Αποκαθιστώντας τη μνήμη σε φόντο θρησκευτικό

Αποκαθιστώντας τη μνήμη σε φόντο θρησκευτικό

Πρόσφατα, στις πρώην φυλακές του Επταπυργίου της Θεσσαλονίκης, στη διάρκεια εργασιών συντήρησης, ανακαλύφθηκαν ανθρώπινα οστά, προερχόμενα από ομαδικούς τάφους εκτελεσμένων κομμουνιστών την περίοδο του Εμφυλίου. Η ομαδική ταφή εκτελεσμένων κομμουνιστών ή σκοτωμένων σε μάχες ανταρτών του Δημοκρατικού Στρατού ήταν μια συνήθης πρακτική του «κράτους των εθνικοφρόνων», των νικητών του Εμφυλίου. Οι νεκροί αυτοί δεν είχαν καμία θέση στα κοιμητήρια, ενώ οι συγγενείς και οι οικογένειές τους δεν είχαν το δικαίωμα να παραλάβουν τα νεκρά τους σώματα και να φροντίσουν για την ταφή τους, σύμφωνα με τους πανάρχαιους ηθικούς κανόνες αυτού του τόπου.

Η Λέσβος δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση από αυτόν τον κανόνα της «Εθνικοφροσύνης». Στη διάρκεια του Εμφυλίου τα νεκρά σώματα των ανταρτών του ΔΣΕ φορτώνονταν σε ανοιχτά φορτηγά και αραμπάδες και περιφέρονταν στα χωριά για παραδειγματισμό του τοπικού πληθυσμού. Στην αρχή του πολέμου μάλιστα, δεν έλειψαν και οι ακρότητες από τη μεριά της Χωροφυλακής και των λίγων παρακρατικών. Ετσι, τον Νοέμβριο του 1946, τα κεφάλια δύο σκοτωμένων ανταρτών, αποκομμένα από το υπόλοιπο σώμα τους, τέθηκαν σε κοινή θέα σε καφενείο, στον Παπάδο της Γέρας.

Το γεγονός αυτό προκάλεσε τον αποτροπιασμό της μικρής τοπικής κοινωνίας στο σύνολό της και λειτούργησε απωθητικά για τους δράστες. Το ίδιο έγινε και με τη σορό του αντάρτη Στρατή Γζωντέλη ή Τινού από την Αγιάσο, που σκοτώθηκε σε συμπλοκή στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1948. Εκτέθηκε σε καρέκλα στην πλατεία του χωριού, προκαλώντας αντιδράσεις ακόμα και σε συντηρητικούς πολίτες.

Διαπόμπευση του πτώματος του σκοτωμένου αντάρτη Στρατή Γζωντέλη ή Τινού στην πλατεία Αγιάσου τον Σεπτέμβριος 1948 (ΑΡΧΕΙΟ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΚΟΥΤΣΚΟΥΡΔΗ)

 

Ο πόλεμος της μνήμης

Αμέσως μετά το τέλος του Εμφυλίου, από τη δεκαετία του ’50 και ώς το 1974, οι ηττημένοι του Εμφυλίου ήταν οι προδότες, οι «συμμορίτες», οι «Εαμοβούλγαροι». Ηταν ένας πόλεμος ολόκληρου του έθνους απέναντι στους εξωτερικούς εχθρούς, που υπονόμευαν την ύπαρξη και την ταυτότητά του. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ένας άλλος, ιδιόμορφος πόλεμος συνεχίστηκε στη Λέσβο. Ηταν ένας πόλεμος μνήμης, αλλά και σιωπών, με φόντο τα πτώματα των σκοτωμένων ανταρτών του Εμφυλίου. Το προσωπικό βιωματικό τραύμα των ανθρώπων ενσωματώθηκε στη συλλογική μνήμη, διαιωνίζοντας τις διχαστικές λογικές που επικράτησαν τα επόμενα χρόνια.

