Το μεγάλο κόλπο της UBS και της HSBC στην Ελλάδα για την απόκρυψη περιουσιακών στοιχείων.
Είναι δύο από τις μεγαλύτερες τράπεζες στον κόσμο και συγκεντρώνουν μερικά από τα μεγαλύτερα πρόστιμα που έχουν επιβληθεί για παράτυπες έως και παράνομες πρακτικές. Πολλές από τις αμαρτίες τους δεν θα έβγαιναν στη φόρα αν δεν υπήρχαν δύο «βαθιά λαρύγγια» – πρώην υπάλληλοι των τραπεζών που, ο καθένας για δικούς του λόγους, αποφάσισαν να συνεργαστούν με τις αρχές για να εκθέσουν τα μυστικά τους όχι μόνο σε θέματα συνέργειας σε φοροδιαφυγή αλλά και σε ξέπλυμα μαύρου χρήματος και σε συνεργασία με φυσικά και νομικά πρόσωπα που περιλαμβάνονταν σε διεθνείς λίστες κυρώσεων. Και, φυσικά, η δραστηριότητα αυτών των τραπεζών στην Ελλάδα δεν ήταν ακριβώς αναμάρτητη.
Το Documento, έπειτα από μακροχρόνια έρευνα, αποκαλύπτει νέα στοιχεία για τα καμώματα της UBS και της HSBC στην Ελλάδα, τα οποία δείχνουν ότι οι δράσεις τους μόνο ως «μεμονωμένα περιστατικά» δεν μπορούν να χαρακτηριστούν σε σχέση με τη βοήθεια που παρείχαν σε πελάτες προκειμένου να αποκρύψουν περιουσιακά στοιχεία από τις ελληνικές αρχές.
Τα στοιχεία για τις δραστηριότητες των αμαρτωλών τραπεζών στην Ελλάδα προέρχονται από ντοκουμέντα που αποκαλύπτουν ότι χρησιμοποιούνταν υπάλληλοι εκτός ελληνικού εδάφους που επισκέπτονταν την Ελλάδα και συμβούλευαν Ελληνες καταθέτες να ανοίξουν offshore για να γλιτώσουν τη φορολόγηση ή σε άλλη περίπτωση προσφέρονταν κίνητρα σε τραπεζικά στελέχη για να παραπέμπουν πελάτες να ανοίγουν λογαριασμούς και να τοποθετούν κεφάλαια σε δικαιοδοσίες εκτός Ελλάδας, με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει για τη χασούρα των δημόσιων εσόδων της χώρας.
HSBC: «Παρέκαμψε» τον ευρωπαϊκό νόμο για τους φόρους
Ιούλιος 2005. Η εφαρμογή του ευρωπαϊκού φόρου επί των τόκων των καταθέσεων (European Savings Directive – ESD) ξεκινάει και οι Ευρωπαίοι πολίτες με τραπεζικούς λογαριασμούς στην Ελβετία καλούνται να πληρώσουν αρχικά φόρο ύψους 15% από τα εισοδήματα που έχουν από τόκους και μερίσματα. Εκείνη τη χρονιά καταγράφεται και ένα σπάνιο φαινόμενο για τα ελβετικά δεδομένα της τραπεζικής σταθερότητας: όπως παρατήρησε ο Δανός οικονομολόγος Νιλς Γιόχανσεν, που εξειδικεύεται σε θέματα φοροδιαφυγής και φοροαποφυγής, το δεύτερο εξάμηνο του 2005 οι καταθέσεις των Ευρωπαίων πολιτών σε ελβετικές τράπεζες υποχώρησαν κατά 40% σε σχέση με το πρώτο εξάμηνο. Η διαχωριστική γραμμή αυτής της κολοσσιαίας διαφοράς έπεφτε ακριβώς πάνω στον μήνα εφαρμογής του ESD. Ταυτόχρονα, ένα άλλο φαινόμενο εξελισσόταν στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Γιόχανσεν, την ίδια περίοδο οι προερχόμενες από ελβετικές τράπεζες καταθέσεις στον Παναμά αυξήθηκαν κατά 129%.
