Από τον νεποτισμό στη Φαμίλια Μητσοτάκη

«Κάνε ό,τι θέλεις (στο Μαξίμου), αλλά το ελληνικό κράτος δεν θα πληρώσει ούτε δεκάρα». Με αυτήν τη φράση, όπως μας πληροφόρησε η κυρία Μαρέβα Γκραμπόφσκι, σύζυγος Μητσοτάκη, ο πρωθυπουργός της ανέθεσε εν λευκώ την ανακαίνιση του Μεγάρου Μαξίμου. Να βγούμε να χειροκροτήσουμε στα μπαλκόνια που στη χώρα αυτή ανακαλύπτουμε καθημερινά ότι μια σύζυγος, που δεν της έχει ανατεθεί από τον λαό κανένας ρόλος, έχει εξουσίες για τις οποίες μάλιστα καυχιέται σε συνεντεύξεις και περιοδικά.

Δεν έχει να κάνει με συμπάθειες και αντιπάθειες, με το ποια είναι η σύζυγος, αν έχει γούστο και ποιο είναι το επάγγελμά της. Το θέμα είναι ένα και προσβλητικό για όλους και κυρίως για όσους ψήφισαν τον Μητσοτάκη για πρωθυπουργό της χώρας. Η σύζυγός του συχνά πυκνά υπερβαίνει τα εσκαμμένα, μπερδεύει τους ρόλους και απαξιώνει τον θεσμό του πρωθυπουργού.

Στο προσωπικό της αφήγημα η κυρία Γκραμπόφσκι έχει δικαίωμα να αυτοαναγορεύεται σε ικανή να μανατζάρει τη χώρα, σε σωτήρα της ζωής και της αισθητικής μας ή σε κάποια femme fatale. Στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού της μπορεί να επιβεβαιώνει με όποιον τρόπο θέλει αυτή την εικόνα για τον εαυτό της και να είναι όσο προσβλητική θέλει σε όσους το επιτρέπουν. Μπορεί να γίνεται και Ασπασία και Ιωσηφίνα και Αντουανέτα. Στον δημόσιο χώρο όμως δεν μπορεί να προκαλεί ούτε να παραμερίζει τον πρωθυπουργό, ακόμη κι αν αυτός της το επιτρέπει.

Η Μαρέβα Γκραμπόφσκι δεν τυγχάνει εκλεγμένη από τους πολίτες για να ασκεί την εξουσία που επιχειρεί να ασκήσει. Είχε απλώς την τύχη να παντρευτεί τον άνθρωπο που έγινε πρωθυπουργός. Ακόμη κι αν θεωρεί ότι είναι ικανότερη από αυτόν, δεν έχει την εξουσιοδότηση να ανοίγει την πόρτα της εξουσίας και το Μαξίμου σαν να ανοίγει την πόρτα του σπιτιού της. Είτε το καταλαβαίνει αυτό είτε όχι, ως σύζυγος του πρωθυπουργού οφείλει να το καταλαβαίνει και να δείχνει ότι το καταλαβαίνει κι ο πρωθυπουργός.

Η διακυβέρνηση Μητσοτάκη επέλεξε να ικανοποιήσει πλήρως τη ματαιοδοξία της συζύγου του πρωθυπουργού. Την τοποθέτησε προκλητικά στα έδρανα του ΟΗΕ σαν να ήταν αντιπρόσωπος της Ελλάδας. «Πέτσωσε» μέσα ενημέρωσης για να την αποκαλούν με επίθετα που προκαλούν θυμηδία. Δημιούργησε γύρω της τον μύθο της πετυχημένης επιχειρηματία ενώ στην πραγματικότητα είχε μια ζημιογόνα επιχείρηση την οποία τροφοδοτούσαν ύποπτες offshore. Tην εμφάνισε ως κάτοχο περιουσίας που αποκτήθηκε με προσωπικό κόπο, ενώ οι πόροι της για τα σπίτια του Βολταίρου είναι άδηλοι και ανεξήγητοι. Οι θείες και οι συγγενείς της ανέλαβαν θέσεις σε κρατικά θέατρα και οργανισμούς.

Τη δύσκολη περίοδο της πανδημίας η σύζυγος του πρωθυπουργού έγινε πιο προκλητική. Εκανε βόλτες με μηχανές στην Πάρνηθα, πήγαινε με φίλες της στα Χανιά και πεταγόταν μέχρι την Καλαμάτα για να κάνει συμφωνίες με τον οίκο Dior. Την ίδια ώρα οι κοινοί θνητοί πάλευαν με την κλεισούρα και την κατάθλιψη.

Oλα αυτά τα προκλητικά για τον δημόσιο βίο ο Μητσοτάκης και η Μαρέβα του τα διανθίζουν με επιχειρήματα περί εξυπηρέτησης της χώρας. Στη συνέντευξή της για παράδειγμα για την ανακαίνιση του Μαξίμου, ενώ υπάρχει η ομολογία ότι ανέλαβε να το κάνει όπως θέλει, προτάσσεται δήθεν ότι όλο αυτό γίνεται «χωρίς δεκάρα από το ελληνικό κράτος». Την ίδια ώρα, φυσικά, ο Μητσοτάκης παραγγέλνει ακόμη ένα αεροσκάφος VIP με τα λεφτά του κράτους, το οποίο κατά τα άλλα δεν θέλει να επιβαρύνει.

