«Από τον κόσμο των γρίφων φεύγω ήσυχη. Δεν έχω βλάψει στη ζωή μου αίνιγμα: δεν έλυσα κανένα» (video)

«Από τον κόσμο των γρίφων φεύγω ήσυχη. Δεν έχω βλάψει στη ζωή μου αίνιγμα: δεν έλυσα κανένα» (video)

Το εφήμερο της ανθρώπινης ύπαρξης, η φθορά που αφήνει το πέρασμα του χρόνου, ο φόβος της απώλειας και η μοναξιά είναι οι θεματικές οι οποίες κυριαρχούν στην ποίηση της Κικής Δημουλά, η οποία έφυγε σήμερα το απόγευμα από τη ζωή σε ηλικία 89 χρόνων. Στοιχεία της γραφής της είναι ο κοφτός και αιχμηρός στίχος και η χρήση της καθαρεύουσας σε συνδυασμό με νεολογισμούς, την παράθεση αντίθετων ή ομόηχων λέξεων, η ηθελημένη αμέλεια στη σύνταξη και οι επαναλήψεις.

Σε συνέντευξη που είχε δώσει το 2002 στην Όλγα Μπακομάρου για την Ελευθεροτυπία όταν ρωτήθηκε τι είναι ποίηση για εκείνη είχε απαντήσει: «Πρώτα πρώτα, είναι μια συνάντησή μου με λέξεις που έχουν καθαρά βασανιστικές προθέσεις απέναντί μου. Μου αντιστέκονται και πρέπει να κάνω μεγάλες διαπραγματεύσεις μαζί τους. Αυτή είναι μια διαδικασία επίπονη και ηδονική. Είναι ένα παζάρι ήχων, ένα παζάρι λέξεων. Προσέχω ποια θα μου τη φέρει, γιατί είναι πάρα πολύ ύπουλες. Δεν καταφέρνω πάντα ν’ αποφεύγω τις ακατάλληλες. Είναι περίεργο, πώς ενώ είμαι τόσο καχύποπτη απέναντί τους, εν τούτοις με ξεγελούν πάρα πολύ. Κι αυτό φαίνεται στο αποτέλεσμα του μέτριου ή του κακού ποιήματος».

Σε επόμενη ερώτηση σχετικά με το αν η ποίηση μπορεί να βοηθήσει τον άνθρωπο σήμερα είχε πει: «Εσείς, επί αιώνες που γράφεται η ποίηση, είδατε να έχει βοηθήσει σε τίποτα; Αν τώρα κάποιος, την ώρα που διαβάζει ένα ποίημα, μπορεί να πει “αυτό ακριβώς νιώθω κι εγώ” κι αν υποθέσουμε ότι αυτό τον βοηθάει, αυτή η βοήθεια είναι για πέντε λεπτά. Γιατί τα επόμενα πέντε, περιμένει η ζωή απέξω με το ντουφέκι της και με τους πυροβολισμούς της. Και η ποίηση δεν μπορεί να προκαλέσει αφλογιστίες. Ούτε αλεξίσφαιρο είναι η ποίηση».

Τιμήθηκε το 1972 με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή «Το λίγο του κόσμου», το 1989 με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή «Χαίρε ποτέ» και το 1995 με το Βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για τη συλλογή «Η εφηβεία της λήθης». Το 2001 τιμήθηκε με το Αριστείο των Γραμμάτων της Ακαδημίας Αθηνών, για το σύνολο του έργου της. Τον ίδιο χρόνο της απονεμήθηκε ο Χρυσός Σταυρός του Τάγματος της Τιμής από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κωνσταντίνο Στεφανόπουλο.

Το 2010, με την ευκαιρία της βράβευσης της με το Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας για το σύνολο του ποιητικού και του πεζού έργου της έγραψε αυτοβιογραφούμενη:

«Δεν νιώθω δημιουργός. Πιστεύω ότι είμαι ένας έμπιστος στενογράφος μια πολύ βιαστικής πάντα ανησυχίας, που κατά καιρούς με καλεί και μου υπαγορεύει κρυμμένη στο ημίφως ενός παραληρήματος, ψιθυριστά, ασύντακτα και συγκεκομμένα, τις ακολασίες της με έναν άγνωστο τρόπο ζωής. Όταν μετά αρχίζω να καθαρογράφω, τότε μόνον, παρεμβαίνω κατ’ ανάγκην: όπου λείπουν λέξεις, φράσεις ολόκληρες συχνά και το νόημα του οργίου, προσθέτω εκεί δικές μου λέξεις, δικές μου φράσεις, το δικό μου όργιο στο νόημα, ότι τέλος πάντων έχει περισσέψει από δικές μου ακολασίες με έναν άλλον, άγνωστο τρόπο ζωής».

Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, τα γαλλικά, τα ισπανικά, τα ιταλικά, τα πολωνικά, τα βουλγαρικά, τα γερμανικά και τα σουηδικά. Αποσπάσματα του έργου της έχουν συμπεριληφθεί στα σχολικά διδακτικά βιβλία.

https://www.youtube.com/watch?v=m0EWvuU_I9A

Ακολουθούν ποιήματά της:

Ο πληθυντικός αριθμός

Ὁ ἔρωτας, ὄνομα οὐσιαστικόν, πολὺ οὐσιαστικόν, ἑνικοῦ ἀριθμοῦ, γένους οὔτε θηλυκοῦ, οὔτε ἀρσενικοῦ, γένους ἀνυπεράσπιστου. Πληθυντικὸς ἀριθμὸς οἱ ἀνυπεράσπιστοι ἔρωτες.

Ὁ φόβος, ὄνομα οὐσιαστικὸν στὴν ἀρχὴ ἑνικὸς ἀριθμὸς καὶ μετὰ πληθυντικὸς οἱ φόβοι. Οἱ φόβοι γιὰ ὅλα ἀπὸ δῶ καὶ πέρα.

Ἡ μνήμη, κύριο ὄνομα τῶν θλίψεων, ἑνικοῦ ἀριθμοῦ μόνον ἑνικοῦ ἀριθμοῦ καὶ ἄκλιτη. Ἡ μνήμη, ἡ μνήμη, ἡ μνήμη.

Ἡ νύχτα, Ὄνομα οὐσιαστικόν, Γένους θηλυκοῦ, Ἑνικὸς ἀριθμός. Πληθυντικὸς ἀριθμὸς Οἱ νύχτες. Οἱ νύχτες ἀπὸ δῶ καὶ πέρα.

Παρανομίες

Ἐπεκτείνομαι καὶ βιώνω παράνομα σὲ περιοχὲς ποὺ σὰν ὑπαρκτὲς δὲν παραδέχονται οἱ ἄλλοι. Ἐκεῖ σταματῶ καὶ ἐκθέτω τὸν καταδιωγμένο κόσμο μου, ἐκεῖ τὸν ἀναπαράγω μὲ πικρὰ κι ἀπειθάρχητα μέσα, ἐκεῖ τὸν ἀναθέτω σ᾿ ἕναν ἥλιο χωρὶς σχῆμα, χωρὶς φῶς, ἀμετακίνητο, προσωπικό μου. Ἐκεῖ συμβαίνω.

Κάποτε, ὅμως, παύει αὐτό. Καὶ συστέλλομαι, κι ἐπανέρχομαι βίαια (πρὸς καθησυχασμόν) στὴ νόμιμη καὶ παραδεκτὴ περιοχὴ στὴν ἐγκόσμια πίκρα.

Καὶ διαψεύδομαι.

Φωτογραφία 1948

Κρατῶ λουλοῦδι μᾶλλον. Παράξενο. Φαίνετ᾿ ἀπ᾿ τὴ ζωή μου πέρασε κῆπος κάποτε.

Στὸ ἄλλο χέρι κρατῶ πέτρα. Μὲ χάρη καὶ ἔπαρση. Ὑπόνοια καμιὰ ὅτι προειδοποιοῦμαι γι᾿ ἀλλοιώσεις, προγεύομαι ἄμυνες. Φαίνετ᾿ ἀπ᾿ τὴ ζωή μου πέρασε ἄγνοια κάποτε.

Χαμογελῶ. Ἡ καμπύλη του χαμόγελου, τὸ κοῖλο αὐτῆς τῆς διαθέσεως, μοιάζει μὲ τόξο καλὰ τεντωμένο, ἕτοιμο. Φαίνετ᾿ ἀπ᾿ τὴ ζωή μου πέρασε στόχος κάποτε. Καὶ προδιάθεση νίκης.

Τὸ βλέμμα βυθισμένο στὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα: τὸν ἀπαγορευμένο καρπὸ τῆς προσδοκίας γεύεται. Φαίνετ᾿ ἀπ᾿ τὴ ζωή μου πέρασε πίστη κάποτε.

Ἡ σκιά μου, παιχνίδι τοῦ ἥλιου μόνο. Φοράει στολὴ δισταγμοῦ. Δὲν ἔχει ἀκόμα προφθάσει νὰ εἶναι σύντροφός μου ἢ καταδότης. Φαίνετ᾿ ἀπ᾿ τὴ ζωή μου πέρασ᾿ ἐπάρκεια κάποτε.

Σὺ δὲν φαίνεσαι. Ὅμως γιὰ νὰ ὑπάρχει γκρεμὸς στὸ τοπίο, γιὰ νά ῾χω σταθεῖ στὴν ἄκρη του κρατώντας λουλούδι καὶ χαμογελώντας, θὰ πεῖ πὼς ὅπου νά ῾ναι ἔρχεσαι. Φαίνετ᾿ ἀπ᾿ τὴ ζωή μου ζωὴ πέρασες κάποτε.

Άφησα να μην Ξέρω

Aπό τον κόσμο των γρίφων

φεύγω ήσυχη.

Δεν έχω βλάψει στη ζωή μου αίνιγμα:

δεν έλυσα κανένα.

