Απόσπασμα από το νέο βιβλίο της Σόνιας Σαουλίδου – «Ο φάρος του Κένεμπεκ»

Το νέο μυθιστόρημα της Σόνιας Σαουλίδου «Ο φάρος του Κένεμπεκ» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Bell.

Ένα καθηλωτικό μεταφυσικό θρίλερ που εξερευνά τα όρια ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία, την αλήθεια και τις διαφορετικές εκδοχές της, το συνειδητό και το υποσυνείδητο, τη ζωή και το θάνατο…

Ο «Φάρος του Κένεμπεκ» δεν είναι ένα συνηθισμένο θρίλερ. Πρόκειται για ένα συγκλονιστικό μυθιστόρημα για τον έρωτα, την απώλεια, την προδοσία, το πεπρωμένο, το σωστό και το λάθος. Κάθε ανατροπή του, σε οδηγεί πιο βαθιά σ’ έναν σκοτεινό λαβύρινθο, χωρίς κανένα δρόμο διαφυγής. Και το τέλος; Το τέλος του δεν πρέπει να το πεις πουθενά.

Δε θα βρει εύκολα κανείς μια πανέμορφη, κατοικημένη περιοχή στην μέση ενός ποταμού! Όμως αυτή ακριβώς είναι η περίπτωση του Πέρκινς – που είναι γνωστό και ως το Νησί του Κύκνου. Ονειρικό τοπίο, ηρεμία, μαγευτική φύση και ΜΟΝΟΝ τριάντα κατοικίες, ΟΛΕΣ του 19 ου αι. σαν να ζείτε στον ιδιωτικό σας παράδεισο!

Το Πέρκινς αποτελεί ένα ταξίδι στο χρόνο! Το ακίνητο βρίσκεται στη νοτιοδυτική πλευρά του νησιού, στον Πέμπτο Δρόμο. Είναι συνολικού εμβαδού 2,846 τ.π. με 5 υπνοδωμάτια από τα οποία το ένα βρίσκεται στο ισόγειο, 2 μεγάλα μπάνια (ένα σε κάθε επίπεδο), ευρύχωρο σαλόνι με τραπεζαρία, ξεχωριστή κουζίνα, αποθήκη και πλυσταριό. Η πρόσοψη βλέπει στο δάσος ενώ η πίσω πλευρά καθώς και οι δύο πλαϊνές έχουν θέα προς τον ποταμό. Το σπίτι είναι μερικώς επιπλωμένο με αντίκες εποχής από το έτος 1899 -όταν χτίστηκε και πρωτοκατοικήθηκε.

Έχει συνολικά έξι τζάκια, ένα σε κάθε δωμάτιο κι ένα μεγάλο πέτρινο στο σαλόνι. Είναι πρόσφατα ανακαινισμένο σε ηλεκτρολογικές, υδραυλικές εγκαταστάσεις, κουφώματα, πατώματα, κουζίνα και μπάνια. Πρόκειται για μία εξαιρετική ευκαιρία μόνιμης στέγης αλλά και για ένα επενδυτικό ακίνητο με σπουδαίες προοπτικές.

Ακολουθεί το απόσπασμα

 Έχουμε ήδη διανύσει τη μισή απόσταση, όταν ο καιρός αρχίζει ν’ αλλάζει. Η πρόγνωση στις τηλεφωνικές μας εφαρμογές έδινε χαμηλές θερμοκρασίες με σχετική λιακάδα για την Κυριακή και απότομη επιδείνωση του καιρού από το μεσημέρι της Δευτέρας. «Ο καιρός είναι σαν τη γυναίκα! Ούτε οι επιστήμονες δεν μπορούν να είναι σίγουροι για τις απότομες εναλλαγές και τις μπόρες», συνήθιζε να χαριτολογεί ο Άαρον κάποιες καλύτερες εποχές της ζωής μας, τότε που ήμασταν σχεδόν ευτυχισμένοι. Για σήμερα προτιμάει μια απλή διαπίστωση: «Απρόβλεπτος καιρός…»

