∆έκατη ένατη µεταξύ των 26 χωρών της ΕΕ, πολύ κάτω από τον ευρωπαϊκό µέσο όρο και λίγο πάνω από τον παγκόσµιο, βρίσκεται η Ελλάδα σε ποσοστά εµβολιασµένων, γεγονός που η κυβέρνηση προσπαθεί να αντιµετωπίσει διχάζοντας τους πολίτες και θεσπίζοντας µέτρα τα οποία προκαλούν οργή και ερωτήµατα. Εκείνο στο οποίο οι γνωρίζοντες καταλήγουν είναι ότι η επικοινωνιακή πολιτική της κυβέρνησης για την ανάγκη εµβολιασµού του πληθυσµού ήταν σχεδόν εξαρχής προβληµατική.
Το ελληνικό κράτος διέθεσε περί τα 18,5 εκατ. ευρώ για τη σχετική καµπάνια, όµως εκ του αποτελέσµατος απέτυχε να πείσει τους πολίτες. Το πρόβληµα είναι ότι ακόµη και τώρα που η κατάσταση βρίσκεται σε οριακό σηµείο, µε τη µετάλλαξη ∆έλτα να σαρώνει και τα νοσοκοµεία και τις ΜΕΘ να γεµίζουν ξανά, κατά κύριο λόγο µε ανεµβολίαστους, η επικοινωνιακή θέση της κυβέρνησης παραµένει σε λάθος κατεύθυνση.
«Το κράτος ο µέγας αντιεµβολιαστής»
Ο γραµµατέας της ΟΕΝΓΕ και νευροχειρουργός-διευθυντής ΕΣΥ στο Γενικό Κρατικό Νοσοκοµείο Νίκαιας Πάνος Παπανικολάου είναι από εκείνους που µε τον δηµόσιο λόγο τους έχουν δώσει αγώνα να πείσουν τους πολίτες να εµβολιαστούν. Μιλώντας στο Documento επισηµαίνει ότι η επικοινωνιακή θέση της κυβέρνησης ότι τάχα στόχος του εµβολιασµού είναι να επιτευχθεί ανοσία παραµένει σε τελείως λάθος κατεύθυνση. Σύµφωνα µε τον κ. Παπανικολάου, η κυβέρνηση είναι εκείνη που τελικά δίνει επιχειρήµατα στους αντιεµβολιαστές.
Ο γενικός γραµµατέας της ΟΕΝΓΕ επιµένει ότι «εκείνο που συνέχεια θα έπρεπε να λένε στον κόσµο είναι πως το εµβόλιο µειώνει το ενδεχόµενο βαριάς νόσησης κατά τουλάχιστον 13 φορές». «Εκείνο όµως που θέλουν να περάσουν», προσθέτει, είναι το αφήγηµα ότι µε τον πληθυσµό εµβολιασµένο δεν θα χρειάζεται πια ιχνηλάτηση ή ακόµη και νοσοκοµεία. «Ο µέγας αντιεµβολιαστής είναι το ίδιο το κράτος που δεν έχει πείσει τον πληθυσµό. Το ίδιο και η επιτροπή εµβολιασµών η οποία έχει δηµιουργήσει επιφυλάξεις. Το µήνυµα που δόθηκε εξαρχής ήταν κάντε το εµβόλιο για να κάνετε ανέµελο τουρισµό, ενώ έπρεπε να εξηγηθεί εξαρχής στον κόσµο ότι γίνεται για να µη νοσήσει κανείς βαριά και να µην πεθάνει».
«Στη µεγάλη µάζα δεν απευθύνθηκε κανένας»
Την απουσία σωστής ενηµέρωσης προς τον κόσµο επισηµαίνει και ο Γιάννης Καλοµενίδης, πνευµονολόγος στον Ευαγγελισµό. «Αντιλαµβάνοµαι», λέει, «τη λογική της κυβέρνησης που δεν γνωρίζει τίποτε άλλο πέρα από τον βούρδουλα και σκέφτεται να φοβερίσει µε απόλυση ή µε αργία προκειµένου να υπάρξει συναίνεση στον εµβολιασµό, αλλά αυτό δεν σηµαίνει ότι θα τα καταφέρει».
«Η πλειονότητα του ανεµβολίαστου προσωπικού των νοσοκοµείων και των δοµών υγείας», συνεχίζει, «είναι άνθρωποι οι οποίοι δυνητικά µπορούν να πειστούν. Τους κρατούν µακριά από τον εµβολιασµό ο φόβος και η αµφιβολία. Οσοι συνάδελφοι όµως δεν ήθελαν τον Φεβρουάριο να εµβολιαστούν, τους µιλήσαµε και οι περισσότεροι πείστηκαν. Αυτό έγινε γιατί ήµασταν εκεί και τους µιλούσαµε. Στη µεγάλη µάζα δεν έχει απευθυνθεί κανένας. Το κράτος αντιµετωπίζει το φοβισµένο άτοµο µε τον ίδιο τρόπο που αντιµετωπίζει τον ιδεολόγο αντιεµβολιαστή. ∆εν έχει γίνει καµία επικοινωνιακή διαχείριση».
