Από τον Παπαδιαμάντη στο ρεβεγιόν

Από τον Παπαδιαμάντη στο ρεβεγιόν

Ο σκληρός_x000D_
ρεαλισμός, που εγκαινιάζεται τον 19ο αιώνα στη βιομηχανοποιημένη Αγγλία με τον_x000D_
Κάρολο Ντίκενς, στην αγροτική ακόμη Ελλάδα βρίσκει τη φωνή του μέσω της_x000D_
γραφίδας του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, ο οποίος κακώς ταυτίζεται μόνο με τη_x000D_
θρησκευτική κατάνυξη και την Ορθοδοξία. 

Γι’ αυτόν η εκκλησία δεν εκλαμβάνεται ως νομικό κατασκεύασμα που χωρίζει τους δίκαιους από τους άδικους ούτε ως ιδεολογικό σωματείο για καθαρούς και αγίους, αλλά μόνον ως πνευματικό καθαρτήριο του πάσχοντος ανθρώπου. Ο Σκιαθίτης συγγραφέας στα χριστουγεννιάτικα διηγήματά του, όπως και σε όλο του το έργο, αναδεικνύεται σε συνθέτη του πανανθρώπινου κοντσέρτου. Αντιμετωπίζει τους ήρωές του από την οπτική του λαϊκού βιώματος, χωρίς εξιδανικεύσεις, διδακτισμό ή τυμπανοκρουσίες. Ψαράδες και ξωμάχοι, κακές πεθερές και καρτερικές γυναίκες, ανέμελα παιδιά και ξενιτεμένοι άντρες ζουν αυτή την περίοδο με όλα τα πάθη και τα λάθη τους. Η γριά Καντάκαινα σχεδιάζει να ξεπαστρέψει τη νύφη της με δηλητηριασμένο χριστόψωμο, το οποίο τελικά τρώει κατά λάθος ο γιος της. Στη «Σταχομαζώχτρα» η θεία Αχτίτσα λαβαίνει παραμονή Χριστουγέννων μια συναλλαγματική από τον ξενιτεμένο γιο της και, παρά την προσπάθεια του τοπικού τοκογλύφου να την εξαπατήσει, έρχεται ως από μηχανής θεός ο Συριανός έμπορος για να της αποδώσει το πραγματικό ποσό σε στερλίνες. Τραγική, αντίθετα, είναι η μοίρα του μπαρμπα-Γιαννιού, που βρίσκει τον θάνατο τέτοιες γιορτινές μέρες, όταν το χιόνι παγώνει την ψυχή και το κορμί του εξαιτίας ενός ματαιωμένου έρωτα για μια παντρεμένη.

Η ομορφιά του τοπίου εναλλάσσεται με την αγριάδα των καιρικών φαινομένων, η φτώχεια και η απονιά με τον ηρωισμό, τη γενναιοδωρία και την αυταπάρνηση. Στον «Χριστό στο κάστρο» ο παπα-Φραγκούλης πείθει τους συγχωριανούς του να πάνε και να απεγκλωβίσουν δυο ξυλοκόπους που είχαν αποκλειστεί από την κακοκαιρία. Η συμπεριφορά των παπαδιαμαντικών ηρώων είναι αποδεσμευμένη από το σύνδρομο της ηθικολογίας ή της υποκριτικής ευσέβειας. Ο μαστρο-Παύλος ο Πισκολέτος στα «Χριστούγεννα του τεμπέλη» ξεγελά το μικρό αγόρι που κουβαλά το κοφίνι με τα άφθονα εδέσματα για να το μεταφέρει στο σπίτι του. Στης «Κοκκώνας το σπίτι» ο Παλιούκας κλέβει τα χρήματα που έβγαλαν τα παιδιά από τα κάλαντα και εισπράττει πετροβόλημα.

Από την παπαδιαμαντική απλότητα και την αγνή φύση μέχρι τις αστραφτερές τουαλέτες και τη γαστρονομική ευωχία του ρεβεγιόν μεσολάβησαν μια αστικοποίηση και η μετάβαση στην καταναλωτική κοινωνία που συμπαρέσυρε και το αληθινό νόημα της γιορτής. Περάσαμε από την αγρυπνία στους ναούς στα ξενύχτια στα μπουζουξίδικα, από τα λαϊκά καπηλειά στα πολυτελή εστιατόρια, από την ταπεινή φάτνη στα χρυσοποίκιλτα άμφια. Η ανταλλαγή δώρων λειτουργεί εντέλει ψευδαισθητικά σαν μια ευκαιρία για την ενδυνάμωση οικογενειακών και κοινωνικών σχέσεων και η φιλανθρωπία σαν υποκατάστατο της χαμένης αλληλεγγύης.

Οι γιορτές, πέρα από τη θρησκευτική τους διάσταση, λειτουργούν σίγουρα και ως υπέρβαση της καθημερινότητας εφόσον «βίος ανεόρταστος μακρά οδός απανδόκευτος», αρκεί να μην οδηγούνται στην υπερβολή. Ο Παπαδιαμάντης μάλλον θα συμφωνούσε με τον Ελύτη: «Πολλά δε θέλει ο άνθρωπος/ να ’ν’ ήμερος, να ’ναι άκακος/ λίγο φαΐ, λίγο κρασί/ Χριστούγεννα κι Ανάσταση».

*H Χρύσα Κακατσάκη είναι φιλόλογος ιστορικός Τέχνης

Documento Newsletter