«Κατάντησαν οι δικαστές και οι εισαγγελείς περιοδεύων θίασος», «ανακοπές κατά πλειστηριασμών προσδιορίζονται να δικαστούν το 2033», «υπάρχουν 3.000 κενές οργανικές θέσεις δικαστικών υπαλλήλων».
Οι παραπάνω διαπιστώσεις για τη ζημιά που επέφερε η εφαρμογή του δικαστικού χάρτη δεν είναι δικές μας, αλλά των ίδιων των λειτουργών της Δικαιοσύνης, των δικηγόρων συλλειτουργών της και των δικαστικών υπαλλήλων, οι οποίοι μιλώντας στο Documento αναδεικνύουν μία προς μία τις τραγικές συνέπειες για τον πολίτη και την απόδοση δικαιοσύνης από την εφαρμογή της ψευδεπίγραφης τελικά «δικαστικής μεταρρύθμισης».
Την ίδια στιγμή όμως που η υποτυπωδώς εύρυθμη λειτουργία της Δικαιοσύνης απορρυθμίζεται μέρα με τη μέρα, οι υπεύθυνοι για το καθημερινό μαρτύριο που βιώνουν δικαστές, εργαζόμενοι και πολίτες στα δικαστήρια, αντί να προβληματιστούν για το βατερλό του δικαστικού χάρτη, αλληλοσυγχαίρονται σε φιέστες. Ο λόγος βέβαια για τον υπουργό Δικαιοσύνης Γιώργο Φλωρίδη και τον πρωθυπουργό της χώρας Κυριάκο Μητσοτάκη, που παρευρέθηκε περιχαρής σε φιέστα 400 ατόμων την οποία οργάνωσε ο πρώτος και κόστισε 37.000 ευρώ, σε μια προσπάθεια να εμφανίσει τον δικαστικό χάρτη ως μέγιστο… επίτευγμα. Ας δούμε όμως τι λένε στο Documento αυτοί που πραγματικά βιώνουν τις συνέπειες του «επιτεύγματος».
∆ηµήτρης Βερβεσός
Πρόεδρος ∆ΣΑ και της Ολοµέλειας των ∆ικηγορικών Συλλόγων Ελλάδας
«Η κατάσταση αντί να βελτιώνεται χειροτερεύει»
Η αποτελεσµατική άσκηση του δικαιώµατος δικαστικής προστασίας των πολιτών και η ορθή και ταχεία απονοµή της δικαιοσύνης αποτελούν κύρια χαρακτηριστικά του κράτους δικαίου και βασική προτεραιότητα για το δικηγορικό σώµα.
Η Ελλάδα, δυστυχώς, κατέχει τη θλιβερή ευρωπαϊκή πρωτιά στις καθυστερήσεις απονοµής της δικαιοσύνης. Σύµφωνα µάλιστα και µε την πρόσφατη έκθεση της ΕΕ Euroscoreboard, για το έτος 2024 η κατάσταση αντί να βελτιώνεται χειροτερεύει. Η αρµόδια επιτροπή CEPEJ της ΕΕ διαπιστώνει ότι ενώ το 2012 ο χρόνος απονοµής στην αστική δικαιοσύνη ήταν 449 ηµέρες, το 2021 ανήλθε σε 728 και το 2022 σε 746, έναντι 268,5 ηµερών που ήταν ο ευρωπαϊκός µ.ό. Αντίστοιχα, στη διοικητική δίκη στον πρώτο βαθµό το 2022 οι ηµέρες ήταν 464 (έναντι 356,12 που ήταν ο ευρωπαϊκός µ.ό.), στον β΄ βαθµό 661 (έναντι 487,81 που ήταν ο ευρωπαϊκός µ.ό.) και στο ΣτΕ 1.239 (έναντι 305,22 που ήταν ο ευρωπαϊκός µ.ό.). Και αυτό όταν η αναλογία δικαστών/πληθυσµού στην Ελλάδα είναι η τρίτη καλύτερη στην Ευρώπη.
