Απόπειρα φίμωσης της έρευνας του Documento με τη βούλα της εισαγγελίας

Απόπειρα φίμωσης της έρευνας του Documento με τη βούλα της εισαγγελίας

Ποινική δίωξη σε βάρος του δημοσιογράφου και εκδότη του Documento Κώστα Βαξεβάνη για δήθεν παραβίαση της μυστικότητας της ανακριτικής διαδικασίας σε υπόθεση που αφορά συνεργάτες του πρώην υπουργού Δικαιοσύνης της ΝΔ Χαράλαμπου Αθανασίου

Άσκησαν ποινική δίωξη σε βάρος του δημοσιογράφου-εκδότη του Documento Κώστα Βαξεβάνη γιατί δήθεν παραβίασε τη μυστικότητα της ανάκρισης, κάνοντας αυτό που κάνουν –ή έστω οφείλουν να κάνουν– όλοι οι δημοσιογράφοι που χειρίζονται δικαστικές υποθέσεις οι οποίες είναι μείζονος σημασίας και ενδιαφέρουν την κοινή γνώμη.

Ο Κ. Βαξεβάνης διώκεται έπειτα από επιστολή του πρώην υπουργού Δικαιοσύνης και πρώην αρεοπαγίτη Χαράλαμπου Αθανασίου προς τον προϊστάμενο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθήνας Ηλία Ζαγοραίο. Η ως άνω επιστολή, κατευθυντήρια για το πώς έπρεπε να κινηθεί η εισαγγελία, όπως φαίνεται από την ανάγνωσή της, οδήγησε τελικά, όπως επιθυμούσε ο πρώην υπουργός, στη δίωξη Βαξεβάνη για το επίμαχο δημοσίευμα.

Με βάση το κλητήριο θέσπισμα αλλά και την όλη πρακτική που ακολούθησε η Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών μετά την εκκίνηση της διαδικασίας από τον προϊστάμενό της κ. Ζαγοραίο, είναι σαφές ότι προσβάλλονται βάναυσα οι επιταγές της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ).

Με το διωκόμενο δημοσίευμα η εφημερίδα αποκάλυπτε, μεταξύ άλλων, το περιεχόμενο μαρτυρικής κατάθεσης με βάση την οποία υφίσταται ανοικτή εισαγγελική έρευνα από τρεις εισαγγελείς Διαφθοράς, στην οποία φέρονται ως εμπλεκόμενοι σε υπόθεση δωροδοκίας δύο προβεβλημένοι δικαστικοί λειτουργοί που κατά τον χρόνο στον οποίο αναφέρεται η καταγγελία ήταν στενοί συνεργάτες του Χαρ. Αθανασίου στο υπουργείο Δικαιοσύνης!

Η αποκάλυψη της κατάθεσης, το περιεχόμενο της οποίας δεν αμφισβητείται από κανέναν, αφορούσε συγκεκριμένα τους συνεργάτες του Χαρ. Αθανασίου και επίσης δικαστές Χαράλαμπο Λυμπερόπουλο (εν ενεργεία δικαστής και αντιπρόεδρος της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων) και Θεοχάρη Μπίρμπο (πρόεδρος εφετών επί τιμή).

Είναι προφανές ότι η εισαγγελέας Χάιδω Ζούγρη που διενήργησε την έρευνα, την οποία της είχε αναθέσει ο προϊστάμενός της Ηλ. Ζαγοραίος (ο οποίος έχει σταθεί απέναντι και σε άλλες αποκαλύψεις του Documento) και κατέληξε στην ποινική δίωξη και παραπομπή του Κ. Βαξεβάνη, δεν έλαβε υπόψη τη ρητή αναφορά του άρθρου 252 του Ποινικού Κώδικα.

