Από τον εξώστη της κινηματογραφικής μνήμης

Ένα απόγευμα πλημμυρισμένο με πρόσωπα και αντικείμενα-φετίχ από τον ελληνικό κινηματογράφο.

Το κουδούνι δεν γράφει όνομα. Βεβαιώνομαι ότι βρίσκομαι στο σωστό σπίτι όταν καθώς ανοίγει η πόρτα βλέπω στους τοίχους τον Ορέστη Μακρή και τη Ρένα Βλαχοπούλου. Ο λόγος που επισκέπτομαι τον Χρήστο Σταθακόπουλο είναι για να δω από κοντά το σπάνιο κινηματογραφικό υλικό που συλλέγει εδώ και μισό αιώνα. Η ξενάγηση αρχίζει από τη βιβλιοθήκη η οποία περιλαμβάνει σχεδόν όλες τις ελληνικές εκδόσεις που αφορούν τον κινηματογράφο, ενώ στα ράφια παραδίπλα υπάρχουν εκατοντάδες DVDs και CDs με ταινίες και σάουντρακ. «Από καταβολής ελληνικού κινηματογράφου έχουν γυριστεί περίπου 3.000 ταινίες. Εχω καταφέρει να βρω τις 2.000».

Η συλλογή υλικού ξεκίνησε το 1972. «Περίπου για μια δεκαετία μάζευα ό,τι έβρισκα από ελληνικό και ξένο σινεμά. Αυτό δεν μπορούσε να συνεχιστεί για πολύ γιατί ο ξένος κινηματογράφος είναι ένα χάος και δεν υπήρχε η οικονομική δυνατότητα. Ετσι από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 αποφάσισα να στραφώ αποκλειστικά στον ελληνικό, αν και πριν από καμιά δεκαετία απέκτησα το αξιόλογο αρχείο ξένου κινηματογράφου ενός ηλικιωμένου συλλέκτη» λέει ο κ. Σταθακόπουλος.

Η αγάπη του για την έβδομη τέχνη ξεκινάει από την ηλικία των έξι χρόνων. «Μεγάλωσα σε ιδρύματα και κάποια στιγμή βρέθηκα και στο Νταού Πεντέλης. Εκεί έγινε η πρώτη μου επαφή με το σινεμά. Σαν τώρα θυμάμαι να καθόμαστε στο προαύλιο μπροστά από ένα τεράστιο πανί στο οποίο προβαλλόταν η ταινία από το βαν ενός πλανόδιου προβολατζή. Είχα πάθει σοκ με αυτό που έβλεπα, μια φωτεινή ακτίνα να χτυπάει σε μια οθόνη και ανθρώπους να περπατάνε πέρα δώθε και να μιλάνε. Μόλις τελείωσε πήγα πίσω από το πανί και έψαχνα για να καταλάβω τι συνέβαινε».


Οσο περνούσαν τα χρόνια η αγάπη του μεγάλωνε. «Από το 1972 έως το 1992 είδα 2.500 ταινίες, από τις οποίες έχω κρατήσει τα προγράμματα. Σινεμά πήγαινα πέντε φορές την εβδομάδα. Τις Κυριακές το πρωί ετοίμαζα το φαγητό και το άφηνα για ψήσιμο στον φούρνο της περιοχής. Κατηφόριζα τη Σταδίου και έμπαινα στον Ορφέα που έπαιζε εκείνη την ώρα ταινίες. Οταν η ταινία τελείωνε επέστρεφα στον φούρνο, έπαιρνα το ταψί και πήγαινα σπίτι».

Οι αφίσες του ελληνικού σινεμά

Ξεκινάμε να μιλάμε για την ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου με αφορμή το εξαντλημένο δίτομο βιβλίο «Ελληνικός κινηματογράφος – Ιστορία, φιλμογραφία, βιογραφικά» που συνυπογράφει με τον Αγγελο Ρούβα (κυκλοφόρησε πριν από 15 χρόνια από τα Ελληνικά Γράμματα). «Η πρώτη ελληνική ταινία που γυρίστηκε, η οποία όμως δεν διασώζεται, είναι η “Γκόλφω” του Μπαχατώρη. Από το 1914 έως το 1949 γυρίστηκαν 96 ταινίες, από τις οποίες διασώζονται μόλις οι έξι». Παλιότερα είχε 90 μπομπίνες αλλά τις έχει πουλήσει – «για κάποιες στενοχωρήθηκα εκ των υστέρων». Μου δείχνει μια δεκαεξάρα μηχανή προβολής που του έφεραν την περασμένη εβδομάδα και με ενθουσιασμό λέει ότι περιμένει τον ειδικό για να τη θέσουν σε λειτουργία.