Τον Φεβρουάριο του 2005, πέντε μήνες προτού ενεργοποιηθεί ο ευρωπαϊκός φόρος επί των τόκων, πελάτες της HSBC Private Bank που διατηρεί την έδρα της στη Γενεύη έλαβαν επιστολή, με την οποία ο τότε γενικός διευθυντής και ο επικεφαλής επί των φορολογικών θεμάτων της τράπεζας ανέφεραν: «Θα πρέπει να γνωρίζετε τις διαφορετικές επιλογές που υπάρχουν για να μετριαστούν οι οικονομικές επιπτώσεις αυτού του φόρου».
Την περίοδο αυτή ο Ερβέ Φαλσιανί εργαζόταν ακόμη για λογαριασμό της HSBC στο Μονακό. Λίγους μήνες μετά πήρε μετάθεση στην HSBC Private Bank Γενεύης, όπου ανέλαβε την αναβάθμιση του πληροφοριακού συστήματος της τράπεζας – μια θέση που του έδωσε τη δυνατότητα να γίνει ο πρωταγωνιστής της μεγαλύτερης διαρροής τραπεζικών δεδομένων στην Ιστορία. Από τα δεδομένα που διέρρευσαν διαγράφονται ανάγλυφα οι πρακτικές που ακολουθήθηκαν ώστε «να μετριαστούν οι οικονομικές επιπτώσεις» του ESD στις καταθέσεις των πελατών με τη βοήθεια των υπαλλήλων της τράπεζας.
Σχεδόν μία δεκαετία αργότερα, μετά την επιστολή για τις «επιλογές», κατά τη διάρκεια δικαστικής έρευνας στο Βέλγιο οι ανακριτικές αρχές υπενθύμισαν στον σύμβουλο της HSBC Private Bank Ντέιβιντ Γκαρίντο κάποιες δηλώσεις τις οποίες είχε κάνει νωρίτερα ο ίδιος στις γαλλικές αρχές, οι οποίες επίσης ερευνούσαν το θέμα: «Καμία ελβετική τράπεζα δεν γνώριζε ότι ήταν παράνομο να προσφέρει δομές (σ.σ. εταιρείες offshore) προς τους πελάτες προκειμένου αυτοί να μην εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας του φόρου ESD» είχε πει στους Γάλλους ο Γκαρίντο. Τον Οκτώβριο του 2014, κατά τη μαρτυρία του στις βελγικές αρχές, ανέφερε ότι «σήμερα μια τράπεζα συμμορφωμένη με τους κανονισμούς θα είχε διαφορετική προσέγγιση στο θέμα». Και η HSBC τώρα αυτό κάνει, πρόσθεσε ο Γκαρίντο.
Ωστόσο, το γεγονός και μόνο ότι κάποιες τράπεζες πρόσφεραν προϊόντα για να παρακάμπτεται –λιγότερο ή περισσότερο– ένας νόμος της Ευρωπαϊκής Ενωσης αποτελεί για πολλούς σκάνδαλο.
Στο πλαίσιο της συμφωνίας του ESD, τα μέλη της ΕΕ και συνεργαζόμενα κράτη εκτός ΕΕ δεσμεύθηκαν για την ανταλλαγή πληροφοριών όσον αφορά τα έσοδα από τόκους ενός Ευρωπαίου πολίτη ανάμεσα στη χώρα όπου έχει καταθέσεις και τη χώρα στην οποία ζει. Η ελβετική κυβέρνηση, θέλοντας να προασπίσει το εθνικό προϊόν της, το τραπεζικό απόρρητο, απέρριψε τότε την ανταλλαγή πληροφοριών για τους Ευρωπαίους που είχαν καταθέσεις σε ελβετικές τράπεζες και αντ’ αυτού συμφώνησε να παρακρατεί το 15% επί των τόκων Ευρωπαίων πολιτών και να τον αποδίδει στις χώρες ΕΕ όπου έχουν τη φορολογική έδρα τους οι καταθέτες χωρίς να αποκαλύπτει το όνομά τους ή άλλες πληροφορίες.