Σε αυτόν τον ιδιόμορφο πόλεμο, που είχε ως κέντρο του τη μνήμη της δεκαετίας του 1940, η Αριστερά έπαιρνε μέρος έχοντας το ηθικό πλεονέκτημα. Ειδικά στη Λέσβο, δεν είχε την ευθύνη της σύγκρουσης, ενώ η μεγάλη επιρροή που απέκτησε στην τοπική κοινωνία τα χρόνια της Κατοχής και της Απελευθέρωσης εξακολουθούσε να υπάρχει και τις επόμενες δεκαετίες, όπως έδειχναν τα κάθε λογής εκλογικά αποτελέσματα στο νησί.

Η συμβολική αποκατάσταση των ηττημένων του Εμφυλίου ήταν πάντα ένα ζητούμενο για την τοπική κοινωνία, ακόμα και την περίοδο της δεκαετίας του ’50. Η Λέσβος είναι από τα πολύ λίγα μέρη στην Ελλάδα στα οποία τις τελευταίες δεκαετίες έγιναν ανακομιδές οστών ανταρτών του Δημοκρατικού Στρατού. Γνωστοί ομαδικοί τάφοι ανταρτών στην Ελλάδα υπάρχουν αρκετοί, με πιο χαρακτηριστικό και μεγαλύτερο όλων εκείνον στον Λάκκο της Φλώρινας, όπου μετά τη μάχη και την αποτυχία της κατάληψης της πόλης από τον ΔΣΕ, θάφτηκαν ομαδικά πάνω από 700 μαχητές. Ο τάφος αυτός δεν άνοιξε ποτέ, παρόλο που έχουν περάσει 76 χρόνια από τη μάχη. Ενα επιβλητικό μνημείο με τα ονόματα των σκοτωμένων μαχητών είναι εκεί για να θυμίζει τη μάχη. Ποτέ όμως δεν έγινε συστηματική προσπάθεια, ούτε από το ΚΚΕ, για την ανακομιδή των οστών, την ταυτοποίησή τους και τον ενταφιασμό τους σε κοιμητήρια.

Αντίθετα στη Λέσβο, αμέσως μετά το τέλος του Εμφυλίου, ξεκίνησε η προσπάθεια αποκατάστασης της μνήμης των νεκρών ανταρτών, μέσα από την ανακομιδή των λειψάνων τους. Είναι χαρακτηριστικό πως αυτός ο πόλεμος της μνήμης είχε απολύτως τοπικά χαρακτηριστικά, που συνδέονται εκτός από όλα τα άλλα και με τις βαθιές θρησκευτικές παραδόσεις των Λεσβίων.

Ουσιαστικά υπήρξαν τρεις περίοδοι ανακομιδής λειψάνων ανταρτών στο νησί της Λέσβου. Η πρώτη ήταν αμέσως μετά τον Εμφύλιο, στις αρχές της δεκαετίας του 1950, και οι άλλες δύο στη Μεταπολίτευση∙ την περίοδο 1982-1989 και την περίοδο 2008-2010.

Στα μολυβένια χρόνια

Στην πρώτη περίοδο των αρχών της δεκαετίας του 1950 έγιναν ανακομιδές οστών από τους συγγενείς των σκοτωμένων ανταρτών μεμονωμένα και κρυφά από το επίσημο κράτος.

Ο Θανάσης Στεφάνου, αντάρτης από το χωριό Κώμη της Λέσβου, σκοτώθηκε την Πρωτοχρονιά του 1949 στην ανατίναξη της αγροικίας της Ελένης Ιορδάνογλου, της «Τσερκέζας», στην πιο εντυπωσιακή ενέργεια της Χωροφυλακής της Λέσβου εναντίον του ΔΣΕ στη Λέσβο, στην οποία σκοτώθηκαν έξι αντάρτες και τραυματίστηκαν επτά.