Πρόκειται για το άρθρο που περιγράφει το αδίκημα της παραβίασης υπηρεσιακού απορρήτου στο οποίο δήθεν υπέπεσε ο Κ. Βαξεβάνης, το οποίο επί λέξει ορίζει: «Αρθρο 252, παρ. 3, εδ. 2: Δεν αποτελεί άδικη πράξη, η χρησιμοποίηση, εντός του αναγκαίου μέτρου, της πληροφορίας ή του εγγράφου, που γίνεται για την ικανοποίηση του δικαιολογημένου ενδιαφέροντος της ενημέρωσης της κοινής γνώμης».

Διαβάζοντας το συγκεκριμένο άρθρο και γνωρίζοντας, ως όφειλε, η αρμόδια εισαγγελέας τα στοιχεία της υπόθεσης και τις λεπτομέρειες του δημοσιεύματος, καθίσταται σαφές ότι η αποστολή της δικογραφίας στο αρχείο ήταν μονόδρομος.

Προφανώς για να ασκήσει τη δίωξη που προσέδωσε την ιδιότητα του κατηγορουμένου στον δημοσιογράφο-εκδότη του Documento η αρμόδια εισαγγελέας δεν θεωρεί ότι ενδιαφέρει την κοινή γνώμη η κατάθεση ενός κατηγορουμένου, εν προκειμένω του Αλέξανδρου Αβατάγγελου, στην υπόθεση των υποβρυχίων που γέρνουν (προκάλεσαν ζημία δισεκατομμυρίων ευρώ στο ελληνικό κράτος), ο οποίος εξεταζόμενος με την ιδιότητα του μάρτυρα (γι’ αυτό και κατέθεσε ενόρκως) υποστήριξε τα εξής:

– Ο δικηγόρος του Ασημάκης Ασημακόπουλος του πρότεινε το 2014, παρουσία μάλιστα και του έτερου δικηγόρου του και καθηγητή πανεπιστημίου Αριστείδη Χαραλαμπάκη, προκειμένου να έχει αίσιο τέλος η υπόθεσή του, να του δώσει 800.000 ευρώ για να τον απελευθερώσει με τη βοήθεια των συγκεκριμένων συνεργατών του υπουργού Χαρ. Αθανασίου.

– Αναφέρει στην κατάθεσή του «θα έχεις την υποστήριξη του κ. Μπίρμπου, του οποίου ο υιός εργάζεται στο γραφείο μου εδώ και 4 χρόνια, και του Τάκη Λυμπερόπουλου». «Τότε τον ρώτησα» αναφέρει ο καταγγέλλων «ποιοι είναι αυτοί και μου απάντησε ότι ο κ. Μπίρμπος ήταν ο τότε διευθυντής του τότε υπουργού Δικαιοσύνης και ο κ. Λυμπερόπουλος ήταν σύμβουλος του υπουργού».

Με βάση λοιπόν το κλητήριο θέσπισμα ο Κ. Βαξεβάνης διώκεται διότι δήθεν χρησιμοποίησε ως όργανο τον Τύπο για να δημοσιεύσει έγγραφο το οποίο καλυπτόταν από τη μυστικότητα της ανάκρισης και καλείται να δικαστεί την 1η Οκτωβρίου 2018. Το απόρρητο έγγραφο είναι βέβαια η ένορκη κατάθεση Αβατάγγελου στην οποία υπάρχει ο υπό εισαγγελική διερεύνηση ισχυρισμός για τυχόν εμπλοκή σε έκνομες δραστηριότητες του γραφείου του τότε υπουργού Δικαιοσύνης Χαρ. Αθανασίου, καθώς εμπλέκονταν τα ονόματα των πλέον στενών συνεργατών του, προβεβλημένων δικαστών.

«Το ανωτέρω έγγραφο γνώριζε ο κατηγορούμενος ότι προήλθε από άγνωστο εισέτι υπάλληλο, ο οποίος του το γνωστοποίησε παραβαίνοντας, τα καθήκοντα του και του ήταν προσιτό ή εμπιστευμένο λόγω της υπηρεσίας του, ο κατηγορούμενος δε, έκανε χρήση του εγγράφου αυτού με σκοπό να ωφεληθεί ο ίδιος και να βλάψει τους κ.κ. Χαράλαμπο Αθανασίου, Θεοχάρη Μπίρμπο και Παναγιώτη Λυμπερόπουλο» αναφέρεται χαρακτηριστικά στο κλητήριο θέσπισμα.

