Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία που δημοσίευσε η Eurostat, περίπου το 20% των απασχολουμένων στην Ελλάδα βρέθηκε να εργάζεται στον λεγόμενο κλάδο της διαμονής και της εστίασης. Το ποσοστό αυτό αποτελεί με μεγάλη διαφορά το υψηλότερο ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ, με τον ευρωενωσιακό μέσο να αγγίζει μόλις το 6,3%.
Την ίδια στιγμή ο βιομηχανικός τομέας, πάνω στον οποίο στηρίχτηκε σχεδόν εξ ολοκλήρου η καπιταλιστική ανάπτυξη της Ελλάδας κατά τη μεταπολεμική περίοδο, υποβαθμίζεται και απαξιώνεται ολοένα περισσότερο. Τα παρακάτω στοιχεία είναι ενδεικτικά: το 1992, έτος έναρξης των σύγχρονων καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων στην Ευρώπη με την υπογραφή της Συνθήκης του Μάαστριχτ, το 25% των απασχολουμένων στην Ελλάδα συγκεντρωνόταν στον βιομηχανικό κλάδο. Τρεις δεκαετίες μετά, το έτος 2022, το αντίστοιχο ποσοστό έφτανε το 16%, γνωρίζοντας ποσοστιαία μείωση της τάξης του 36%, ενώ ποσοστιαία συρρίκνωση κατά 45% κατέγραφε και το ποσοστό της απασχόλησης στην αγροτική παραγωγή.
Παρόμοιες τάσεις προκύπτουν και όταν εξετάζουμε το σύνολο των οικονομιών των PIIGS (Πορτογαλία, Ιταλία, Ιρλανδία, Ελλάδα και Ισπανία) κατά την περίοδο 2000-21. Πιο συγκεκριμένα, η απασχόληση στον βιομηχανικό τομέα εμφάνισε ποσοστιαία πτώση 33%, ενώ ποσοστιαία πτώση 41% σημείωσε η απασχόληση στον αγροτικό τομέα. Η διαχρονική υποβάθμιση της βιομηχανίας και της αγροτικής παραγωγής, των πάλαι ποτέ ανθηρών κλάδων των ευρωπαϊκών οικονομιών, είναι αισθητή ακόμη και με όρους εξέτασης της συνεισφοράς των κλάδων στο ΑΕΠ των οικονομιών.
Τι σηματοδοτεί όμως αυτή η εξέλιξη για τους μελλοντικούς ρυθμούς ανάπτυξης των οικονομιών; Πώς επηρεάζει τις οικονομικές ανισότητες; Ποια είναι η σχέση της με την ακραία φτώχεια; Η οικονομετρική ανάλυση δεδομένων πάνελ για τους PIIGS κατά το πρώτο τέταρτο του 21ου αιώνα μάς επιτρέπει να ρίξουμε φως σε κάποιες άγνωστες μέχρι σήμερα πτυχές της σύγχρονης καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Ευρώπη. Σύμφωνα με τα αποτελέσματά μας, ενδεχόμενη αύξηση της συνεισφοράς του βιομηχανικού κλάδου στο ΑΕΠ κατά 1% θα συντελούσε μακροχρόνια στη μεγέθυνση των ρυθμών ανάπτυξης των PIIGS κατά περίπου 0,61%. Αυτό σημαίνει ότι μια επιστροφή στα επίπεδα συνεισφοράς της βιομηχανίας στο ΑΕΠ στα αντίστοιχα των αρχών του 2000 θα ήταν αρκετή για να επιταχύνει τους ρυθμούς ανάπτυξης των PIIGS κατά περίπου 1,5%.
Αντίθετα, μια ενδεχόμενη αύξηση της συνεισφοράς του κλάδου των υπηρεσιών στο ΑΕΠ κατά 1% θα οδηγούσε στη μακροχρόνια συρρίκνωση των ρυθμών ανάπτυξης των PIIGS κατά περίπου 0,74%. Στο σημείο αυτό έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι ενδεχόμενη αύξηση της συνεισφοράς του κλάδου των υπηρεσιών στο ΑΕΠ βρέθηκε πως θα οδηγούσε μακροπρόθεσμα στη διόγκωση τόσο των οικονομικών ανισοτήτων όσο και της ακραίας φτώχειας για τις οικονομίες των PIIGS.
Με πιο απλά λόγια, η διαχρονική υποβάθμιση της βιομηχανίας, συνοδευόμενη από την ξέφρενη επέκταση του κλάδου των υπηρεσιών, πολιτική που πηγάζει από τη στρατηγική της ΕΕ, φαίνεται να διαμορφώνει ένα άκρως εκρηκτικό μείγμα για τις οικονομίες των PIIGS με κύρια χαρακτηριστικά την καθίζηση των ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης, τη διεύρυνση των οικονομικών ανισοτήτων και την ένταση της ακραίας φτώχειας.