Στον µόνο τοµέα που παρατηρείται επιτάχυνση της απονοµής της δικαιοσύνης είναι στις υποθέσεις που έγινε µεταφορά δικαστηριακής ύλης σε δικηγόρους. Ο απολογισµός των καταδικών της χώρας από το Ευρωπαϊκό ∆ικαστήριο Ανθρωπίνων ∆ικαιωµάτων παραµένει θλιβερός. Με βάση δηµοσιευµένα στοιχεία του 2023, έχουν εκδοθεί 1.082 αποφάσεις ελληνικού ενδιαφέροντος, εκ των οποίων οι 969 διαπιστώνουν παραβίαση των θεµελιωδών δικαιωµάτων που κατοχυρώνει η ΕΣ∆Α.
Στην τελευταία έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη ∆ικαιοσύνη, το 56% των Ελλήνων πολιτών τοποθετείται αρνητικά (πολύ ή λίγο) ως προς την ανεξαρτησία της ελληνικής ∆ικαιοσύνης. Αυτή η έλλειψη αξιοπιστίας κλονίζει τα θεµέλια της δηµοκρατίας.
Η θέση µας ήταν καταρχάς να αυξηθεί η καθ’ ύλην αρµοδιότητα των ειρηνοδικείων, έτσι ώστε να υπάρχει ο αναγκαίος χρόνος για την υλοποίηση ενός συνολικού σχεδιασµού, που θα οδηγούσε στην επιτάχυνση της απονοµής της δικαιοσύνης και την αποτελεσµατική προάσπιση του δικαιώµατος δικαστικής προστασίας των πολιτών.
∆υστυχώς, η κυβέρνηση για τους δικούς της λόγους, κυρίως επικοινωνιακούς, αλλά και για την εκταµίευση πόρων από το Ταµείο Ανάκαµψης –οι οποίοι πολύ φοβούµαι ότι δεν θα κατευθυνθούν στις ανάγκες κάλυψης των ελλείψεων υλικοτεχνικής υποδοµής της ελληνικής ∆ικαιοσύνης– προχώρησε εσπευσµένα και πρόχειρα στην αναδιάταξη του δικαστικού χάρτη της χώρας, ο οποίος εφαρµόζεται ήδη από 16.9.2024.
∆εν είµαστε επί της αρχής αντίθετοι στην ενοποίηση του πρώτου βαθµού δικαιοδοσίας, η οποία µπορεί να συµβάλει στην επιτάχυνση της δικαιοσύνης, υπό την απαραίτητη προϋπόθεση της επέκτασης της ηλεκτρονικής δικαιοσύνης, της κατάλληλης επιµόρφωσης των ειρηνοδικών, της κάλυψης των κενών των δικαστικών υπαλλήλων και της ύπαρξης των απαραίτητων υλικοτεχνικών υποδοµών. Προϋποθέσεις όµως που δεν υφίστανται ακόµη και σήµερα.
Η εσπευσµένη εφαρµογή του «νέου» δικαστικού χάρτη έχει προκαλέσει απίστευτη ταλαιπωρία στους εµπλεκόµενους στην απονοµή της δικαιοσύνης φορείς και στους πολίτες και δηµιουργεί κίνδυνο απώλειας δικονοµικών και ουσιαστικών δικαιωµάτων των διαδίκων. Τα προβλήµατα που καθηµερινά αναδεικνύονται γίνεται προσπάθεια να επιλυθούν εκ των υστέρων, έπειτα από διαρκείς παρεµβάσεις των θεσµικών οργάνων του δικηγορικού σώµατος, είτε µε αποφάσεις των προϊσταµένων των οικείων δικαστικών σχηµατισµών είτε µε συνεχείς τροποποιήσεις του θεσµικού πλαισίου.