Αν πάντως στο γεγονός ότι η αρμόδια εισαγγελέας φαίνεται να μη θεωρεί ότι αυτές οι καταγγελίες ενδιαφέρουν την κοινή γνώμη (γιατί αν ικανοποιούσαν το δικαιολογημένο ενδιαφέρον της ενημέρωσης της κοινής γνώμης, τότε θα έπρεπε να θέσει στο αρχείο την υπόθεση) προστεθούν και δύο ακόμη γεγονότα, εύλογα ανακύπτει το συμπέρασμα ότι εισαγγελικοί λειτουργοί ορθώνουν ασπίδα προστασίας σε ενδεχόμενες παράνομες ενέργειες δικαστικών λειτουργών! Παράλληλα τίθεται το θέμα της κατάργησης του δικαστικού ρεπορτάζ, αφού η μυστικότητα της ανάκρισης θα έφερνε στο εδώλιο των κατηγορουμένων όλους τους δημοσιογράφους που χρησιμοποιούν καταθέσεις μαρτύρων από την ανάκριση στα ρεπορτάζ τους! Αναλυτικότερα:

– Η εν λόγω δίωξη που κατέληξε στην παραπομπή του Κ. Βαξεβάνη στο εδώλιο του κατηγορουμένου προκλήθηκε έπειτα από απλή αναφορά του πρώην υπουργού Χαρ. Αθανασίου. Ωστόσο, αν και νόμιμο, ουδέποτε ως φαίνεται η αρμόδια εισαγγελέας κάλεσε τον κ. Αθανασίου να ορκιστεί για το περιεχόμενο της αναφοράς του. Και ερωτάται: όλοι οι Έλληνες πολίτες που καταθέτουν μηνύσεις, εγκλήσεις ή μηνυτήριες αναφορές στις κατά τόπους εισαγγελίες γιατί καλούνται (είτε στην κατάθεση είτε αργότερα, κατά το στάδιο της προανάκρισης του άρθρου 31 ΚΠΔ) να ορκιστούν για το περιεχόμενο του δικογράφου που κατέθεσαν; Μήπως ο αναφέρων Χαρ. Αθανασίου είναι παιδί ανώτερου θεού σε σχέση με τους απλούς πολίτες καθόσον φέρει τον τίτλο του πρώην δικαστικού λειτουργού και του πρώην υπουργού;

– Στο κλητήριο θέσπισμα δεν προσδίδεται η ιδιότητα του μάρτυρα στον αναφέροντα Χαρ. Αθανασίου. Μάλιστα η αρμόδια εισαγγελέας φαίνεται ότι έχει πειστεί ότι το δικαστήριο δεν χρειάζεται μαρτυρική κατάθεση κατηγορίας για να δικάσει την υπόθεση, αφού ουδείς έχει οριστεί ως μάρτυρας. Καθίσταται προφανές για όποιον γνωρίζει τη λογική των εισαγγελικών αρχών ότι με αυτό τον τρόπο προστατεύεται ο Χαρ. Αθανασίου από τη βάσανο των ερωτήσεων που θα καλούνταν να απαντήσει (και είχε υποχρέωση να απαντήσει) κατά τη διάρκεια της εκδίκασης της υπόθεσης με κατηγορούμενο τον δημοσιογράφο-εκδότη του Documento Κ. Βαξεβάνη.