Παρατηρώ την ορμή με την οποία, κάτω από ένα αποπνικτικό γκρίζο σύννεφο, στρατιές του ουρανού μάς γαζώνουν ανελέητα με παγωμένες μπάλες από χαλάζι. Οι υαλοκαθαριστήρες, στην τελευταία σκάλα, πηγαινοέρχονται σαν να τους χτύπησε κρίση υστερίας, χωρίς όμως να βελτιώνουν αισθητά την ορατότητα. Ο Άαρον έχει αγχωθεί. Το βλέπω στο πρόσωπό του, στον τρόπο που κρατάει το τιμόνι, στην απόλυτη προσήλωσή του στο δρόμο. Λογικό να έχει αγωνία για την ασφάλειά μας. Έχουμε… ακόμα… ένα παιδί που χρειάζεται τους γονείς του για να μεγαλώσει νιώθοντας προστατευμένο. Κάποτε είχαμε δύο.

«Δεν έπρεπε να σ’ ακούσω. Έπρεπε να το ακυρώσω», μουρμουρίζει, χωρίς όμως επικριτικό τόνο ή ένταση στο ύφος του. Προτιμάει κάτι σαν μια ήρεμη διαπίστωση.

Επιλέγω να μην του απαντήσω. Δεν είναι και τόσο δίκαιο να επιρρίπτει σ’ εμένα όλη την ευθύνη της απόφασης να συνεχίσουμε την πορεία μας μ’ αυτό τον άθλιο καιρό, γιατί και τις δύο φορές που κατά τη διάρκεια της διαδρομής μου ζήτησε να καλέσω τη μεσίτρια, αυτή την Τζέσικα Τζέιμς, για να μεταθέ σουμε το ραντεβού, ήταν πλέον ανώφελο να γυρίσουμε πίσω. Βρισκόμαστε εν μέσω μιας μεγάλης κακοκαιρίας που πιάνει από την αφετηρία μας, δηλαδή το σπίτι μας στο Πόρτλαντ, μέχρι τον προορισμό μας, που δεν είναι άλλος από τον ποταμό Κένεμπεκ. Είκοσι λεπτά διαδρομής μάς έχουν απομείνει ακόμα από τη μία ώρα που διαρκεί το ταξίδι υπό αυτές τις συνθήκες. Τι ψυχή έχουν είκοσι λεπτά; Είναι τόσο ασήμαντα, που ακόμα και η μικρή στιγμή που στοιβάζεται μαζί με χιλιάδες άλλες πανομοιότυπες στο καλούπι αυτού του συγκεκριμένου χρόνου μπορεί να έχει μεγαλύτερη σημασία από το σύνολο. Η μικρή, απειροελάχιστη στιγμή που μπορεί να αλλάξει τα πάντα. Μια αμελητέα ποσότητα χρόνου, που μπορεί ωστόσο ν’ ανατρέψει ολόκληρη αιωνιότητα και τις ζωές των ανθρώπων μέσα σ’ αυτήν.

«Σκέφτηκες πως, για να δούμε το σπίτι, πρέπει να μπούμε σε βάρκα; Αν, δηλαδή, δε σκοτωθούμε μ’ αυτόν το βρομόκαιρο στο δρόμο, θα θαλασσοπνιγούμε λίγο αργότερα!»

«Απ’ όσο γνωρίζω, το νησί δεν είναι σε θάλασσα, αλλά σε ποτάμι».

Την ίδια ακριβώς επισήμανση θα έκανα και τον καλό καιρό, πριν από τα δηλητηριώδη γυρίσματα της μοίρας εναντίον μας, τότε που ήμασταν σχεδόν ευτυχισμένοι και πολύ ικανοποιητικά εναρμονισμένοι. Μου αρέσει τα πράγματα να εκτιμώνται όπως ακριβώς έχουν κι όχι στο περίπου. Όχι γκρι για τα πάντα, που απλώνει ασάφειες και αοριστίες. Υπάρχει το μαύρο, υπάρχει και το λευκό.