Ο Δημήτρης Κονιαρέλλης, εγγονός του Στεφάνου, θυμάται όσα του μετέφερε μεταγενέστερα η μητέρα του, κόρη του Θανάση Στεφάνου:

«Η εκταφή έγινε με άκρα μυστικότητα τρία χρόνια μετά, το 1953, και σ’ αυτή βοήθησε ο εκλεγμένος με την παράταξη του Κέντρου πρόεδρος του χωριού Ιππειος. Η γιαγιά μου πήρε τα οστά του άντρα της και τα μετέφερε στην Κώμη, για να μπουν στο οστεοφυλάκιο του χωριού. Συνάντησε όμως τη σκαιά αντίδραση του παπά του χωριού, που της είπε πως οστά από σκυλιά και προδότες Εαμοβούλγαρους δεν χωρούν στο οστεοφυλάκιο του χωριού. Η γιαγιά μου τότε έβγαλε τη βέρα της και μαζί με τα οστά την πέταξε στο χωνευτήρι κι έφυγε».

Τον καιρό της Αλλαγής

Αμέσως μετά την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, το 1981, υπήρξαν τέσσερις περιπτώσεις επικήδειων τελετών που συνοδεύτηκαν με εκταφές οστών από τους πρόχειρους ομαδικούς τάφους τους.

Οι εκταφές έγιναν με πρωτοβουλία κυρίως των συγγενών των σκοτωμένων ανταρτών, των παλαιών συντρόφων-συναγωνιστών τους στον Δημοκρατικό Στρατό της Λέσβου, αλλά και της τοπικής οργάνωσης του ΚΚΕ. Την κάθε εκταφή ακολουθούσε και η κανονική ταφή μετά από επικήδεια νεκρώσιμη ακολουθία στο κοιμητήριο.

Εκταφές ομαδικών τάφων σκοτωμένων ανταρτών του ΔΣΕ στην Κράτηγο 5/12/1982 (ΑΡΧΕΙΟ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΚΟΥΤΣΚΟΥΡΔΗ)
Εκταφές ομαδικών τάφων σκοτωμένων ανταρτών του ΔΣΕ στο χωριό Λάμπου Μύλοι τον Ιούλιο 1983 (ΑΡΧΕΙΟ ΣΤΡΑΤΗ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ)

 

Η πρώτη εκταφή αφορούσε τα οστά του αντάρτη Δημήτρη Πιταούλη, που σκοτώθηκε από ατύχημα. Παρόλο που η πολιτική του κηδεία είχε γίνει όταν σκοτώθηκε από τους συντρόφους του με την πρέπουσα επισημότητα, την 1η Αυγούστου 1982 έγινε μια δεύτερη κηδεία από το ΚΚΕ και τους επιζήσαντες συντρόφους του.

Στη συνέχεια, έγιναν άλλες τρεις εκταφές:

Η πρώτη, στις 5 Δεκεμβρίου του 1982 στην περιοχή Κρατήγου της Μυτιλήνης, αφορούσε επτά εκτελεσμένους αντάρτες που συνελήφθησαν μετά τη συμπλοκή στο ύψωμα «Αετός» και καταδικάστηκαν σε θάνατο από το έκτακτο Στρατοδικείο Μυτιλήνης. Στο πρόχειρο αυτό ομαδικό μνήμα είχε προηγηθεί, 35 χρόνια πριν, μια άλλη πράξη συμβολικής αντίστασης. Την Πρωτομαγιά του 1947, το Γυμνάσιο Θηλέων της Μυτιλήνης πήγε εκδρομή κοντά στον φρέσκο ομαδικό τάφο των ανταρτών. Ορισμένες μαθήτριες άφησαν στον τάφο μερικά λουλούδια σε ένδειξη σεβασμού. Το γεγονός μαθεύτηκε στην πόλη της Μυτιλήνης και στάθηκε ικανό για τη σκληρή πειθαρχική τιμωρία των μαθητριών, αλλά και της καθηγήτριάς τους.