Όμως ο ESD αφορούσε μόνο φυσικά πρόσωπα και όχι εταιρείες – οι Ελβετοί δεν ήταν αναγκασμένοι να παρακρατούν φόρο από τους τόκους των καταθέσεων σε λογαριασμούς που ανήκαν σε εταιρείες. Αυτό το παράθυρο στη συμφωνία έσπευσε να αξιοποιήσει η HSBC Private Bank, όπως ακριβώς φαίνεται από τη διαρροή του Φαλσιανί, με υπάλληλους της τράπεζας αρκετές φορές να ξεκινάνε από τα κεντρικά στη Γενεύη για να προσεγγίσουν πελάτες σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, προσφέροντάς τους ως λύση για να παρακάμψουν τον ESD την ίδρυση offshore. Αυτό ακριβώς έκαναν και στην περίπτωση της Ελλάδας.
Στο υλικό που διέρρευσε από τον Φαλσιανί και στις καρτέλες Excel που δημιουργήθηκαν από τις γαλλικές αρχές που έλαβαν τα στοιχεία από τον πρώην υπάλληλο της HSBC υπάρχουν αναφορές των υπαλλήλων όπου καταγράφονται οι προτάσεις τους προς τους πελάτες για τη δημιουργία offshore έτσι ώστε να «παρακαμφθεί» ο ευρωπαϊκός φόρος επί των τόκων των καταθέσεων. Αυτές οι αναφορές των υπαλλήλων ονομάζονται «visit reports» και εντοπίζονται στο κάτω μέρος των αρχείων Excel που δημιούργησαν οι γαλλικές αρχές και διένειμαν σε συνεργαζόμενα ευρωπαϊκά κράτη και, φυσικά, στην Ελλάδα.
Μεγαλοπελάτες
Από την έρευνα του Documento σε διαθέσιμα στοιχεία των visit reports με άρωμα Ελλάδας προκύπτει ότι υπάλληλοι της HSBC επισκέπτονταν επί ελληνικού εδάφους τη χρονιά εφαρμογής του ESD Ελληνες πελάτες που διατηρούσαν λογαριασμούς στη Γενεύη και ανά τακτά χρονικά διαστήματα κατά το κρίσιμο διάστημα πριν από την εφαρμογή του νόμου επικοινωνούσαν και τηλεφωνικά μαζί τους, προτρέποντάς τους να ανοίξουν εταιρεία offshore ώστε να αποφύγουν το «χαράτσι» του 15% επί των τόκων.
«Εχουμε κάνει μια προσφορά στον πελάτη για τη δημιουργία ενός ιδρύματος. Βρήκε την τιμή του πακέτου πολύ υψηλή σε σύγκριση με αυτά που ζητούν άλλες τράπεζες. Εγιναν συνεχείς προσπάθειες για τη μείωση της τιμής. Εξακολουθεί να τη βρίσκει υψηλή. Ο πελάτης αποφάσισε να δημιουργήσει μια εταιρική δομή με την UBS, αλλά παρ’ όλα αυτά να κρατήσει τον λογαριασμό εδώ και να αναπτυχθούν ακόμη περισσότερο. Εμείς θα λάβουμε τα έγγραφα για να ανοίξουμε έναν εταιρικό λογαριασμό στο όνομά του (για λόγους ESD)» αναφέρεται σε visit report του Μαΐου 2005 που αφορά Ελληνα πελάτη. Τελικά στην κατοχή της offshore με την επωνυμία Makag Valley Ltd και έδρα τις Μπαχάμες πέρασαν 2 εκατομμύρια δολάρια, σε τραπεζικό λογαριασμό που δημιουργήθηκε τον Αύγουστο του 2005.
Σε άλλη αναφορά υπαλλήλου για Ελληνα πελάτη, και πάλι λίγο καιρό πριν εφαρμοστεί ο ESD, καταγράφεται επίσκεψη κατά την οποία αποφασίζεται «ο πελάτης να ανοίξει εταιρικό λογαριασμό όπου θα μεταφέρουμε όλα τα περιουσιακά στοιχεία του από τον αριθμημένο του λογαριασμό (για λόγους ESD)». Οπως φαίνεται από τα διαθέσιμα στοιχεία, εκείνη την περίοδο δημιουργήθηκε η Yaleford Enterprises Inc. με έδρα τον Παναμά και στην κατοχή της βρέθηκαν περισσότερα από 9 εκατομμύρια δολάρια, τα οποία φέρεται να προέρχονται από τον προηγούμενο, μη ονομαστικό λογαριασμό του πελάτη.