Ωστόσο σήμερα δεν τον διορθώνω χαριτωμένα, όπως θα έκανα τότε, πριν από την τραγωδία μας και πριν από την Έμμα… Σήμερα στη φωνή μου αφήνω να φανούν κάποια ψήγματα ειρωνείας, όπως ακριβώς αρμόζει στην περίσταση.

Κουνάει το κεφάλι του απογοητευμένος με την προκλητική μου διάθεση κι επιλέγει να μη δώσει συνέχεια. Από κείνο το βράδυ πριν από περίπου τρεις μήνες, το βράδυ της δεκάτης Ιουνίου, που καταστράφηκε η ζωή μας, ή μάλλον από κείνο το λεπτό που ανέτρεψε τα πάντα στη ζωή μας, ο Άαρον είναι ιδιαίτερα υποχωρητικός μαζί μου.

Η Τζέσικα Τζέιμς μας περιμένει μέσα στο λευκό της Chevrolet Equinox μπροστά από το κτίριο της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας του Νόριτζγουοκ. Ο Άαρον της κάνει σινιάλο με τα φώτα, εκείνη μας χαιρετάει κουνώντας το χέρι της και βγάζει φλας να την ακολουθήσουμε. Μόλις περνάει μπροστά μας, ακούγεται το κινητό του Άαρον. Τον καλεί για έναν τυπικό χαιρετισμό. Την πρώτη επικοινωνία για το ραντεβού την έχει κάνει εκείνος. Εγώ βρήκα το σπίτι κι εκείνος έκανε τα υπόλοιπα.

Ξέρουμε καλά και οι δύο πως το σπίτι αυτό θα το πάρουμε όπως και να ’χει. Θα παζαρέψει την τιμή ο Άαρον, θα κάνει τον δύσκολο, θα εκφράσει τη δυσαρέσκειά του με κάτι που θα σκαρφιστεί μόνο και μόνο για το παζάρι, για τη νίκη της διαπραγμάτευσης, για να έχει μετά να καυχηθεί. Για μένα το τελικό ποσό δε θα έχει καμία σημασία. Τα χρήματα που κληρονόμησα πριν από δύο χρόνια από τον αδερφό της μητέρας μου φτάνουν για άλλες τέσσερις αγορές σαν κι αυτή. Το σπίτι θα το πάρουμε είτε ο Άαρον ρίξει την τιμή είτε όχι. Το θέλουμε και οι δύο, ο καθένας για τους δικούς του λόγους. Εγώ γιατί θέλω απεγνωσμένα μια γωνιά απομονωμένη από τον υπόλοιπο κόσμο, και το μοναχικό αυτό ακίνητο βρίσκεται σε ένα νησί με μόλις άλλα είκοσι εννέα συνολικά. Αυτό ακούγεται σαν όνειρο. Σχεδόν ανύπαρκτος μόνιμος πληθυσμός, ενώ τους επισκέπτες και φυσιολάτρες τούς κρατάει μακριά ο βαρύς χειμώνας και το κρύο από τον Οκτώβριο έως τον Μάιο.

Ξέρω πως ο Άαρον έχει επίσης βρει τη δική του διέξοδο σ’ αυτή τη λύση μετοίκισης στο νησί. Νιώθει ίσως πως η απόσταση θα βοηθήσει να τηρηθούν οι αποστάσεις από την πρώην ερωμένη του, για την οποία δεν του έχω πει ποτέ ότι γνωρίζω. Ίσως το ποτάμι να λειτουργεί ως συμβολισμός μιας διαχωριστικής γραμ μής από το παρελθόν και, μαζί με την απόσταση, να αποθαρρύνει την Έμμα από το να συνεχίσει τις προσπάθειες επανασύνδεσης μαζί του. Ξέρω πότε τη χώρισε. Ξέρω ότι εκείνη πληγώθηκε. Ξέρω πως αυτή τους η σχέση ευθύνεται για όλα. Δεν τη μισώ γι’ αυτό, έκανε το κομμάτι της. Άλλωστε, σ’ ένα παράλληλο σύμπαν θα μπορούσαμε να είμαστε φίλες. Αν με ήξερε… Αν γνώριζε ποια πραγματικά είμαι…

Εκείνος όμως με ξέρει. Με αγάπησε, με παντρεύτηκε. Και παρ’ όλα αυτά με πρόδωσε.

Όταν φτάνουμε στην όχθη του ποταμού, μας περιμένει κάποιος και μας πηγαίνει σε μια μηχανοκίνητη βάρκα που θα είναι θαύμα αν δε διαλυθεί στα μισά του ποταμιού. Ο καιρός έχει ηρεμήσει αρκετά και ο άνεμος δεν είναι πλέον και τόσο δυνατός, όμως βρέχει πολύ κι εγώ είμαι αναγκασμένη να καταφεύγω στην αγκαλιά του Άαρον κάτω από μια διάφανη παλιά μου ομπρέλα. Πίσω από ένα πέπλο βρόχινης θολούρας, δείχνουμε σαν μια ογκώδης σχηματική παράσταση της αγάπης, και πρέπει να δίνουμε την εντύπωση ενός ευτυχισμένου ζευγαριού που ψάχνει μες στα όνειρά του να βρει τη νέα οικογενειακή του φωλίτσα. Όλα αυτά, βέβαια, μέχρι να πλησιάσει κανείς το ενωμένο σχήμα μας, να κοιτάξει καλά τα πρόσωπά μας, να διακρίνει τα συναισθήματα που κρύβονται πίσω από τους καθρέφτες των ματιών μας.

Ο Άαρον κι εγώ μοιάζουμε. Γεννημένοι και οι δύο πριν από ακριβώς σαράντα χρόνια, τον ίδιο μήνα, εγώ στα μισά του Οκτωβρίου κι εκείνος δύο μέρες αργότερα. Πολλοί μας περνάνε για αδέρφια. Λευκές, διάφανες επιδερμίδες, λεπτά χαρακτηριστικά, μόνο που εκείνος έχει σκουρόχρωμα μαλλιά ενώ εγώ ξανθά. Η δεύτερη διαφορά μας είναι η σωματική. Εκείνος ψηλός και γεροδεμένος, ενώ εγώ μετρίου αναστήματος και λεπτή. Μικροκαμωμένη. Μέγεθος ρούχων: πετίτ.

Η Τζέσικα μιλάει δυνατά, για να μπορούμε να την ακούμε, και καταφέρνει να διατηρεί το χαμόγελό της παρά την αντιξοότητα των συνθηκών. Κάτω από την ομπρέλα της, μας εξηγεί πως στα μονοπάτια του νησιού μπορεί κανείς να συναντήσει ελάφια, ταράνδους, κογιότ και σκαντζόχοιρους. Στον ουρανό πετούν φαλακροί αετοί, γεράκια και μικροί χαριτωμένοι κηποτσιροβάκοι, που σκορπίζουν τα όμορφα κελαηδίσματά τους σαν αιωρούμενες νότες. Το νησί είναι ένας παράδεισος άγριας ζωής, μια περιοχή διαχείρισης άγριων ζώων που παρέχει καταφύγιο στα ελάφια με τη λευκή ουρά και στα μεταναστευτικά υδρόβια πτηνά.

Αναρωτιέμαι πόσες φορές να έχει επαναλάβει η καψερή αυτές τις πληροφορίες προσπαθώντας να πουλήσει το σπίτι. Αν ήξερε πως είμαστε αποφασισμένοι, απεγνωσμένοι να το πάρουμε, ακόμα και χωρίς να το έχουμε καν δει, θα έμπαινε άραγε στον κόπο να ζορίζει τις φωνητικές της χορδές για να διαπεράσει τη φασαρία της κακοκαιρίας;

Όταν φτάνουμε έξω από το οίκημα, νιώθω μια περίεργη ευφορία και έχω την αίσθηση ενός déjà vu. Ξέρω πως πρόκειται για μια σκηνή του πεπρωμένου μου, κι είμαστε όλες οι μαριονέτες παρούσες: η Τζέσικα η μεσίτρια, ο Άαρον, που γνώρισα σ’ ένα βιβλιοπωλείο πριν από δώδεκα χρόνια, κι εγώ. Τρεις ξύλινες μαριονέτες, που νομίζουν ότι καθορίζουν τη μοίρα τους με τις επιλογές τους.

