμενη φυσικά από την αδιαφορία του Υπουργείου Πολιτισμού. Εκεί μαζί με την πολυαγαπημένη του σύζυγο Λήδα Τασοπούλου ανέβασαν αρχαίο δράμα, διεθνές κλασικό και νεώτερο δραματολόγιο, ταξιδεύοντας με τις παραστάσεις τους σε όλο τον κόσμο για να λάβουν μέρος σε περισσότερα από 30 θεατρικά φεστιβάλ.
Κι αν το βιογραφικό του ως σκηνοθέτη τον κατατάσσει στον πλέον παραγωγικό των 220 παραστάσεων, η πανεπιστημιακή και ακαδημαϊκή διαδρομή του – στην οποία παρεμβάλλονται και σημαντικές διοικητικές θέσεις στο χώρο του Πολιτισμού – είναι τόσο πληθωρική, που ίσως δεν υπάρχει όμοια της ανάμεσα εκπροσώπους της δικής του θεατρικής γενιάς. Αναπληρωτής Καθηγητής στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1989) και Καθηγητής δύο χρόνια αργότερα. Διευθυντής του ΚΘΒΕ (1977-1980) και της Εθνικής Λυρικής Σκηνής (1984-1987), πρόεδρος του Ελληνικού Κέντρου του Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου (1992-1996), πρώτος πρόεδρος του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών (1997-1999, 2001-2003) και πρόεδρος της ΕΛΣ (1999-2006). Τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών από το 2005, αντιπρόεδρος της το 2012 και πρόεδρος ένα χρόνο αργότερα.
Στο μεταξύ, με το Σπύρο Ευαγγελάτο συνέδεσαν την πορεία τους μέσα από τη διδακτική του παρουσία, δεκάδες ηθοποιοί, σκηνοθέτες, θεατρολόγοι συνεχίζοντας, με έναν τρόπο συγκινητικό, την κληρονομιά του.
Όσο κι αν η καλλιτεχνική διαδρομή του ήταν απαράμιλλα γενναιόδωρη, τόσο η προσωπική του ζωή έμελλε να τραυματιστεί ανεπανόρθωτα από δύο μεγάλες, απανωτές απώλειες. Η Λήδα Τασοπούλου θα απεβίωνε νικημένη από τον καρκίνο στα 52 της χρόνια και μόλις πέντε χρόνια μετά, το 2010 η οικογένεια θα βυθιζόταν και πάλι στο πένθος με τον αναπάντεχο θάνατο του γιου Αντίοχου σε ηλικία 24 ετών.
Παρά την επιβαρυμένη υγεία του, τον τελευταίο χρόνο, ο ίδιος δούλευε μέχρι τέλους. «Η δική μου προσπάθεια επικεντρώνεται στο να μη μιμηθώ τον εαυτό μου» έλεγε.