Να υπενθυµίσω ενδεικτικά τα προβλήµατα που κληθήκαµε να αντιµετωπίσουµε: την κόλουρη προσωποποιηµένη ενηµέρωση των διαδίκων, την ανεπαρκή εκπαίδευση των ειρηνοδικών, τις ελλιπείς υποδοµές, τις αναγκαίες τροποποιήσεις του Κώδικα Πολιτικής και Ποινικής ∆ικονοµίας, τα κενά και τις ασάφειες στο θεσµικό πλαίσιο ιδίως ως προς τα γραµµάτια προείσπραξης, την τοπική αρµοδιότητα των νέων δικαστικών σχηµατισµών κ.ο.κ. Και βέβαια την έλλειψη καθηµερινής παρουσίας δικαστή και εισαγγελέα υπηρεσίας για την αντιµετώπιση ζητηµάτων επείγοντος χαρακτήρα και προσωρινής δικαστικής προστασίας στα παράλληλα και περιφερειακά πρωτοδικεία, που επιβάλλεται για την εύρυθµη λειτουργία τους. Ιδιαίτερα προβλήµατα παρατηρούνται στην Αττική αφενός λόγω της πολυδιάσπασης των Πρωτοδικείων Αθηνών και Πειραιώς, µε τη δηµιουργία οκτώ συνολικά δικαστικών σχηµατισµών και αφετέρου διότι τα δηµιουργούµενα περιφερειακά πρωτοδικεία στερούνται των βασικών υποδοµών και του αναγκαίου προσωπικού, ενώ δεν έχει προχωρήσει στον αναγκαίο βαθµό και η ψηφιακή ∆ικαιοσύνη.
Η εφαρµογή του «νέου» δικαστικού χάρτη, όπως έχει εξελιχθεί µέχρι σήµερα, δεν συνιστά µεταρρύθµιση αλλά καταταλαιπώρηση όλων των εµπλεκοµένων στην απονοµή της δικαιοσύνης φορέων και των πολιτών, µε σοβαρές επιπτώσεις στην απονοµή της δικαιοσύνης και την έννοµη προστασία.
Σε καµία περίπτωση δε δεν συµβάλλει στην αντιµετώπιση των αδικαιολόγητων καθυστερήσεων –σκοπό για τον οποίο, κατά την πολιτεία, θεσπίστηκε– οι οποίες αγγίζουν το όριο της αρνησιδικίας και φαλκιδεύουν το συνταγµατικό δικαίωµα δικαστικής προστασίας των πολιτών.
Οι καθυστερήσεις αυτές συνεχίζουν να παρουσιάζονται και υπό το καθεστώς του «νέου» δικαστικού χάρτη, ιδίως µάλιστα σε υποθέσεις ιδιαίτερης κοινωνικής ευαισθησίας (ανακοπές κατά πλειστηριασµών), που έχουν φτάσει να προσδιορίζονται το 2033 (!), µε αποτέλεσµα να καθίσταται γράµµα κενό το άρθρο 933 παρ. 2 και 6 ΚΠολ∆ που επιβάλλει τον υποχρεωτικό προσδιορισµό εντός 60 ηµερών (!). Ταυτόχρονα συνεχίζονται και οι µεγάλες καθυστερήσεις ως προς την έκδοση αποφάσεων, πέραν των προβλεπόµενων από τη νοµοθεσία χρονικών ορίων.
Αυτή είναι η πραγµατικότητα σήµερα και κανείς δεν µπορεί να την αµφισβητήσει. Το δικηγορικό σώµα θεσµικά και συντεταγµένα θα συµβάλει σε συνεργασία µε όλους τους αρµόδιους φορείς στην αντιµετώπιση των προβληµάτων που ανακύπτουν και στην εύρυθµη λειτουργία απονοµής της δικαιοσύνης.