Δύο μήνες πριν από την εκδήλωση της εκταφής, στις δημοτικές εκλογές του 1982, το ΚΚΕ είχε κερδίσει με δικό του υποψήφιο πανηγυρικά τον δήμο της Μυτιλήνης. Ετσι στην εκδήλωση ήταν παρόντες ο νεοεκλεγμένος δήμαρχος της πόλης και μέλος τότε του ΚΚΕ, Στρατής Πάλλης, μαζί με αρκετούς δημοτικούς συμβούλους του ΚΚΕ.

Λίγους μήνες μετά, τον Ιούλιο του 1983, γίνεται μια δεύτερη εκταφή στο χωριό Λάμπου Μύλοι για τους νεκρούς της μάχης του Σεϊτάν Ντερέ. Ο Γιώργος Σκούφος, επιζών παλιός συναγωνιστής τους, που είχε πάρει μέρος σε αυτή τη μάχη, ήταν ο κύριος ομιλητής στην εκδήλωση. Ανάμεσα στα άλλα είπε για τους νεκρούς της συμπλοκής:

«Πίσω μας έμειναν οι νεκροί. Τους φόρτωσαν το πρωί σε ζώα και τους πέταξαν έξω από το χωριό. Σε κοινή θέα για παραδειγματισμό… Υστερα τους πέταξαν στον λάκκο κι επάνω έβαλαν μια ταμπέλα: “Επεσαν υπέρ Βουλγαρίας”… Είναι γεγονότα που δείχνουν την ποιότητα των αντιπάλων μας. Οχι των φυσικών αυτουργών. Αυτοί “ου γαρ είδασι τι ποιούσι”. Μα των άλλων, της μιας χούφτας ανθρώπων που σχεδίασαν και εξαπέλυσαν αυτήν την αιματοχυσία. Δεν την ονομάζω εμφύλιο… Οταν στη διαμάχη προστίθεται μια ξένη δύναμη, στην προκειμένη περίπτωση η Αμερική, τότε τα πράγματα αλλάζουν εντελώς…».

Τέλος, μια τρίτη εκταφή έγινε την Κυριακή 9 Οκτωβρίου του 1983 στην Αγία Παρασκευή και αφορούσε τα λείψανα των πέντε νεκρών της συμπλοκής στην περιοχή «Αντρια» της Αγιάσου, που ήταν και η τελευταία συμπλοκή του Εμφυλίου στη Λέσβο, στις 5 Οκτωβρίου 1950. Στην εκταφή αυτή ήταν παρόντες συναγωνιστές των σκοτωμένων ανταρτών, τοπικά στελέχη του ΚΚΕ, αλλά και συγγενείς των νεκρών. Η τοπική εφημερίδα «Εμπρός», όργανο τότε της Ν.Ε. Λέσβου του ΚΚΕ, στις 14 Οκτωβρίου 1983, μας μεταφέρει το κλίμα της εκδήλωσης:

«Οταν τα λείψανά τους βρέθηκαν, σχηματίστηκε τιμητική φρουρά από τους συμπολεμιστές τους […], που επέζησαν. Από μέρους τους πήρε τον λόγο ο Γιώργος Σκούφος… “Μέρες και νύχτες, μήνες και χρόνια περιμέναμε [αυτή] τη μεγάλη στιγμή. Μερικοί νόμισαν πως δεν θάρθει… Χάρη στους αγώνες του λαού η ελπίδα έγινε πραγματικότητα…”».