Στο ίδιο κλητήριο θέσπισμα αναφέρονται ως δεδομένα, αν και από πουθενά δεν προκύπτει κάτι τέτοιο, τα εξής:

– Ότι το Documento δήθεν έκανε χρήση απόρρητου εγγράφου, ενώ το αληθές είναι ότι στο επίμαχο δημοσίευμα δεν περιέχεται αυτούσια η από 18/01/2016 ένορκη κατάθεση του Αλ. Αβατάγγελου ούτε κανένα άλλο έγγραφο της εν λόγω προκαταρκτικής δικογραφίας.

Είναι προφανές για όποιον έχει διαβάσει το δημοσίευμα ότι από κανένα σημείο του δεν προκύπτει ότι ο δημοσιογράφος έλαβε γνώση των εν λόγω στοιχείων από κάποιον εισαγγελέα, ανακριτή, δικαστή ή γραμματέα. Ούτε ότι δήθεν προέβη σε χρήση υπηρεσιακού απορρήτου. Είναι σαφές και εύλογο ότι η συγκεκριμένη γνώση – πληροφορία για το περιεχόμενο της κατάθεσης Αβατάγγελου θα μπορούσε να ληφθεί από τον ίδιο τον καταγγέλλοντα ή ακόμη και από τρίτο πρόσωπο που γνώριζε το περιεχόμενο της επίμαχης κατάθεσης. Συνεπώς, και με δεδομένο ότι ο Τύπος έχει δικαιολογημένο ενδιαφέρον να αναφέρεται σε εκκρεμείς δικογραφίες για την ενημέρωση του αναγνωστικού κοινού, όπως συμβαίνει καθημερινά, χωρίς να κινείται καμία δικογραφία σε βάρος δημοσιογράφων, είναι προφανές ότι δεν τελέστηκε ούτε το αδίκημα της χρήσης υπηρεσιακού απορρήτου.

– Ακόμη, όπως και νομικοί κύκλοι σχολίαζαν στο Documento, στερείται σοβαρότητας και το άλλο σημείο του κλητήριου θεσπίσματος που αφορά την εμπλοκή Αβατάγγελου.

Άραγε πόθεν προκύπτει η κατηγορηματική αναφορά (που μάλιστα οδήγησε στην άσκηση δίωξης και σε βάρος Αβατάγγελου) ότι αυτός «με συνεχείς προτροπές και παραινέσεις έπεισε τον Κώστα Βαξεβάνη να τελέσει την άδικη πράξη ενώ γνώριζε ότι τα επίμαχο έγγραφο (σ.σ.: η κατάθεση Αβατάγγελου) προήλθε από άγνωστο υπάλληλο ο οποίος το γνωστοποίησε στον δημοσιογράφο παραβαίνοντας τα καθήκοντά του, παράπεισε δε τον συγκατηγορούμενό του να κάνει χρήση του εγγράφου με σκοπό να ωφεληθεί ο ίδιος και για να βλάψει τους κ.κ. Χ. Αθανασίου, Θ. Μπίρμπο και Π. Λυμπερόπουλο»;

Το χρονικό της αποκάλυψης και η προσπάθεια φίμωσης του Documento

Στις 18 Ιανουαρίου του 2016 ο Αλ. Αβατάγγελος εμφανίστηκε ενώπιον των εισαγγελέων Ελένης Τουλουπάκη, Χρήστου Ντζούρα και Γεωργίου Καλούδη και κατέθεσε ενόρκως για μια παράλληλη υπόθεση που αφορούσε τον ίδιο και τον δικηγόρο Ασημάκη Ασημακόπουλο. Σύμφωνα με την κατάθεσή του, όσο ο ίδιος βρισκόταν στη φυλακή ο δικηγόρος τού πρότεινε να τον αποφυλακίσει με αντάλλαγμα 800.000 ευρώ. Η αποφυλάκιση θα γινόταν με την παρέμβαση των ανθρώπων του υπουργού Δικαιοσύνης και συγκεκριμένα του Θεοχάρη Μπίρμπου που ήταν διευθυντής του γραφείου του υπουργού Χαρ. Αθανασίου και του συμβούλου του Παναγιώτη Λυμπερόπουλου.