Η οικογένεια Μητσοτάκη μπορεί να έχει τη δική της κοσμοαντίληψη, στην οποία η κυρία Γκραμπόφσκι-Μητσοτάκη είναι κάτι σαν βασίλισσα που οφείλουν να προσκυνούν οι υπήκοοι. Το Μαξίμου όμως δεν είναι σπίτι των Μητσοτάκηδων για να το ανακαινίζει η σύζυγος Μητσοτάκη, εμφανίζοντας μάλιστα όποιον θέλει να διαφημίσει ως εθελοντή που πρέπει να του χρωστάμε ευγνωμοσύνη γιατί στόλισε με βράχια μια αίθουσα ή ασβέστωσε μια άλλη. Ελεος και με το θράσος τους και με την πεποίθηση που έχουν ότι όσοι παρακολουθούν τη ματαιοδοξία τους είναι χάνοι που οφείλουν να πιαστούν στα δίχτυα τους και να γίνουν γεύμα στο τραπέζι τους.

Ολοι θα συμφωνήσουν ότι η κυρία Γκραμπόφσκι δεν μοιάζει με καμιά κυρία πρωθυπουργού. Αυτό όμως δεν πηγάζει από τον δυναμισμό της, όπως αφήνουν να εννοηθεί, αλλά από την έλλειψη μέτρου.

Η οικογένεια Μητσοτάκη μπορεί να έχει τη δική της κοσμοαντίληψη, σύμφωνα με την οποία η κυρία ΓκραμπόφσκιΜητσοτάκη είναι κάτι σαν βασίλισσα που οφείλουν να προσκυνούν οι υπήκοοι. Το Μαξίμου όμως δεν είναι σπίτι των Μητσοτάκηδων για να το ανακαινίζει η σύζυγος Μητσοτάκη. Ελεος και με το θράσος τους και με την πεποίθηση που έχουν ότι όσοι παρακολουθούν τη ματαιοδοξία τους είναι χάνοι που οφείλουν να πιαστούν στα δίχτυα τους και να γίνουν γεύμα στο τραπέζι τους

Η κύρια ευθύνη ανήκει στον πρωθυπουργό. Δείχνει αδυναμία να διαχωρίσει τους ρόλους και να παίξει τον δικό του ρόλο. Είναι άνευ σημασίας αν η στάση του προέρχεται από την επέκταση μιας ενδοοικογενειακής συνήθειας στον δημόσιο χώρο ή από πεποίθηση για το τι είναι πολιτική. Το αποτέλεσμα είναι ότι εγκαθιδρύει στη χώρα μια μητσοτακευόμενη δημοκρατία και παράγει μπόλικο λουδοβικισμό. Ετσι είναι επειδή έτσι θέλει.

Προέκταση αυτού του λουδοβικισμού είναι η ευκολία με την οποία εμφανίζει συνολικά την οικογένειά του σαν περιφερόμενο θίασο που οφείλουν να αποδεχτούν και να χειροκροτήσουν. Λες και πρέπει ο κόσμος να συνηθίσει και να αποδεχτεί τους διαδόχους της εξουσίας, που δεν μπορεί παρά να είναι οι Μητσοτάκηδες του μέλλοντος. Η συνεχής έκθεση της οικογένειας του Κυριάκου Μητσοτάκη με υποδαυλισμένα δημοσιεύματα και φτιασιδωμένες αγιογραφίες μπορεί να είναι η απλή μέθοδος της επετηρίδας για τον ίδιο, για τον παρατηρητή όμως αποτελεί ένδειξη της απώλειας του ορίου και ευτελισμού της πολιτικής.

Ο πρωθυπουργός πάει πέρα από τον νεποτισμό που τον ανέδειξε. Λειτουργεί με όρους Φαμίλιας και επιχειρεί να επιβάλει, εκτός από τα πρόσωπα, και την εικόνα και τον τρόπο με τον οποίο θα του συμπεριφέρονται οι άλλοι. Οι οποίοι φυσικά οφείλουν να είναι υπήκοοι. Η Μαρέβα μπορεί να έχει ως όνειρο να ανακαινίσει εκτός από το Μαξίμου και την Ελλάδα, αλλά κανένας δεν την εξουσιοδότησε γι’ αυτό. Αν την εξουσιοδοτεί ο πρωθυπουργός-σύζυγος, τότε έχει πρόβλημα το οποίο δεν κατανοεί.

ΥΓ.: Θα παρακαλέσω το Μαξίμου να μην ξαναρχίσει τα περί χτυπημάτων στην οικογένεια του πρωθυπουργού. Δεν μας αφορά τι κάνει η οικογένεια. Μας αφορά όμως αν αυτό που κάνει υπερβαίνει την οικογένεια και γίνεται επιβλαβές για την κοινωνία και την πολιτική. Δεν φταίει όποιος καταγράφει την πρόκληση, αλλά αυτός που προκαλεί καταπατώντας τα όρια και τους όρους.