«Απολιτίκ»

Ένας γνωστός και έγκυρος δημοσιογράφος, αναφερόμενος στην κίνηση Κασσελάκη για τη δημιουργία νέου κόμματος, είχε πει ότι αυτό θα μπορούσε να έχει κάποια επιτυχία εφόσον θα απευθυνόταν στους «απολιτίκ».

Σε συζητήσεις που έκανα με φίλους και γνωστούς αριστερούς, τους οποίους εκτιμώ βαθιά, και τους έλεγα ότι στο Κίνημα Δημοκρατίας μου δίνει μεγάλες ελπίδες το γεγονός ότι συμμετέχουν ως εθελοντές πολλά νέα παιδιά, άκουσα να μου λένε, «ε, ναι, αφού είναι απολιτίκ».

Ομολογώ ότι αυτό τον απαξιωτικό όρο, «απολιτίκ», τον είχα χρησιμοποιήσει κι εγώ παλαιότερα, πράγμα που σημαίνει ότι δεν εφευρέθηκε τώρα, αλλά προϋπήρχε, εκφράζοντας τον διαχωρισμό ημών των «πολιτικοποιημένων» αριστερών, και των άλλων, που προσδιορίζονταν με τη λέξη «απολιτίκ».

Εμείς, οι παλιοί αριστεροί, οι της γενιάς του Πολυτεχνείου, οι χωμένοι βαθιά μέσα στην εποχή της πολιτικοποίησης, θεωρούσαμε τότε ότι είμασταν κατά κάποιον τρόπο, μια χαρισματική γενιά, και ότι οι διάδοχοί μας, ήταν μακριά και έξω από το κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι, ότι χαρακτηρίζονταν από αδιαφορία για τα κοινά, ενώ εμείς είμασταν πάντα στις επάλξεις των αγώνων για δημοκρατία και ελευθερία.

Εμείς, οι παλιοί «πολιτικοποιημένοι» αριστεροί, στη μεγάλη μας πλειοψηφία, είχαμε ενταχθεί σε κάποιο από τα κόμματα του λεγόμενου δημοκρατικού τόξου, ξεκινώντας από το ΠΑΣΟΚ και πηγαίνοντας πιο αριστερά, στο ΚΚΕ, στο ΚΚΕες., αργότερα στον Συνασπισμό, και μεταγενέστερα στον ΣΥΡΙΖΑ.

Κάποια στιγμή, μεσούσης της μεταπολίτευσης, γυρίσαμε πίσω το κεφάλι μας, και είδαμε τους «απολιτίκ» να αυξάνονται και να πληθύνονται. Και συνειδητοποιήσαμε ότι οι διάδοχοί μας, δηλαδή τα παιδιά μας, οι γενιές των σημερινών σαραντάρηδων-πενηντάρηδων, είχαν αρχίσει να γυρνούν την πλάτη στην πολιτική, στους πολιτικούς, στα κόμματα και εν γένει στο σύστημα.

Η ζωή προχωρούσε, κι εμείς, πάντα «πολιτικοποιημένοι αριστεροί», είτε είμασταν ενταγμένοι σε κόμματα είτε όχι, είναι σαν να ζούσαμε μέσα σε μια φούσκα, σε έναν θόλο προστασίας, στο δικό μας μικρόκοσμο, κρατώντας σφιχτά τις δημοκρατικές μας αξίες, τη συμμετοχή μας στα κοινά, μέχρι που, γυρνώντας το κεφάλι προς τα πίσω, συνειδητοποιήσαμε ότι αυτά, τα κοινά, δεν ήταν καθόλου κοινά, αλλά ήταν πολύ διαφορετικά από εκείνα που εμείς είχαμε ζήσει στα νιάτα μας και στα μεταπολιτευτικά χρόνια.

Οι περισσότεροι από μας, κάπως είχαμε καταφέρει να δημιουργήσουμε μια βολεμένη, τακτοποιημένη ζωή, πολλοί στο δημόσιο, λιγότεροι στον ιδιωτικό τομέα, μια ζωή σχετικής ευμάρειας. Αλλά, κοιτώντας κατάματα τα παιδιά μας, σαραντάρηδες και πενηντάρηδες, διαπιστώσαμε ότι εκείνα δεν μπορούσαν να στήσουν την ίδια βολεμένη και τακτοποιημένη ζωή, αλλά στηρίζονταν, ανήμπορα, στο δικό μας οικονομικό «λίπος».