Είµαστε καθηµερινά παρόντες όχι µόνο να αναδεικνύουµε τα προβλήµατα αλλά να συµβάλλουµε δηµιουργικά για την επίλυσή τους. Το επιβάλλει το δηµοκρατικό µας φρόνηµα –η δικαιοσύνη είναι ζήτηµα δηµοκρατίας– και ο χαρακτήρας του επαγγέλµατός µας ως συλλειτουργών της ∆ικαιοσύνης.
Μαργαρίτα Στενιώτη
Πρόεδρος εφετών, π.πρόεδρος της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων
«Οι δικαστές μεταβάλλονται σε “περιοδεύοντα θίασο”»
Το προηγούμενο δικαστικό έτος επιχειρήθηκε η μεγαλύτερη μεταρρύθμιση στη Δικαιοσύνη από τη σύσταση του ελληνικού κράτους, βεβιασμένα και με προχειρότητα, όπως αποδεικνύεται, καθημερινά. Η μεταρρυθμιστική προσπάθεια επικεντρώθηκε στην ενοποίηση πρωτοδικείων – ειρηνοδικείων της πολιτικής Δικαιοσύνης δίχως προηγούμενη μελέτη του υπουργείου Δικαιοσύνης για τα προβλήματα που θα ανέκυπταν λόγω της έλλειψης κατάλληλων υποδομών, ψηφιοποίησης της Δικαιοσύνης και των χιλιάδων κενών οργανικών θέσεων δικαστικών υπαλλήλων.
Στο αφήγημα της ενοποίησης ειρηνοδικείων – πρωτοδικείων προστέθηκε και ο μεγάλος πολιτικός Ελευθέριος Βενιζέλος, που απέτυχε στο εγχείρημα αυτό. Με τον δικαστικό χάρτη καταργείται ο ιστορικός – ουσιαστικός θεσμός των ειρηνοδικείων, με συνέπεια, κυρίως στις παραμεθόριες – ακριτικές περιοχές της χώρας, οι αδύναμοι κυρίως πολίτες να στερούνται πλήρους δικαστικής προστασίας (σχ. διαμαρτυρίες δικηγόρων Λήμνου, Καλύμνου κ.λπ.). Οι δικαστές μεταβάλλονται σε «περιοδεύοντα θίασο», αφού πρέπει σε κάθε περιφερειακή έδρα-πρώην ειρηνοδικείο να εκτελεί υπηρεσία καθημερινά ένας δικαστής, ο οποίος μεταβαίνει σ’ αυτή από το μητροπολιτικό πρωτοδικείο. Ο σχετικός νόμος αγνόησε τη νησιωτικότητα και το γεωγραφικό ανάγλυφο της χώρας και πως Ελλάδα δεν είναι μόνο η Αθήνα.
Στο Πολιτικό Πρωτοδικείο Αθηνών η εφαρμογή του νόμου ξεκίνησε δίχως να ληφθούν υπόψη οι ελλείψεις και χωρίς να υπάρχει πρόβλεψη για ανέγερση νέου δικαστικού μεγάρου. Η εικόνα τραγική και διαφορετική απ’ αυτήν που παρουσιάζεται. Εκατοντάδες πολίτες, διάδικοι, δικηγόροι και δικαστές στοιβάζονται καθημερινά στις αίθουσες του πρώην Ειρηνοδικείου Αθηνών, αίθουσες που «δανείστηκαν» από άλλες δικαστικές υπηρεσίες σε βάρος της εύρυθμης λειτουργίας αυτών.