Και εξ αποστάσεως
Οι διευθετήσεις για την αποφυγή του ευρωπαϊκού φόρου δεν γίνονταν μόνο από κοντά αλλά και εξ αποστάσεως. Οπως εντοπίστηκε σε visit report για Ελληνα πελάτη όπου περιγράφεται τηλεφωνική επικοινωνία της 6ης Ιουνίου 2005, λιγότερο από έναν μήνα προτού ισχύσει ο ευρωπαϊκός φόρος επί των τόκων των καταθέσεων: «Κάλεσα τον πελάτη για να τον ενημερώσω για την κατάσταση του ESD. Οι ετήσιοι τόκοι στον λογαριασμό του είναι περίπου 25.000 δολάρια και ο φόρος 15% που εφαρμόζεται θα είναι περίπου 3.750 δολάρια. Θα ήταν χρήσιμο γι’ αυτόν να δημιουργήσει μια υπεράκτια εταιρεία. Θα ήθελε να το σκεφτεί. Ακούγεται καλή ιδέα, αλλά πρέπει να το σκεφτώ. Θα επικοινωνήσει μαζί μας σε σύντομο χρονικό διάστημα. Του τόνισα ότι η ημερομηνία (εφαρμογής του ESD) είναι αρκετά σύντομα, αλλά ο ίδιος με διαβεβαίωσε ότι δεν τον πειράζει να καταβάλει τον φόρο του 15% σε περίπτωση που χάσει την προθεσμία».
Στις αρχές του προηγούμενου μήνα έγινε γνωστό ότι εισαγγελέας στο Παρίσι εισηγήθηκε τη δίωξη της HSBC για υποβοήθηση στη φοροδιαφυγή Γάλλων καταθετών της τράπεζας, βασιζόμενος σε στοιχεία που προέκυψαν από τη διαρροή Φαλσιανί. Οι γαλλικές αρχές είχαν ρίξει στο τραπέζι το ενδεχόμενο του συμβιβασμού με την τράπεζα, προτείνοντας αρχικά την καταβολή εγγύησης ύψους άνω του 1 δισ. ευρώ προκειμένου να μην προχωρήσουν σε διώξεις – ποσό που αργότερα έπεσε στα 100 εκατ. ευρώ. Και στις δύο περιπτώσεις η τράπεζα αρνήθηκε την καταβολή εγγύησης και τώρα, όπως φαίνεται, θα προχωρήσει η εκδίκαση της υπόθεσης. Σύμφωνα με πληροφορίες, ένας από τους άσους που έχει η γαλλική Δικαιοσύνη στο μανίκι της είναι το γεγονός ότι από τα visit reports φαίνεται ότι οι υπάλληλοι της HSBC Γενεύης επισκέπτονταν τους Γάλλους πελάτες τους επί γαλλικού εδάφους, όπου τους συμβούλευαν για τις «επιλογές που είχαν ώστε να μετριάσουν τις οικονομικές επιπτώσεις» του ESD χρησιμοποιώντας offshore.
UBS: Προσέλκυση πελατών βάσει σχεδίου
Η άτυπη ενημέρωση σχετικά με το modus operandi τραπεζικών ιδρυμάτων για την προσέλκυση πελατών υψηλού εισοδήματος, την οποία έλαβαν οι ελληνικές αρχές από τους Αμερικανούς πρόσφατα, ήταν κάτι παραπάνω από ξεκάθαρη. Εκανε λόγο για προσφορά υπηρεσιών όπως η δημιουργία offshore εταιρειών, η κρυπτογράφηση στοιχείων λογαριασμού και σειρά άλλων δραστηριοτήτων, «οι οποίες διευκολύνουν την απόκρυψη περιουσιακών στοιχείων και το ξέπλυμα εσόδων παράνομης προέλευσης». Ανάμεσα στα ελβετικά τραπεζικά ιδρύματα που κατονομάζονταν ήταν η UBS και η HSBC.