Ήρθε η κρίση, ήρθαν τα μνημόνια, όσοι πρόλαβαν να φτιάξουν μια τακτοποιημένη ζωή, πρόλαβαν, κι έπειτα ήρθε ο καιρός των ισχνών αγελάδων. Οι πόρτες του δημοσίου άρχισαν να κλείνουν, η ευμάρεια των ετών της μεταπολίτευσης άρχισε να φθίνει, και οι λεγόμενοι «απολιτίκ» να πληθαίνουν. Μαζί με το ξεπούλημα της χρεοκοπημένης χώρας.

Και φτάνουμε στο σήμερα. Πολλά νέα και άξια παιδιά πήραν των ομματιών τους κι έφυγαν στην ξενιτιά για να βρουν την τύχη τους. Αυτοί που έμειναν, τα παιδιά μας και τα ανήψια μας, οι 25plus και οι σαραντάρηδες, αρνιόντουσαν να μας ακούσουν, έστρεφαν αλλού το κεφάλι και μας έλεγαν ότι εμείς φταίμε για τη σημερινή οικονομική και πολιτισμική μιζέρια που μαστίζει τη χώρα.

Κι εμείς, χαμηλώναμε τα μάτια και σιωπούσαμε. Διότι, τι να πεις στα παιδιά σου, όταν από τα τρία αγόρια σου τα δύο είναι άνεργα, όταν τα κορίτσια σου , πηγαίνουν το καλοκαίρι στα νησιά να γίνουν μπαργούμαν ή σερβιτόρες στα τουριστικά μαγαζιά, ή υπάλληλοι σε σούπερ μάρκετ, εποχιακοί, εργαζόμενοι των δύο-τριών μηνών με τους εργοδότες να τους δίνουν ψίχουλα, να τους διώχνουν εγκαίρως και να παίρνουν άλλους με πιο φτηνά μεροκάματα…και δεν υπάρχει λόγος να μακρηγορήσουμε επ’ αυτών των θεμάτων, τα οποία σήμερα είναι πασίγνωστα για την ανύπαρκτη αγορά εργασίας, την ακρίβεια, το πρόβλημα στέγης για τους νέους, τη φτωχοποίηση των μεσαίων και κατώτερων στρωμάτων, την πολιτισμική παρακμή, την κατάρρευση της ποιότητας ζωής που εμείς προλάβαμε να ζήσουμε…

Τα παιδιά μας και τα ανήψια μας, λοιπόν, 25plus μέχρι 45-50, έγιναν «απολιτίκ». Είναι αυτοί που αδιαφορούν για το πολιτικό γίγνεσθαι το οποίο μυρίζει πλέον σαπίλα, αυτοί που ακούνε «αριστερά» και «πολιτικοποίηση» και παίρνουν δρόμο, αυτοί που δεν πηγαίνουν πια ούτε για να ψηφίσουν, διαμορφώνοντας την όλο και μεγαλύτερη μάζα της αποχής, της τάξης του 45-60%.

Είναι η μάζα των «απολιτίκ», που δεν μπήκε στις στρούγκες των κομμάτων ή που έφυγε από αυτές, απηυδισμένη από το διεφθαρμένο σύστημα εξουσίας, τη ρεμούλα, τη λαμογιά, την κατάρρευση ακόμα και των θεμελιωδών δημοκρατικών θεσμών όπως η δικαιοσύνη, την αδιαφορία των συστημικών κομμάτων-ΝΔ,ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ,ΚΚΕ-για μια γενναία μεταρρύθμιση που έχει ανάγκη η χώρα, και εν γένει, την αδιαφορία τους για να προχωρήσει αυτή η χώρα και να γίνει μια ευνομούμενη πατρίδα που θα δίνει σε όλους ίσες ευκαιρίες στην επιτυχία, την ευτυχία και την αξιοπρεπή ζωή.

Αυτή λοιπόν η μάζα των «απολιτίκ», της αποχής από τα κοινά, περιμένει κάποιο φως στο σκοτάδι. Κι αν αυτό το φως, το προσφέρει το Κίνημα του «απολιτικ» «influencer» Στέφανου Κασσελάκη, εκεί θα πάνε. Φυσικά!

*Η Αλκμήνη Ψιλοπούλου είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας