Προκλητική η απολογία του δολοφόνου της 32χρονης εφοριακού καθώς το μόνο που δεν είπε είναι ότι… έφταιγε το θύμα.
Ο 58χρονος που έχει ομολογήσει ότι είναι ο δράστης της δολοφονίας της Δώρας Ζέμπερη, κατά την απολογία του στον ανακριτή κατηγόρησε την αστυνομία ότι… έγραψε ότι ήθελε.
Αρνήθηκε ότι είχε πρόθεση να δολοφονήσει την κοπέλα και περιγράφοντας το τι συνέβη το μοιραίο απόγευμα, το μόνο που παραδέχτηκε ήταν ότι έβγαλε μαχαίρι για να φοβερίσει την Δώρα επειδή του επιτέθηκε όταν κατάλαβε ότι της είχε κλέψει την τσάντα.
Αυτή όμως «είδε το μαχαίρι θύμωσε περισσότερο και με το ένα χέρι προσπάθησε να με πιάσει από το λαιμό και με το άλλο χέρι προσπάθησε να μου πιάσει το χέρι μου που κρατούσα το μαχαίρι».
Όταν μάλιστα ρωτήθηκε για την κατάθεσή του στην αστυνομία, όπου είχε αποτυπώσει διαφορετικά τα γεγονότα, απάντησε: «Οι αστυνομικοί μίλησαν μαζί μου ανεπίσημα σε ένα δωμάτιο και στην συνέχεια έγραψαν την κατάθεσή μου την οποία μου διάβασαν εν περιλήψει. Δεν είχα μαζί μου τα γυαλιά μου για να τη διαβάσω κι εγώ. Έτσι δεν ξέρω τι πραγματικά γράφτηκε. Λυπάμαι πολύ γι’ αυτό που έγινε. Επιθυμώ την εξέτασή μου από ψυχίατρο για να διαπιστωθεί η τοξικομανία μου.»
Ακολουθούν μερικά αποσπάσματα από την απολογία του 58χρονου που πήρε τον δρόμο για τις φυλακές.
«Αρνούμαι τις κατηγορίες της ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως της ληστείας με ιδιαίτερη σκληρότητα. Αποδέχομαι τις κατηγορίες της οπλοφορίας και της παράνομης οπλοχρησίας. Στις 18/10/2017 είχα πάει στο Β’ Νεκροταφείο Αθηνών με το σκοπό να αφαιρέσω μπρούτζινες καντήλες, τις οποίες στη συνέχεια θα πουλούσα για να εξασφαλίσω τη δόση μου, δεδομένου ότι είμαι 20 χρόνια τοξικομανής. Ήμουν σε κακή κατάσταση γιατί είχα δύο μέρες να πάρω τη δόση μου. Κάποια στιγμή είδα πάνω σ ένα πεζούλι μια τσάντα και πήγα να την κλέψω, καθώς θεώρησα ότι είχε χρήματα μέσα. Πήρα την τσάντα στα χέρια μου και κινήθηκα προς τα δεξιά για να φύγω. Τότε η παθούσα με έπιασα από πίσω από τα μαλλιά και μου είπε «αλήτη την τσάντα μου» και προσπάθησε να πάρει την τσάντα της πίσω. Την κοπέλα δεν την είχα δει καθώς πρέπει να ήταν σ’ ένα παρεκκλήσι. Ακολούθησε πάλη με την κοπέλα κατά τη διάρκεια της οποίας πέσαμε στο έδαφος και οι δύο.
Στη συνέχεια έβγαλα το μαχαίρι που είχα στην κατοχή μου για να την φοβερίσω για να με αφήσει να φύγω. Όταν όμως η παθούσα είδε το μαχαίρι θύμωσε περισσότερο και με το ένα χέρι προσπάθησε να με πιάσει από το λαιμό και με το άλλο χέρι προσπάθησε να μου πιάσει το χέρι με που κρατούσα το μαχαίρι. Ενδεχομένως όμως πριν μου πιάσει το χέρι έπιασε τη λεπίδα του μαχαιριού και έτσι δικαιολογούνται οι αμυχές που βρέθηκαν στο χέρι της. Τελικώς μου έπιασε το χέρι κι εγώ στην προσπάθειά μου να την αποφύγω τίναξα το χέρι μου για να αποφύγω το δικό της και πρέπει να τη χτύπησα στο πρόσωπο. Επακολούθησε πάλη μεταξύ μας καθώς προσπαθούσα να ξεφύγω ενώ εκείνη δε με άφηνε. Το πλήγμα στη θωρακική χώρα που φαίνεται σοβαρό δε θυμάμαι πως ακριβώς επήλθε.
Το πιθανότερο είναι ότι την χτύπησα εγώ όταν βρισκόμουν επάνω της στην προσπάθειά μου να στηριχτώ γιατί μου κρατούσε τα χέρια. Έχασα την ισορροπία μου και ενδεχομένως τη χτύπησα στο στήθος με το μαχαίρι πέφτοντας πάνω της. Υπάρχει και το ενδεχόμενο να έπεσε εκείνη πάνω στο μαχαίρι κατά τη διάρκεια της πάλης. Εκτιμώ ότι η πάλη με την παθούσα κράτησε 5-6 λεπτά. Κάποια στιγμή συνειδητοποίησε η παθούσα ότι έχει χτυπηθεί και με άφησε. Στηρίχτηκε στο ένα γόνατο για να σηκωθεί και άρχισε να περπατάει κρατώντας την κοιλιά και το αριστερό πλευρό της προς κάποιες γυναίκες από τις οποίες ζήτησε βοήθεια. Κατά τη διάρκεια της πάλης η παθούσα φώναξε δύο φορές «αστυνομία». Αμέσως αφού απομακρύνθηκε η παθούσα, πήρα την τσάντα και κατευθύνθηκα προς την έξοδο του νεκροταφείου, προς τις γραμμές του ΗΣΑΠ. Καθ’ οδόν διαπίστωσα ότι τα χέρια μου είχαν αίματα και τα σκούπισα με κάτι χαρτοπετσέτες που είχα στην τσέπη μου. Τις χαρτοπετσέτες τις πέταξα στο νεκροταφείο. Βγήκα από το νεκροταφείο και προχώρησα προς το γήπεδο της Ριζούπολης, σε ένα οικόπεδο πιο κάτω από το γήπεδο άδειασα την τσάντα και διαπίστωσα ότι μέσα είχε ένα πορτοφόλι το οποίο περιείχε 5 ευρώ και τραπεζικές κάρτες. Πήρα τα 5 ευρώ και το κινητό, ενώ την τσάντα την άφησα στο οικόπεδο. Ακολούθως κατέβηκα στην Ομόνοια και πήγα σε ένα μαγαζί Πακιστανών στην οδό Σοφοκλέους, όπου πούλησα το κινητό έναντι 20 ευρώ. Με τα χρήματα αυτά και τα 5 ευρώ αγόρασα από την πλατεία Βάθης ναρκωτικά. Μετά από λίγες ημέρες όταν έμαθα το θάνατο της κοπέλας, πήγα στο οικόπεδο που είχα αφήσει την τσάντα, έριξα λίγο πετρέλαιο και την έκαψα».