Στους τοίχους του σπιτιού βλέπει κανείς μόνο αφίσες. «Αυτές είναι ανατυπώσεις, έχω όμως και τις αυθεντικές. Η πιο αγαπημένη μου είναι από το “Πικρό ψωμί” του Γρηγόρη Γρηγορίου που γυρίστηκε το 1951. Εδώ εμφανίζεται για πρώτη φορά στο σινεμά η Ελένη Ζαφειρίου και έχει τον ρόλο της μάνας με τον οποίο καθιερώθηκε. Την αγαπώ αυτή την αφίσα γιατί μοιάζει με ξυλογραφία. Μου αρέσει επίσης πολύ η αφίσα του “Μπαρμπα-Γιάννη κανατά”, που την αγόρασα μόλις 2 ευρώ αν και την ήθελα τόσο που θα πλήρωνα ακόμη και 200».

Μιλάει για τη συμβολή του Βακιρτζή, του Ουζούνη και του Ελμαλιώτη στον τομέα της ζωγραφισμένης κινηματογραφικής αφίσας. «Μέχρι τη δεκαετία του 1940 δεν υπάρχουν αφίσες. Από το ’40 έως το ’50 δεν είναι πολλές γιατί λόγω πολέμου δεν υπήρχε μεγάλη παραγωγή. Από το 1950 και μετά έρχεται η έκρηξη. Μέχρι το 1990 για κάθε ταινία κυκλοφορούν οκτώ έως δέκα αφίσες, ενώ μετά το 1993 μόνο μία, με εξαίρεση την “Πολίτικη κουζίνα” του Μπουλμέτη, για την οποία δημιουργήθηκαν τρεις». Η πιο παλιά αυθεντική που έχει είναι από τη «Διαγωγή μηδέν» του 1949. Τον ρωτάω για τις μεγάλες ζωγραφισμένες αφίσες πρόσοψης. «Εχουν διασωθεί πολύ λίγες γιατί κολλούσαν τη μία πάνω στην άλλη και όταν τις ξεκολλούσαν τις πετούσαν όλες μαζί».

Κοιτάζω την αφίσα από τον «Ανθρωπο του τραίνου», μία από τις ωραιότερες ελληνικές ταινίες της δεκαετίας του ’50, και αρχίζουμε να μιλάμε για τον Μιχάλη Νικολινάκο που πρωταγωνιστεί. «Εξαιρετικός άνθρωπος ήταν. Ετυχε να είναι γνωστός ενός πρώην εργοδότη μου και μια μέρα βρεθήκαμε να μιλάμε για αρκετή ώρα. Μου είχε πει “πέρνα αν θέλεις κάποια στιγμή από το ατελιέ”· ήταν στην οδό Κοτοπούλη, δίπλα στον ομώνυμο κινηματογράφο. Δεν πήγα ποτέ και το έχω μετανιώσει».

Ο κ. Σταθακόπουλος έχει περίπου 10.000 αυθεντικές αφίσες, κάποιες από τις οποίες του έδωσαν οι σκηνοθέτες Βασίλης Γεωργιάδης και Απόστολος Τεγόπουλος, τους οποίους γνώρισε στη δεκαετία του ’90. Το υπόλοιπο υλικό το απέκτησε κυρίως από αγορές σε παλαιοπωλεία και από ανταλλαγές με συλλέκτες, ενώ τα τελευταία χρόνια έχει μπει στο παιχνίδι και το ίντερνετ.

Πιο σπάνιες και από τις αφίσες είναι οι καρτέλες με τους τίτλους των ταινιών που έμπαιναν στα ταμπλό των κινηματογράφων, γύρω από τις οποίες καρφιτσώνονταν φωτογραφίες από τις ταινίες. «Αξίζει να διαβάσει κανείς τα σχόλια. Για κάθε ταινία γραφόταν ότι είναι η καλύτερη του κινηματογράφου» λέει και μου δίνει να κρατήσω την καρτέλα από τη «Μητέρα στο βούρκο», όπου διαβάζω «Κυλισμένη στο βούρκο σώζει από την ατίμωσι το παιδί της… με λύσσα λέαινας σκοτώνει με σαδιστικό θυμό τον ένοχον της ατιμίοας (σ.σ.: το ορθογραφικό είναι του αυθεντικού κειμένου)» και «!!!Τα ωσαννά μιας μητέρας!!! Δραματικές περιπέτειες που θα μείνουν αλησμόνητες σε κάθε θεατή». Από εκείνον μαθαίνω ότι η «Κάλπικη λίρα», της οποίας οι αφίσες είναι πολύ σπάνιες, είχε κόψει εκατομμύρια εισιτήρια στη Μόσχα.