Ο Γ. Καλοµενίδης ασκεί παράλληλα δριµεία κριτική σε «τηλεοπτικούς» συναδέλφους του, «που έχουν επιλέξει να βγαίνουν στις οθόνες και να απολογούνται εκ µέρους της κυβέρνησης για ό,τι µέτρο λαµβανόταν και να αλλάζουν απόψεις κάθε βδοµάδα ανάλογα µε τις πολιτικές αποφάσεις», καθώς, όπως σηµειώνει, «όλοι αυτοί που βγαίνουν και µιλούν στους ανθρώπους που δεν έχουν εµβολιαστεί µε τόνο γυµνασιάρχη της δεκαετίας του ’50 δεν βοηθούν. Καλύτερα κάποιος να τους πει να σταµατήσουν. Ολη η διαχείριση προδίδει ένα κράτος και ένα επιστηµονικό προσωπικό αµήχανα µπροστά το καθήκον να πείσουν».
Προτάσεις για ουσιαστικότερη ενηµέρωση
Προβλήµατα στην επικοινωνία αναγνωρίζει και η Αθηνά Λινού. Ως καθηγήτρια Επιδηµιολογίας προτείνει, βασιζόµενη σε παραδείγµατα και µελέτες άλλων χωρών, να ληφθούν συγκεκριµένα µέτρα για την ενηµέρωση του κοινού. Ποια είναι αυτά; «Πρωτίστως», µας λέει, «πρέπει να γίνει εστιασµένη συζήτηση µε εκείνους οι οποίοι αρνούνται να εµβολιαστούν. Να γίνουν δηλαδή συζητήσεις µε νέους ή µε νεαρές γυναίκες που αρνούνται να εµβολιαστούν. Ετσι θα εντοπίσουµε ποια είναι τα θέµατα που τους απασχολούν και οι λόγοι για τους οποίους δεν εµβολιάζονται. Μετά θα έπρεπε να αναζητήσουµε τα µηνύµατα εκείνα που απαντούν στους λόγους αυτούς και τα µηνύµατα αυτά να τα δοκιµάσουµε για να δούµε την αποτελεσµατικότητα ώστε να τα γενικεύσουµε. Αλλά θα πρέπει να ρωτάµε τους ίδιους ποιος πιθανόν θα τους έπειθε. Αυτήν τη στιγµή η επικοινωνιακή πολιτική για τον εµβολιασµό και τα µέσα προστασίας γίνεται χωρίς να έχουν προηγηθεί µελέτες για το αν θα αποδώσει. ∆εν έχει ασχοληθεί κανένας να το κάνει».
Η Αθηνά Λινού επισηµαίνει και την ανάγκη αλλαγής του µηνύµατος που δίδεται στον κόσµο. Αναφέρει χαρακτηριστικά: «Ως προς την προστασία που παρέχει το εµβόλιο µάθαµε κατόπιν εορτής ότι κάποιος µπορεί να νοσεί. ∆εν είναι κάτι που γνωρίζαµε από την αρχή. Οταν επαγγελλόταν η κυβέρνηση ότι αυτός που θα κάνει το εµβόλιο δεν θα νοσήσει, αυτό πιστεύαµε, διότι οι µελέτες τότε έδειχναν υψηλή ανοσία. Αυτό αποδείχτηκε –ίσως και λόγω των µεταλλάξεων– προβληµατικό.
Το µήνυµα λοιπόν έπρεπε να έχει αλλάξει ταχύτατα και να ενηµερωθεί ο κόσµος ότι δεν θα νοσήσει σοβαρά. Το µεγάλο λάθος είναι ότι δεν βγήκε αµέσως η πολιτεία να ενηµερώσει ότι η επιστήµη έχει καινούργια δεδοµένα και µε βάση αυτά τα καινούργια δεδοµένα ο εµβολιασµένος και µεταδίδει και κολλάει µε µικρότερη πιθανότητα, αλλά περνάει εύκολα τη νόσο. Αυτή είναι η σηµερινή αλήθεια. Αυτό όµως έπρεπε να επικοινωνηθεί αµέσως, για να φαίνεται ότι και οι επιστήµονες και η πολιτεία είναι ειλικρινείς έναντι του πληθυσµού. Επρεπε να γίνει κατανοητό εξαρχής ότι τα επιστηµονικά δεδοµένα αλλάζουν».