Ηταν 2007 όταν ένα πρώην υψηλόβαθμο στέλεχος της UBS κατέθεσε στις αρχές των ΗΠΑ σειρά αποδεικτικών στοιχείων για τα άπλυτα της τράπεζας και τις πρακτικές της όσον αφορά τη διευκόλυνση Αμερικανών πελατών της να παρακάμψουν το φορολογικό σύστημα. Οι έρευνες που αφορούσαν δισεκατομμύρια δολάρια που δεν είχαν πληρωθεί σε φόρους έτρεχαν παράλληλα στο FBI, την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αλλά και το IRS, την αμερικανική φοροεισπρακτική υπηρεσία. Το ενδιαφέρον των αρχών στράφηκε στη μονάδα private banking της UBS στην Ελβετία, όπου και εργαζόταν ο Μπραντ Μπίρκενφελντ, η πηγή των αποδεικτικών στοιχείων από το 2001 έως το 2005.
Το «βαθύ λαρύγγι»
Το βαθύ λαρύγγι της UBS έκανε λόγο για ταξίδια στελεχών της τράπεζας στις ΗΠΑ έτσι ώστε να «ψαρέψουν» περισσότερους πελάτες –πράγμα το οποίο δεν επιτρεπόταν στους υπαλλήλους που απασχολούνταν στο τμήμα private banking της Ελβετίας– αλλά και να προσφέρουν λύσεις για την «προστασία» των περιουσιακών τους στοιχείων από τις αμερικανικές αρχές. Τα ταξίδια των στελεχών από την Ελβετία στις ΗΠΑ γίνονταν με έξοδα της τράπεζας, ενώ χρησιμοποιούσαν φορητούς υπολογιστές με κρυπτογράφηση σε περίπτωση που τους σταματούσαν στους ελέγχους των αεροδρομίων, φόρμες χωρίς διακριτικά της τράπεζας και κωδικοποιημένα ονόματα και διευθύνσεις. Ανάμεσα σε άλλες υπηρεσίες που παρείχε στους Αμερικανούς πελάτες της, η τράπεζα δεν δήλωνε την ύπαρξη των λογαριασμών τους ούτε τους τόκους και τα μερίσματα που εκείνοι εισέπρατταν, όπως όφειλε. Ο Μπίρκενφελντ κάνει λόγο για 20.000 περίπου πελάτες με κεφάλαια που ξεπερνούσαν τα 18 δισ. δολάρια – από αυτά, όπως λέει, εξετάστηκαν μόνο 4.000 περιπτώσεις. Ωστόσο, τα στοιχεία που έχει στην κατοχή του ακόμη και σήμερα το πρώην στέλεχος της UBS δεν περιορίζονται σε αυτά που αφορούν Αμερικανούς πολίτες, αλλά επεκτείνονται και σε κάποια με ελληνικό ενδιαφέρον.
Σε εσωτερικό έγγραφο για αποκλειστική χρήση εντός της τράπεζας που περιήλθε σε γνώση του D, το οποίο χρονολογείται τον Φεβρουάριο του 2008, φαίνονται σε σχεδιάγραμμα οι οδηγίες προς υπαλλήλους ώστε να παραπέμπουν νέους πελάτες αλλά και τα κεφάλαια παλαιότερων όχι σε υποκαταστήματα της UBS εντός της χώρας των πελατών, αλλά σε εξωχώρια παραρτήματα. Το σχεδιάγραμμα αυτό δείχνει με λεπτομέρειες τη διαδικασία που ακολουθούσε ο μηχανισμός της UBS έτσι ώστε ένα νέος πελάτης, για παράδειγμα από την Ελλάδα, να αποκτήσει τραπεζικό λογαριασμό π.χ. στη Γενεύη ή σε άλλο εξωχώριο προορισμό αλλά και για τη μεταφορά υπαρχόντων κεφαλαίων πελατών ή μέρους αυτών και πάλι εκτός της χώρας όπου είχαν πραγματοποιηθεί οι καταθέσεις.