Oύτε κι αυτά που θέλαν να πεθάνουν

πλάι στα παιδικά μου χρόνια:

έχω ένα βαρελάκι που ‘χει δυο λογιών κρασάκι.

Tο κράτησα ώς τώρα

αχάλαστο ανεξήγητο,

γιατί ώς τώρα

δυο λογιών κρασάκι

έχουν λυμένα κι άλυτα που μου τυχαίνουν.

Συμβίωσα σκληρά

μ’ έναν ψηλό καλόγερο που κόκαλα δεν έχει

και δεν τον ρώτησα ποτέ

ποιας φωτιάς γιος είναι,

σε ποιο θεό ανεβαίνει και μου φεύγει.

Δεν του λιγόστεψα του κόσμου

τα προσωπιδοφόρα πλάσματά του,

του ανάθρεψα του κόσμου το μυστήριο

με θυσία και με στέρηση.

Mε το αίμα που μου δόθηκε

για να τον εξηγήσω.

Ό,τι ήρθε με δεμένα μάτια

και σκεπασμένη πρόθεση

έτσι το δέχτηκα

κι έτσι τ’ αποχωρίστηκα:

με δεμένα μάτια και σκεπασμένη πρόθεση.

Aίνιγμα δανείστηκα,

αίνιγμα επέστρεψα.

Άφησα να μην ξέρω

πώς λύνεται ένα χθες,

ένα εξαρτάται,

το αίνιγμα των ασυμπτώτων.

Άφησα να μην ξέρω τι αγγίζω,

ένα πρόσωπο ή ένα βιάζομαι.

Oύτε κι εσένα σε παρέσυρα στο φως

να σε διακρίνω.

Στάθηκα Πηνελόπη

στη σκοτεινή ολιγωρία σου.

Kι αν ρώτησα καμιά φορά πώς λύνεσαι,

πηγή αν είσαι ή κρήνη,

θα ‘ταν κάποια καλοκαιριάτικη ημέρα

που, Πηνελόπες και όχι,

μας κυριεύει αυτός ο δαίμων του νερού

για να δοξάζεται το αίνιγμα

πώς μένουμε αξεδίψαστοι.

Aπό τον κόσμο των γρίφων

φεύγω ήσυχη.

Aναμάρτητη:

αξεδίψαστη.

Στο αίνιγμα του θανάτου

πάω ψυχωμένη.

Η Περιφραστική Πέτρα

Μίλα.

Πὲς κάτι, ὁτιδήποτε.

Μόνο μὴ στέκεις σὰν ἀτσάλινη ἀπουσία.

Διάλεξε ἔστω κάποια λέξη,

ποὺ νὰ σὲ δένει πιὸ σφιχτὰ

μὲ τὴν ἀοριστία.

Πές:

«ἄδικα»,

«δέντρο»,

«γυμνό».

Πές:

«θὰ δοῦμε»,

«ἀστάθμητο»,

«βάρος».

Ὑπάρχουν τόσες λέξεις ποὺ ὀνειρεύονται

μιὰ σύντομη, ἄδετη, ζωὴ μὲ τὴ φωνή σου.

Μίλα.

Ἔχουμε τόση θάλασσα μπροστά μας.

Ἐκεῖ ποὺ τελειώνουμε ἐμεῖς

ἀρχίζει ἡ θάλασσα.

Πὲς κάτι.

Πὲς «κῦμα», ποὺ δὲν στέκεται.

Πὲς «βάρκα», ποὺ βουλιάζει

ἂν τὴν παραφορτώσεις μὲ προθέσεις.

Πὲς «στιγμή»,

ποὺ φωνάζει βοήθεια ὅτι πνίγεται,

μὴν τὴ σῴζεις,

πὲς

«δὲν ἄκουσα».

Μίλα.

Οἱ λέξεις ἔχουν ἔχθρες μεταξύ τους,

ἔχουν τοὺς ἀνταγωνισμούς:

ἂν κάποια ἀπ᾿ αὐτὲς σὲ αἰχμαλωτίσει,

σ᾿ ἐλευθερώνει ἄλλη.

Τράβα μία λέξη ἀπ᾿ τὴ νύχτα

στὴν τύχη.

Ὁλόκληρη νύχτα στὴν τύχη.

Μὴ λὲς «ὁλόκληρη»,

πὲς «ἐλάχιστη»,

ποὺ σ᾿ ἀφήνει νὰ φύγεις.

Ἐλάχιστη

αἴσθηση,

λύπη

ὁλόκληρη

δική μου.

Ὁλόκληρη νύχτα.

Μίλα.

Πὲς «ἀστέρι», ποὺ σβήνει.

Δὲν λιγοστεύει ἡ σιωπὴ μὲ μιὰ λέξη.

Πὲς «πέτρα»,

ποὺ εἶναι ἄσπαστη λέξη.

Ἔτσι, ἴσα ἴσα,

νὰ βάλω ἕναν τίτλο

σ᾿ αὐτὴ τὴ βόλτα τὴν παραθαλάσσια.

Ετικέτες

Documento Newsletter