Και αφού επισημάνει πως υπάρχουν κι άλλοι θαμμένοι αγωνιστές του Εμφυλίου που οι τάφοι τους είναι ακόμα άγνωστοι, η εφημερίδα κλείνει την αναφορά της στην εκδήλωση ως εξής:

«Μια μακριά πομπή, τέτοια που δεν ξανάδε το χωριό… ξεκινά για την εκκλησία. Μόνο η πέννα του Μυριβήλη στο “Βασίλη τον Αρβανίτη” μπόρεσε κάπως να πλησιάσει το μεγαλείο μιας τέτοιας στιγμής. Η τελετή έκλεισε στην εκκλησία του χωριού με την ταυτοποίηση των οστών. Μετά 33 χρόνια…».

H Γιασεμή Πασχαλιά την ώρα που αναγνωρίζει το κρανίο του σκοτωμένου συζύγου της, καπετάνιου του ΔΣΕ, Κυριάκου Πασχαλιά, κατά την εκταφή ομαδικού τάφου πέντε σκοτωμένων ανταρτών του ΔΣΕ Λέσβου στην Αγία Παρασκευή. 9/10/1983. (ΑΡΧΕΙΟ Α. ΚΟΜΝΗΝΑΚΑ & Π. ΚΟΥΤΣΚΟΥΡΔΗ)

 

Ο νεαρός τότε κοινοτικός σύμβουλος της Αγίας Παρασκευής, Απόστολος Κομνηνάκας, που ήταν παρών στην τελετή, θυμάται:

«Η γυναίκα του σκοτωμένου αντάρτη Κυριάκου Πασχαλιά, Γιασεμή, καθώς αναγνώρισε το κρανίο του άντρα της, έβγαλε μια κραυγή που ακόμα τη θυμάμαι κι ανατριχιάζω. Μου ήρθε στο μυαλό η φωτογραφία της μάνας πάνω απ’ το νεκρό παιδί της την Πρωτομαγιά του 1936 στη Θεσσαλονίκη».

Οι εκταφές γίνονταν μέσα σε συγκινησιακά φορτισμένη ατμόσφαιρα και θεωρούνταν από τους συντελεστές τους ως μια υποχρέωση, μια ακόμα μάχη, αυτή τη φορά ενάντια στη λήθη, ενάντια στην απαξίωση και την αποβολή από το εθνικό σώμα που επιφύλαξε το μετεμφυλιακό κράτος στους ηττημένους.

Εθνική συμφιλίωση

Στις πρώτες εκταφές στις αρχές της δεκαετίας του 1980 συμμετέχουν μόνο μέλη και οπαδοί του ΚΚΕ.

Είκοσι πέντε χρόνια μετά όμως, τον Ιούλιο του 2009, μια αντίστοιχη εκταφή στο νεκροταφείο του Ιππείου για την εύρεση των οστών των νεκρών ανταρτών στην ανατίναξη στην αγροικία-«ντάμι» της Ελένης Ιορδάνογλου («Τσερκέζας»), την Πρωτοχρονιά του 1949, διοργανώθηκε από τον εκλεγμένο με τη στήριξη της Νέας Δημοκρατίας δήμαρχο της περιοχής, Μιχάλη Πολυπαθέλλη. Ο δήμαρχος μάλιστα απέστειλε σχετική επιστολή στη Ν.Ε. Λέσβου του ΚΚΕ καλώντας την να πάρει μέρος στην τελετή. Στην επιστολή ο δήμαρχος σημειώνει μεταξύ άλλων: «Επειδή το συγκεκριμένο συμβάν αποτελεί αφενός μεν ιστορικό γεγονός και αφετέρου οι νεκροί είναι νεκροί και δικαιούνται να ενταφιαστούν σαν όλους τους ανθρώπους, […] άποψή μας είναι ότι τα συμβάντα αυτά πρέπει να αναδεικνύονται για πολλούς λόγους».