«Είναι σπουδαίο βιβλίο αυτό που κρατάτε», μου είπε μια ιδιαίτερη και βραχνή φωνή.

«Αλήθεια; Το έχετε διαβάσει;»

Ο υπάλληλος που είχε προθυμοποιηθεί να με εξυπηρετήσει έμοιαζε γύρω στα τριάντα, με εντυπωσιακή κορμοστασιά, γλυκό χαμόγελο, χαριτωμένα λακκάκια στα μάγουλα, έντονα ζυγωματικά και έξυπνα μάτια σε μια ζεστή καστανή απόχρωση. Κοίταξε για μια στιγμή το βιογραφικό της συγγραφέως και συνέχισε.

«Είναι το συγγραφικό ντεμπούτο της Γιόργκενσεν, μιας τα λαντούχας Νορβηγίδας συγγραφέως, κι έχει ήδη γίνει ανάρπαστο σε δώδεκα χώρες. Αν θέλετε, όμως, ακολουθήστε με να σας δείξω κι άλλα του ίδιου είδους».

Τον ακολούθησα κρατώντας το βιβλίο που είχε καταφέρει να μου πουλήσει μέσα σε μισό λεπτό όχι μόνο χάρη στην πειστικότητα με την οποία με πληροφόρησε γι’ αυτό και για τη διεθνή επιτυχία του, αλλά και χάρη στο όμορφο χαμόγελό του.

«Διαβάζετε μόνο αστυνομικά;» με ρώτησε.

«Αστυνομικά και θρίλερ κατά προτίμηση, αλλά αγαπώ και το κοινωνικό δράμα».

Τεντώθηκε κι άρχισε να κατεβάζει βιβλία από τα ψηλά ράφια. Μου πρότεινε άλλα τέσσερα, κι όταν του είπα πως θα τα έπαιρνα όλα, προσφέρθηκε να μου τα πάει εκείνος στο ταμείο. Πόσο αγαπάει τη δουλειά του αυτός ο άνθρωπος, σκέφτηκα, για να την κάνει τόσο καλά!

Όταν έφτασα στο ταμείο και ζήτησα τα βιβλία μου, η ταμίας μού έφερε μια σακούλα και μου είπε πως ήταν όλα πληρωμένα. «Τα πλήρωσε ο υπάλληλός σας;» ρώτησα έκπληκτη, κερδίζοντας επάξια το Χρυσό Βατόμουρο για την πιο ηλίθια ερώτηση της χρονιάς –αν υπήρχε, βέβαια, στην πραγματικότητα τέτοιο βραβείο.

«Ο κύριος ήταν πελάτης. Σας έχει αφήσει κι ένα σημείωμα. Θα το βρείτε μες στη σακούλα», μου εξήγησε χαμογελώντας πονηρά.

Λίγες μέρες αργότερα του τηλεφώνησα για τον ευχαριστήσω και μου ζήτησε να συναντηθούμε. Σ’ εκείνο το πρώτο ραντεβού μού αποκάλυψε ότι το σχέδιο της προσέγγισής μου το είχε καταστρώσει μέσα σε χρόνο ρεκόρ. Είχε αφήσει το πανωφόρι του σ’ ένα παιδικό καθισματάκι, για να μου παρουσιαστεί ως υπάλληλος. Μου διευκρίνισε επίσης ότι δεν είχε διαβάσει το ντεμπούτο της Γιόργκενσεν –βασικά δεν είχε διαβάσει κανενός ούτε το ντεμπούτο ούτε μεταγενέστερο έργο, πέρα από ελάχιστες εξαιρέσεις, γιατί πολύ απλά δε διάβαζε βιβλία, εκτός βέβαια απ’ αυτά της δουλειάς του. Στο βιβλιοπωλείο βρισκόταν για να αγοράσει παιχνίδια για το παιδί ενός συναδέλφου του.