Οι τηλεκάρτες και οι ζυγαριές στην Ομόνοια

Μου φέρνει να δω τα δύο όπλα από τον «Παπαφλέσσα» που έχει στη συλλογή του και ανοίγει κουτιά με μεγάλες φωτογραφίες από γυρίσματα ταινιών, προσωπικές φωτογραφίες ηθοποιών, οδοντωτές φωτογραφίες με σκηνές ταινιών που πωλούνταν προς 1 δραχμή στα περίπτερα και πορτρέτα τους που μοιράζονταν με σοκολάτες και τσίχλες, ακόμη και τηλεκάρτες της δεκαετίας του ’90 στις οποίες υπήρχαν παραστάσεις του ελληνικού κινηματογράφου. «Το ξέρεις ότι στις αρχές της δεκαετίας του ’60 γύρω από την Ομόνοια υπήρχαν ζυγαριές που όταν ανέβαινες σου έβγαζαν μια κάρτα με ένα πορτρέτο ηθοποιού και στην πίσω πλευρά καταγραφόταν το βάρος σου και η ημερομηνία που ζυγίστηκες;».

Ανοίγει ένα κουτί με εξώφυλλα περιοδικών. «Συνολικά έχω κρατήσει 25.000 εξώφυλλα. Στην αρχή τα έκοβα και τεμάχιζα το τεύχος κρατώντας ό,τι αφορούσε το σινεμά. Οσα παλιά περιοδικά έχω βρει την τελευταία δεκαετία τα έχω κρατήσει ολόκληρα. Αργησα να ξεκινήσω να τα συλλέγω. Αν είχα αρχίσει από τη δεκαετία του ’70 που τα είχα κατά χιλιάδες μπροστά μου, τώρα θα είχα πολύ υλικό. Οσο περνούν τα χρόνια τόσο πιο δύσκολο είναι να τα βρεις. Να ξέρεις ότι το πιο εύκολο να βρεθεί είναι το “Ρομάντζο” κι αυτό γιατί κάθε εβδομάδα κυκλοφορούσαν 250.000 τεύχη».


Κατεβάζει από τα ράφια παλιά περιοδικά μέσα σε σελοφάν που έχει κρατήσει αυτούσια. Μου δείχνει το ένα και μόνο εξώφυλλο που έκανε ο Ορέστης Μακρής (για το περιοδικό «Εικόνες») και το σπάνιο έντυπο «Δρόμοι της Ειρήνης» της Ελληνικής Επιτροπής για τη Διεθνή Υφεση και Ειρήνη. Βγάζει τη «Φαντασία», το «Πάνθεον», το «Ρομάντζο», το «Πρώτο», το «Ντομινό», τον «Οικογενειακό Θησαυρό». «Το “Παρλάν” κυκλοφόρησε το 1923 και είχε πάντα μια φωτογραφία κολλημένη στο εξώφυλλο. Στο εσωτερικό έγραφε ότι το περιοδικό δεν πωλούνταν άνευ φωτογραφίας. Πήγαιναν και τα ξεκολλούσαν από τα περίπτερα, γι’ αυτό». Το πιο παλιό κινηματογραφικό περιοδικό που έχει είναι η «Κινηματογραφική Βιβλιοθήκη» με εξώφυλλα την Γκλόρια Σουάνσον, τον Μαξ Λίντερ και τη Λίλιαν Γκις που τότε την έγραφαν Τζις.

Αναρωτιέμαι γιατί αυτό το τόσο πλούσιο και ενδιαφέρον αρχείο δεν βρίσκεται κάπου όπου να έχουν πρόσβαση οι μελετητές και το κοινό. Μου εξηγεί ότι για πολλά χρόνια κατέβαλλε προσπάθειες να έρθει σε συνεννόηση με μεγάλα ιδρύματα, μουσεία και δήμους, όμως δεν ευοδώθηκαν. «Παλιότερα ήμουν σε ένα υπόγειο στη Μαυρομιχάλη στα Εξάρχεια, όμως έπρεπε να φύγω». Τον Μάρτιο του 2011 του παραχωρήθηκε από έναν φίλο του στον Πειραιά ο χώρος όπου βρίσκεται μέχρι σήμερα. Τον ρωτάω με τι ασχολείται αυτή την εποχή και απαντά ότι ταξινομεί τη φιλμογραφία 2.500 ηθοποιών με την ελπίδα κάποια στιγμή να εκδοθεί.

Αποχαιρετώντας τον κ. Σταθακόπουλο σκέφτομαι πόσος ακόμη καιρός θα περάσει μέχρι οι επίσημοι φορείς να κατανοήσουν ότι ένα τέτοιο αρχείο δεν έχει αξία μόνο για τον άνθρωπο που αφιερώνει μια ολόκληρη ζωή συλλέγοντάς το, αλλά αποτελεί κομμάτι και μιας πολιτιστικής κληρονομιάς που οφείλουμε να διασώσουμε.

Φωτογραφίες: Μιχάλης Καραγιάννης – Eurokinissi / αρχείο Χρήστου Σταθακόπουλου

Ετικέτες