Περαιτέρω, ο νόμος για τον δικαστικό χάρτη μετατρέπεται σε «νόμο-γρίφο» για τους ειρηνοδίκες, οι οποίοι, αφού δέχτηκαν προσβολές (ασχολούνται με ψάρεμα και real estate, θα γίνουν κανονικοί δικαστές… [δεν ήταν δικαστές άραγε;]) και απαξιώθηκε το σημαντικό 12ετές έργο τους (έτη της οικονομικής και υγειονομικής κρίσης) στην προστασία των ευάλωτων υπερχρεωμένων νοικοκυριών, καλούνται τώρα «να ριχτούν στη μάχη της επιτάχυνσης της Δικαιοσύνης» με βίαιη μεταβολή της υπηρεσιακής τους κατάστασης και του προσωπικού προγραμματισμού, ευρισκόμενοι ενώπιον ενός θολού τοπίου το οποίο γεννά ανασφάλεια, αντιβαίνοντας στις βασικές συνταγματικές αρχές της ισότητας και της δικαστικής ανεξαρτησίας. Καθήκον των δικαστικών λειτουργών είναι η διαφύλαξη των δικαιωμάτων των πολιτών. Βούλησή τους η βελτίωση χρόνου – συνθηκών απονομής της δικαιοσύνης.
Τα μέτρα που λαμβάνονται πρέπει να είναι αποτέλεσμα μελέτης των συνεπειών για τους πολίτες, το κράτος δικαίου και τη δικαστική ανεξαρτησία.
Μιχάλης Μαυρογένης
Ταμίας του ΔΣ Ομοσπονδίας Δικαστικών Υπάλληλων Ελλάδος (ΟΔΥΕ)
«Ξεδιπλώνονται καθημερινά οι ολέθριες συνέπειες»
Ο ν. 5108/2024 για την ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας και τη χωροταξική αναδιάρθρωση των δικαστηρίων της πολιτικής και ποινικής δικονομίας δυστυχώς ψηφίστηκε ουσιαστικά ερήμην των δικαστικών υπαλλήλων, αφού από μέρους του υπουργείου αγνοήθηκαν οι θέσεις μας και ουδέποτε έγινε ουσιαστικός διάλογος, με απόλυτη ευθύνη της πολιτικής ηγεσίας.
Ετσι, αρχίζουν να ξεδιπλώνονται, καθημερινά και πιο έντονα, οι ολέθριες συνέπειες της «με κάθε τρόπο ψήφισης» του ν. 5108/2024 (ΦΕΚ 65Α ʹ), χωρίς καν να προηγηθεί ένας στοιχειώδης σχεδιασμός και προγραμματισμός των αναγκών στη νέα δομή των δικαστικών υπηρεσιών, δηλαδή αναδεικνύονται η προχειρότητα και η «ηθελημένη βιασύνη» της κυβέρνησης να γίνει νόμος ο νέος δικαστικός χάρτης, χωρίς να λάβει καν υπόψη:
Α) Τις επιθυμίες των τοπικών κοινωνιών και την ταλαιπωρία και την οικονομική επιβάρυνση των πολιτών στις περιοχές που καταργήθηκαν ή συγχωνεύθηκαν δικαστικές υπηρεσίες,
Β) Την πλήρη έλλειψη δικαστικών υπαλλήλων και υλικοτεχνικών υποδομών αλλά και οργανικών θέσεων δικαστικών υπαλλήλων στις περιοχές, όπου «στα χαρτιά» αναβαθμίζονται ειρηνοδικεία σε περιφερειακά πρωτοδικεία.
Γ) Την αναγκαιότητα της ανακατανομής των οργανικών θέσεων σύμφωνα με τη σχεδιαζόμενη νέα δομή των δικαστικών υπηρεσιών, ώστε τα «αναβαθμισμένα» σε περιφερειακά πρωτοδικεία σημερινά ειρηνοδικεία να διαθέτουν προς πλήρωση οργανικές θέσεις,
Δ) Την πρόβλεψη – δυνατότητα οι δικαστικοί υπάλληλοι καταργούμενων ειρηνοδικείων να έχουν τη δυνατότητα μετακίνησης στο πλησιέστερο περιφερειακό ή παράλληλο πρωτοδικείο και όχι να υποχρεώνονται σε «μετάθεσή» τους στο πρωτοδικείο της έδρας, με αποτέλεσμα τη βίαιη διατάραξη και επιβάρυνση των οικογενειακών, οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών ζωής τους.
Διαβάστε επίσης