Σ’ αυτή την πρώτη μας συνάντηση κάναμε έρωτα στο διαμέρισμα-στούντιο που νοίκιαζε κι ένα χρόνο αργότερα παντρευτήκαμε.

Έχουν μεσολαβήσει πολλά από κείνη τη μέρα που γνωριστήκαμε στο βιβλιοπωλείο μέχρι τούτη τη στιγμή που βρισκόμαστε παρέα με μιαν άγνωστη μπροστά από ένα σπίτι. Η Τζέσικα η μεσίτρια, ο Άαρον, που στο ενδιάμεσο ερωτεύτηκε μιαν άλλη, κι εγώ.

Εμείς οι τρεις, μπροστά από ένα σπίτι του 19ου αιώνα, κάτω από έναν σκοτεινό ουρανό, πάνω σε μια λωρίδα γης στη μέση ενός ποταμού, να κοιτάζουμε όλοι την ίδια πόρτα, ο καθένας με έναν δικό του στόχο.

Η Τζέσικα κάνει το πρώτο βήμα κι εμείς αφήνουμε την ομπρέλα έξω κι ακολουθούμε. Το σπίτι μυρίζει κλεισούρα, ξύλο και βρεγμένο χώμα. Το πρώτο που αντικρίζουμε μόλις ανάβει τα φώτα είναι μια πελώρια ξύλινη σκάλα στη μέση του χολ της εισόδου, ντυμένη με ένα παλιομοδίτικο μακρύ χαλί που έχει σίγουρα ξεμείνει έτσι για πολλά πολλά χρόνια. Στη δεξιά πλευρά του τετράγωνου χολ υπάρχει ένας μικρός διάδρομος που οδηγεί στο σαλόνι, ενώ η αριστερή πλευρά έχει μια λευκή πόρτα κι έπειτα έναν στενόμακρο διάδρομο που βγάζει προς την κουζίνα. Σαλόνι και κουζίνα επικοινωνούν, και πάλι μ’ έναν διάδρομο, στην πίσω μεριά του σπιτιού. Στο χώρο του ισογείου υπάρχουν επίσης ένα δωμάτιο με μια εντοιχισμένη βιβλιοθήκη κι ένα μπάνιο με άσπρα-μπλε πλακάκια.

«Το δωμάτιο εδώ στο ισόγειο μπορείτε να το κάνετε γραφείο ή να το αξιοποιήσετε για τους καλεσμένους σας», ακούγεται η φωνή της Τζέσικα, που διακόπτει κάποιες σκέψεις μου για να μας δώσει μια πληροφορία που στην πραγματικότητα ήταν περιττή. Προσπαθεί, βέβαια, η καημένη να μας κάνει να φαντασιωθούμε ένα μέλλον με φίλους, χαρές και πάρτι. Θέλω να την προειδοποιήσω πως χάνει τα λόγια της περιγράφοντας εικόνες που απέχουν πολύ από τη δική μας πραγματικότητα και πως εμείς αποζητούμε ένα ησυχαστήριο, ένα καταφύγιο, ή μάλλον μια κρυψώνα. Δε λέω όμως τίποτα. Απλώς κουνάω το κεφάλι με ένα μειδίαμα αποδοχής.

«Δωμάτιο για τους καλεσμένους με θέα στο ποτάμι; Δεν το βρίσκω καλή ιδέα. Θα θέλουν να μείνουν πάνω από τρεις μέρες», λέει χαριτολογώντας ο Άαρον. «Καλύτερα να το κάνουμε γραφείο για μένα, κι επάνω, που η θέα θα είναι σίγουρα ακόμα πιο εντυπωσιακή, να κάνουμε», στρέφεται προς εμένα, «και το δικό σου». Αν πηγαίναμε το χρόνο λίγο πιο πίσω, η πρόταση θα τελείωνε με το «αγάπη μου». «Επάνω, που η θέα θα είναι σίγουρα πιο εντυπωσιακή, να κάνουμε και το δικό σου, αγάπη μου». Τώρα πια, δεδομένων των συνθηκών, κάτι τέτοιο θα ακούγονταν πολύ γελοίο.