Για τους εκπροσώπους της Δεξιάς η συμμετοχή στις τελετές «δεύτερης ταφής» ήταν μια κίνηση με συγκεκριμένο στόχο. Με την παρουσία τους, στο ούτως ή άλλως «κόκκινο» νησί της Λέσβου, προσδοκούσαν να αρθούν οι αμαρτίες των πολιτικών τους προγόνων του μεταβαρκιζιανού και μετεμφυλιακού καθεστώτος. Ηταν άλλωστε η εποχή που το «στρογγύλεμα» της Ιστορίας άρχισε να βρίσκει πολλούς υποστηρικτές. Εξάλλου, έναν χρόνο πριν, το 2008, ο πρωθυπουργός και πρόεδρος της Ν.Δ. Κώστας Καραμανλής είχε εγκαινιάσει το Μουσείο της Δημοκρατίας στον Αϊ-Στράτη.

Κατά τα λοιπά, οι εκταφές των σκοτωμένων ανταρτών του Δημοκρατικού Στρατού της Λέσβου έχουν τη σφραγίδα της τοπικής κοινωνίας. Εγιναν με πρωτοβουλία τοπικών παραγόντων, χωρίς τη συμμετοχή και εντολή του κεντρικού μηχανισμού του ΚΚΕ. Η κοινωνία του νησιού ένιωθε την ανάγκη, έστω και πολλά χρόνια μετά, να αποκαταστήσει τους λογαριασμούς της με το παρελθόν. Γιατί όπως δήλωσε και ο δεξιός δήμαρχος Ευεργέτουλα, «οι νεκροί είναι νεκροί και αξίζουν κατ’ ελάχιστον να ταφούν σύμφωνα με τα έθιμα και τις παραδόσεις μας… Και φυσικά είναι ανάγκη να πέσει φως στα γεγονότα της εποχής αυτής».

Οι επίσημες τελετές κατά την εκταφή των οστών και η νεκρώσιμη ακολουθία με την παρουσία του κλήρου έγιναν με όλο το τελετουργικό που ορίζει η εκκλησία. Η θρησκευτική τελετή, σε μια κατ’ εξοχήν πολιτική εκδήλωση μνήμης, αποσκοπούσε να αποκαταστήσει σε συμβολικό επίπεδο την ταπείνωση που υπέστησαν οι αντάρτες όταν σκοτώθηκαν με τη διαπόμπευση των νεκρών σωμάτων τους από χωριό σε χωριό. Τα οστά αποδίδονται στους συγγενείς και συντρόφους τους για ταφή με βάση τα θρησκευτικά ήθη, αποκαθιστώντας έτσι την τιμή και την υπόσταση των νεκρών, έστω και πολλά χρόνια μετά τον θάνατό τους.

Η δεύτερη ταφή των ανταρτών επιβεβαιώνει την ιδιαιτερότητα του κομμουνιστικού κινήματος στη Λέσβο σε σχέση με εκείνο της υπόλοιπης Ελλάδας. Η λεσβιακή κοινωνία φαίνεται σαν να θέλει να υπερβεί και σε συμβολικό επίπεδο το πρόσφατο διχαστικό παρελθόν. Και καθώς τα οστά των σκοτωμένων «συμμοριτών» μπορούν πλέον να συνυπάρχουν στα οστεοφυλάκια των χωριών δίπλα σε εκείνα των αντιπάλων τους, οι αντιθέσεις αμβλύνονται και οι χθεσινοί θανάσιμοι εχθροί μπορούν πλέον ισότιμα να συνυπάρχουν σε μια ειρηνική συμβίωση.

*Ο Δημήτρης Μάντζαρης είναι διδάκτορας Ιστορίας Πανεπιστημίου Αιγαίου

**Το κείμενο βασίστηκε σε σχετική εισήγηση στο συνέδριο «50 χρόνια από την πτώση της δικτατορίας: Η δεκαετία του 1940 στη Μεταπολίτευση – Ταυτότητες, διακυβεύματα, στρατηγικές», που διοργάνωσε το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας 27-29 Σεπτεμβρίου 2024.

Πηγή: efsyn.gr

Documento Newsletter