Ο Αλ. Αβατάγγελος είχε καταθέσει στον λογαριασμό του Ασημακόπουλου στη UBS με αριθμό 490024024028588161-U 575.000 ευρώ προκειμένου να πληρωθεί η εγγύησή του. Ο Ασημακόπουλος δεν κατέθεσε τα χρήματα της εγγύησης, με αποτέλεσμα να προφυλακιστεί. Στη συνέχεια τον επισκέφθηκε τουλάχιστον δέκα φορές στη φυλακή και τον διαβεβαίωνε πως θα του επιστραφούν τα χρήματα. Σε μία από τις επισκέψεις συνοδευόταν από τον δικηγόρο Αριστοτέλη Χαραλαμπάκη. Τοποθετεί χρονικά αυτή την επίσκεψη στα τέλη Φεβρουαρίου του 2014. Παρουσία του Χαραλαμπάκη, ισχυρίζεται ο Αβατάγγελος, ο Ασημακόπουλος του πρότεινε, προκειμένου να έχει αίσιο τέλος η υπόθεσή του, να του δώσει 800.000 ευρώ για να τον απελευθερώσει, με τη βοήθεια των συνεργατών του υπουργού Χαρ. Αθανασίου.

Λέει συγκεκριμένα στην κατάθεσή του: «Συγκεκριμένα μου είπε πως αν αποδεχθώ αυτή την οικονομική συμφωνία δεν θα φτάσει η υπόθεση ενώπιον του κ. ανακριτή. Μου είπε ότι αυτός (Ασημάκης Ασημακόπουλος) και ο Αρ. Χαραλαμπάκης ήταν οι μόνοι ικανοί να φέρουν σε πέρας την υπόθεση της αποφυλάκισής μου. Όταν τους ρώτησα το ύψος της αμοιβής ο Ασημακόπουλος μου ανέφερε το ποσό των 800.000 ευρώ και το επιβεβαίωσε με κίνηση του κεφαλιού ο Χαραλαμπάκης. Οταν ρώτησα γιατί η αμοιβή ήταν τόσο υψηλή μου απάντησε ότι “θα έχεις την υποστήριξη του κ. Μπίρμπου, του οποίου ο υιός εργάζεται στο γραφείο μου εδώ και τέσσερα χρόνια και του Τάκη Λυμπερόπουλου”. Τότε τον ρώτησα ποιοι είναι αυτοί και μου απάντησε ότι ο κ. Μπίρμπος ήταν ο τότε διευθυντής του τότε υπουργού Δικαιοσύνης και ο κ. Λυμπερόπουλος ήταν σύμβουλος του υπουργού».

Στην ερώτηση των εισαγγελέων εάν τα συγκεκριμένα πρόσωπα γνώριζαν την επίκληση του ονόματός τους από τον Ασημακόπουλο ο Αβατάγγελος απαντά «το μόνο που γνωρίζω είναι ότι ο προαναφερόμενος κ. Μπίρμπος είχε σχέση με τον Ασημακόπουλο εκ της παρουσίας του υιού του στο γραφείο του. Εγώ ρώτησα τον κ. Χαραλαμπάκη αν το ποσό ισχύει και έγνεψε με το κεφάλι του καταφατικά λέγοντας: “Ο,τι ζητάει ο Ασημάκης ισχύει”».