«Με τι ασχολείστε, αν επιτρέπεται;»

«Η Λίντια είναι εντομολόγος κι εγώ χρηματιστής».

Η στιχομυθία που ακολουθεί είναι τυπική, βαρετή και προβλέψιμη. Κανένας, ποτέ, σ’ αυτό το σημείο του διαλόγου δεν απηύθυνε την επόμενη ερώτησή του προς τον χρηματιστή. Το δικό μου επάγγελμα είναι εκείνο που πάντα προξενεί έκπληξη και, ως φυσικό επόμενο, αρχίζουν οι ερωτήσεις. «Πώς ξεκίνησε η αγάπη σου για τα έντομα, Λίντια;» «Δηλαδή, τα συλλέγεις για έρευνες;» «Πόσα έχεις τώρα στο σπίτι;» «Πού βρίσκεις και πώς παραγγέλνεις τα πιο σπάνια; Πουλάνε και στο ίντερνετ;»

Μερικές φορές απαντάω με χιούμορ, κυνικό χιούμορ.

Αυτή τη φορά αποφεύγω τα πικρόχολα αστεία μου κι αφήνω τον Άαρον ν’ απαντάει για λογαριασμό μου, αδιαφορώντας για την εντύπωση που σχηματίζεται για το άτομό μου. Όταν η Τζέσικα τελειώνει με την ξενάγηση του ισογείου, τους αφήνω να πάνε μαζί στον επάνω όροφο και βρίσκω μια δικαιολογία για να πω πως θ’ ακολουθήσω σε πολύ λίγο.

Στέκομαι μόνη στο τεράστιο σαλόνι να παρατηρώ τις λεπτομέρειες. Το τζάκι είναι στο ύψος μου κι αποπάνω του κρέμεται το πορτρέτο ενός άντρα. Αν και η παλαιότητά του του προσδίδει μια σχετική αξία, ουσιαστικά παραμένει άχρηστο. Είναι ένα κακότεχνο έργο πιθανώς κάποιου χωριάτη με καλλιτεχνικές τάσεις. Φυσικά, αν άξιζε περισσότερες από δυο δεκάρες, δε θα το είχαν παρατήσει εκεί. Με την πρώτη ευκαιρία έχω σκοπό να ξεφορτωθώ όλες αυτές τις παλιατζούρες που κανένας δεν μπήκε στον κόπο να μεταφέρει σε κάποιο παλιατζίδικο. Ίσως με βοηθήσει κι ο Ίθαν. Ίσως οι δουλίτσες που θα κάνουμε μαζί για να βελτιώσουμε λίγο το εσωτερικό του σπιτιού τον βοηθήσουν να συνέλθει, να μιλήσει, να θυμηθεί.

Κάνω δυο βήματα προς το δωμάτιο και κοιτάζω έξω απ’ το παράθυρο. Στο ποτάμι αντικατοπτρίζεται το μαύρο του ουρανού. Τους πιο βαριούς μήνες του χειμώνα, όταν θα υπερχειλίζει από τις βροχές και τα χιόνια, θα είμαστε αποκλεισμένοι στο νησί. Ο Άαρον ήταν ξεκάθαρος μαζί μου. Αν μετακομίσουμε στο νησί του Κένεμπεκ, εκείνος θα κρατήσει το μικρό διαμέρισμα δίπλα απ’ το γραφείο για κάποιες φορές που θα πρέπει να διανυκτερεύει εκεί.

«Είσαι σίγουρη ότι θα το αντέχεις να μένετε μόνοι σας εσύ κι ο Ίθαν στη μέση του πουθενά και υπό κακές καιρικές συνθήκες; Το ξέρεις πως δε θα μπορώ να ταξιδεύω από το Πόρτλαντ στο νησί όταν θα δίνουν απαγορευτικό για το ποτάμι».