Οι οδηγίες
Η διαδικασία περιλάμβανε, σύμφωνα με τις οδηγίες, τον εντοπισμό του υποψήφιου πελάτη που επιθυμεί να ανοίξει λογαριασμό σε εξωχώριο γραφείο/παράρτημα της τράπεζας, την ενημέρωση των υπευθύνων του μηχανισμού ότι τα δεδομένα του υποψήφιου πελάτη μεταφέρονται σε άλλο γραφείο και την ενεργοποίηση συμβούλου από το εξωχώριο παράρτημα ώστε να επικοινωνήσει με τον νέο πελάτη και να αναλάβει τον νέο λογαριασμό. Σε σημείωση του εγγράφου αναφέρεται ότι ο υπολογιστής όπου συγκεντρώνονταν αυτά τα δεδομένα βρισκόταν στην Ελβετία.
Στο συγκεκριμένο εσωτερικό έγγραφο της UBS περιλαμβάνεται και ένας παγκόσμιος χάρτης με τα κράτη όπου πραγματοποιούνται διασυνοριακές παραπομπές πελατών και κεφαλαίων. Η Ελλάδα είναι χρωματισμένη με μοβ και ανήκει στο μπλοκ χωρών της Δυτικής Ευρώπης, Μεσογείου, Μέσης Ανατολής και Αφρικής (WEMMEA – Western Europe, Mediterranean, Middle East and Africa).
Ενα από τα πλέον ενδιαφέροντα σημεία του εγγράφου είναι αυτό που αναφέρει ότι όταν οι υπάλληλοι κλείνουν νέο πελάτη, ο οποίος φέρνει «νέο καθαρό χρήμα» (Net New Money) στην τράπεζα, και τον παραπέμπουν σε εξωχώριο γραφείο για να ανοίξει λογαριασμό, προβλέπεται «σπλιτ 50/50». Πηγή που γνωρίζει σε βάθος τις πρακτικές της τράπεζας εξηγεί στο D: «Το σπλιτ 50/50 στις διασυνοριακές παραπομπές ήταν ένας τρόπος για να συγκεντρώσουν όσο το δυνατόν περισσότερα κεφάλαια. Ηταν η ιδανική μέθοδος για να δώσουν κίνητρα στον υπάλληλο που βρίσκεται στην ίδια χώρα με τον πελάτη (π.χ. στην Ελλάδα) να τον παραπέμψει σε έναν υπάλληλο σε εξωχώριο γραφείο (π.χ. στη Γενεύη). Με αυτό τον τρόπο και οι δύο υπάλληλοι επωφελούνται, καθώς ο πελάτης παραμένει στην “οικογένεια της UBS” και κυρίως έχουν μερίδιο στα κέρδη από αυτό τον νέο πελάτη. Και η τράπεζα λαμβάνει υψηλότερες αμοιβές, αφού ο λογαριασμός του πελάτη βρίσκεται σε εξωχώρια δικαιοδοσία».
Τον Φλεβάρη του 2008, όταν κυκλοφόρησε το συγκεκριμένο εσωτερικό έγγραφο, δεν είχαν γνωστοποιηθεί ακόμη οι έρευνες των αμερικανικών αρχών. Μόλις πέντε μήνες μετά, τον Ιούλιο του 2008, δικαστήριο της Φλόριντα έδωσε εντολή στις φορολογικές αρχές των ΗΠΑ να κινηθούν κατά των αγνώστων (τότε) υπεύθυνων της UBS που είχαν συνεργήσει στη φοροδιαφυγή Αμερικανών πολιτών. Την ίδια περίοδο ξεκίνησε και η άσκηση διώξεων κατά της τράπεζας από το αμερικανικό υπουργείο Δικαιοσύνης. Τελικά επήλθε εξωδικαστικός συμβιβασμός, στο πλαίσιο του οποίου η UBS, αποδεχόμενη τις κατηγορίες, αναγκάστηκε να καταβάλει πρόστιμο ύψους 780 εκατ. δολαρίων αλλά και να αποκαλύψει στις αμερικανικές αρχές τους Αμερικανούς πελάτες της.
Τα έγγραφα Μπίρκενφελντ στάθηκαν αφορμή για να ξεκινήσουν έρευνες και στη Γαλλία, όπου η ελβετική τράπεζα, απειλούμενη με επιβολή προστίμου 5,5 δισ. ευρώ, κατέβαλε εγγύηση ύψους 1 δισ. ώστε να μην προχωρήσει η υπόθεση στα δικαστήρια.