Είναι προφανές ότι το δημοσίευμα αναφέρεται αμιγώς στα γεγονότα, δηλαδή στη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης για πιθανή ενεργητική και παθητική δωροδοκία, στην ιδιότητα των κατονομαζόμενων ως εμπλεκομένων, στις περίεργες συνθήκες της ανάκρισης σε βάρος του δικηγόρου Ασ. Ασημακόπουλου, δηλαδή μείωση της εγγύησής του από 500.000 σε 70.000 ευρώ, απουσία άρσης απορρήτου των τραπεζικών του λογαριασμών κ.λπ. Είναι εύλογο ότι το δημοσίευμα δεν θα μπορούσε ούτε θα έπρεπε να αθωώσει ή να καταδικάσει κανέναν, πολλώ δε μάλλον τον Χαρ. Αθανασίου, ο οποίος αναφέρεται με την ιδιότητά του ως πρ. υπουργού Δικαιοσύνης και ο οποίος επέλεξε ως συνεργάτες του στο υπουργείο τους στενούς του φίλους Θεοχ. Μπίρμπο και Παν. Λυμπερόπουλο. Στους δύο δικαστικούς λειτουργούς άλλωστε απευθύνθηκε το Documento πριν από τη δημοσίευση του επίμαχου άρθρου και δημοσιοποίησε τις ανύπαρκτες επί της ουσίας τοποθετήσεις τους.

Άλλωστε για το ίδιο θέμα, και μάλιστα προτού καν ληφθεί η ένορκη κατάθεση του Αλ. Αβατάγγελου, είχαν δημοσιευτεί και άλλα άρθρα στα ΜΜΕ (ενάντια στα οποία δεν στράφηκε ούτε ο Χαρ. Αθανασίου ούτε η εισαγγελία).

Κίνδυνος καταδίκης της Ελλάδας από τις πρακτικές της εισαγγελίας

Ως ακόμη μια υπόθεση που μπορεί να φέρει υπόλογη την ελληνική πολιτεία ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) χαρακτηρίζουν νομικοί κύκλοι τη δίωξη Βαξεβάνη.

Και αυτό γιατί τα ΜΜΕ κατά το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ, που ισχύει στη χώρα μας από το 1974, έχουν καθήκον να ενημερώνουν το κοινό για υποθέσεις και θέματα που έχουν δημόσιο ενδιαφέρον και αντίστοιχα το κοινό έχει δικαίωμα να ενημερώνεται για ζητήματα και υποθέσεις γενικού ενδιαφέροντος. Ειδικά εφόσον πρόκειται για πρόσωπα της δημόσιας ζωής ή θέματα δημόσιου ενδιαφέροντος, η ανάγκη ενημέρωσης του κοινού είναι εντονότερη. Για τον λόγο αυτό το ΕΔΔΑ αναγνωρίζει τον ρόλο των δημοσιογράφων ως δημόσιων φρουρών (public watchdogs), ήτοι την ελεγκτική λειτουργία του Τύπου, η οποία καλύπτει τη δυνατότητά του να στηλιτεύει τα κακώς κείμενα με τη δημοσιοποίηση και δημόσια κριτική τους. Μάλιστα με το υπ’ αρ. 64/2010 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ηλείας κρίθηκε ότι «η δημοσιοποίηση πληροφοριών που αφορούν σε δημόσια πρόσωπα και ανάγονται στην άσκηση των δημοσίων καθηκόντων τους είναι νόμιμη και υφίσταται σε κάθε περίπτωση το δικαίωμα πληροφόρησης του κοινού επί τυχόν σκανδάλου που τους αφορά.

Κατά συνέπεια η αποκάλυψη της κρίσης, που διέπει τη λειτουργία των θεσμών, καθιστά ανεκτή σε κάθε περίπτωση λόγω του εντόνου δημοσίου ενδιαφέροντος τη δημοσιοποίηση στοιχείων ντοκουμέντων». «Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου αναγνωρίζει τον ρόλο των δημοσιογράφων ως “public watchdog”, δηλαδή τον ρόλο του δημόσιου παρατηρητή, ήτοι την ελεγκτική λειτουργία του Τύπου, η οποία καλύπτει τη δυνατότητά του να στηλιτεύει τα κακώς κείμενα με τη δημοσιοποίηση και δημόσια κριτική τους, ενώ ούτε οι δικαστικές αρχές δεν δύνανται να εκφύγουν του δημοσιογραφικού ελέγχου και της άσκησης οξείας κριτικής…».

Documento Newsletter