«Δε θα υπάρχει πρόβλημα. Ο Ίθαν κι εγώ θα είμαστε μια χαρά. Ο Ίθαν, εγώ κι η μικρή μου Μάγκι… Γιατί θα βρεθεί η Μάγκι.

Το ξέρω πως θα βρεθεί».

Ουσιαστικά μ’ αυτή τη μετακόμιση παίρνουμε και την απόφαση να περνάμε τον μισό καιρό χώρια. Η απόσταση είναι μεγάλη για να την κάνει κάθε μέρα πρωί και βράδυ λόγω δουλειάς. Κάποιες φορές θα τον κρατάει στο Πόρτλαντ η κακοκαιρία, κάποιες φορές η κούραση και ίσως κάποιες φορές η πρώην ερωμένη του… η Έμμα, η γραμματέας του… αν σμίξουν πάλι.

Μισή ώρα αργότερα, έχουμε τελειώσει με την ξενάγηση στο σπίτι. Η ευγενική Τζέσικα ζητάει τις εντυπώσεις μας από το ακίνητο και, πριν ο Άαρον προλάβει να εξηγήσει πως χρειαζόμαστε λίγο χρόνο για να το σκεφτούμε, προλαβαίνω εγώ να πω πως θέλουμε να το κλείσουμε. Μια φλέβα τινάζεται στο μέτωπό του σαν σκουληκάκι που ανασηκώνει τη ράχη του από το έδαφος. Η ματιά του στιγμιαία αγριεύει. Σκουρόχρωμη θάλασσα που εκτοξεύει ένα πελώριο κύμα, όμως αμέσως μετά γαληνεύει και πάλι, γιατί είναι γρήγορος και πολύ ικανός ο Άαρον στην τιθάσευση των συναισθημάτων του. Ξέρει κάθε στιγμή επακριβώς την εικόνα της έκφρασής του, τη δυναμική με την οποία οι σκέψεις του απλώνονται και χρωματίζουν τον καμβά της μορφής του. Κι αν θέλει να κρυφτεί, αμέσως επεμβαίνει στον στιγμιαίο αυθορμητισμό του. Αλλάζει το βλέμμα του. Χαλαρώνει το μέτωπό και τα χείλη του. Δεν ξέρω πώς μπορεί και το καταφέρνει. Εγώ, για παράδειγμα, πολλές φορές όταν τυχαία δω τον αντικατοπτρισμό μου σ’ ένα τζάμι ή έναν καθρέφτη, ξαφνιάζομαι από την αποκαλυπτικότητα των χαρακτηριστικών μου.

Στο δρόμο του γυρισμού, για πολλή ώρα δεν έχει ανοίξει το στόμα του να πει κουβέντα, κι όταν κάποια στιγμή οι σκέψεις του ξεβράζουν το θυμό του, τότε ξεσπάει.

«Σου ήταν τόσο δύσκολο να συγκρατηθείς; Έχεις δει ποτέ να αγοράζει κάποιος ένα ακίνητο χωρίς να διαπραγματεύεται την αρχική τιμή; Πώς θα της τηλεφωνήσω τώρα να δώσω προσφορά, όταν το σπίτι στα λόγια το έχεις κλείσει από μόνη σου; Από μόνη σου! Αν είναι δυνατόν! Πόσο ταπεινωτικό ήταν αυτό για μένα! Το έκανες όμως επίτηδες για να με μειώσεις μπροστά της. Είσαι πρόθυμη ακόμα και να πετάξεις ένα τσουβάλι λεφτά μόνο και μόνο για να με δεις να πληγώνομαι».

Κάνω αυτό που ξέρω πως τον εκνευρίζει πιο πολύ από καθετί άλλο. Τον απαξιώνω. Με ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο, στρέφομαι προς το παράθυρο και κοιτάζω τα δέντρα που φεύγουν πίσω μας καθώς απομακρυνόμαστε από τον ποταμό Κένεμπεκ. Εκεί όπου μια μέρα θα ήθελα να χαθεί κι ο Άαρον.

Ετικέτες