Από το «Τσάιναταουν» στην «Eριν Μπρόκοβιτς»

Από το «Τσάιναταουν» στην «Eριν Μπρόκοβιτς»

Ταινίες που ανέδειξαν τις πολιτικές εκμετάλλευσης του νερού από αδίστακτους μηχανισμούς εξουσίας προς όφελος των λίγων και εις βάρος των πολλών

Από το Λος Aντζελες του 1930 μέχρι τη Βολιβία των αρχών του 21ου αιώνα η «αξία», το κέρδος των λίγων εις βάρος των πολλών, φαίνεται να είναι «κλασική», ίδια και απαράλλαχτη. Ομως σήμερα υπάρχει μια διαφορά: η αγωνία, που έχει λάβει χαρακτηριστικά έντονης ανησυχίας, και η πλήρης συναίσθηση των επιπτώσεων αυτής της παράδοσης δημόσιων αγαθών σε πολυεθνικές ιδιωτικές εταιρείες εκμετάλλευσης κυριαρχούν.

Στο αριστουργηματικό «Τσάιναταουν» του Ρομάν Πολάνσκι το σενάριο του Ρόμπερτ Τάουνι βάσιζε την αμοραλιστική οπτική του πάνω στην αδιαφορία και στον κυνισμό της αμερικανικής κοινωνίας. Στην οσκαρική «Εριν Μπρόκοβιτς» η μυθοπλαστική λάμψη μιας εργαζόμενης μητέρας έδειχνε ικανή να μπει εμπόδιο στα αδηφάγα σχέδια μιας εταιρείας που επιδίωκε την αύξηση των κερδών της σε βάρος της δημόσιας υγείας. Και τέλος στο συνταρακτικό «Ακόμη και η βροχή» το αληθινό γεγονός της βολιβιανής εξέγερσης ενάντια στην ιδιωτικοποίηση του νερού αρκούσε για να δώσει μια άλλη, σαφέστατα επαναστατική, διάσταση πάνω στην πραγματικότητα που βιώνει η χώρα της Λατινικής Αμερικής.

Από τον Κολόμβο στις πολυεθνικές

Η ταινία της Ισπανίδας Ιθίαρ Μπογιαΐν «Ακόμη και η βροχή» (2010) έχει την αισθητική ντοκιμαντέρ. Το θέμα της αφορά την εξέγερση που έγινε στη Βολιβία το 2000, κυρίως στην Κοτσαμπάμπα, ενάντια στην ιδιωτικοποίηση του νερού. Εκεί φτάνει ένα κινηματογραφικό συνεργείο με σκοπό να γυρίσει μια ταινία για τον Χριστόφορο Κολόμβο και τις μεθόδους που ακολούθησε προκειμένου να υποτάξει τους γηγενείς. Ο οραματιστής σκηνοθέτης που υποδύεται ο Γκαέλ Γκαρσία Μπερνάλ και ο παραγωγός που υποδύεται ο Λουίς Τοσάρ («Ο θυρωρός», «Μαϊσάμπελ» και πάλι σε σκηνοθεσία Μπογιαΐν) αναγκάζονται να επαναπροσδιορίσουν το φιλόδοξο σχέδιό τους όταν ανακαλύπτουν την «αποικιοκρατική» εκμετάλλευση των σύγχρονων φτωχών ιθαγενών από μια πολυεθνική εταιρεία. Η συγκεκριμένη έχει πάρει το πράσινο φως από τη βολιβιανή κυβέρνηση για να αναλάβει την οικονομική διαχείριση του νερού. Η ταινία της ταλαντούχας δημιουργού της «Ελιάς» (ακόμη ένα αιχμηρό κοινωνικοπολιτικό σχόλιο για την προηγμένη Δύση – παραγωγής 2016) είναι ένα δριμύ κατηγορώ για το ξεπούλημα του νερού και για τις απάνθρωπες μεθόδους που χρησιμοποιούνται προκειμένου να σιγουρέψουν οι πολυεθνικές τα κέρδη τους. Από τις πιο δυνατές σκηνές του φιλμ αναφέρουμε εκείνες που μαρτυρούν την απόλυτη καταστρατήγηση κάθε ανθρωπιάς και δικαίου: η αστυνομία συλλαμβάνει τους φτωχούς ιθαγενείς που μαζεύουν το νερό της βροχής για να πιουν, επειδή η συμφωνία της κυβέρνησης με τους ιδιώτες αφορά όλα τα αποθέματα νερού. Η Ισπανίδα Ιθίαρ Μπογιαΐν μαζί με τον σεναριογράφο και σύντροφό της στην πραγματική ζωή Πολ Λάβερτι (σχεδόν μόνιμος συ

νεργάτης του Κεν Λόουτς στα περισσότερα φιλμ του Αγγλου μαρξιστή σκηνοθέτη) στοχεύουν στην ανάπτυξη ενός πειστικού δραματουργικού άξονα που περιγράφει με λεπτομέρεια τη γέννηση ενός γνήσιου λαϊκού κινήματος. Το δημιουργικό δίδυμο δεν αποφεύγει πάντα τις εύκολες δραματικές κορόνες, αλλά σε γενικές γραμμές βρίσκει τον στόχο του. Το φιλμ είναι χτισμένο πάνω στην απλότητα της γραφής και στους ξεκάθαρους συμβολισμούς, ενώ οι γκρίζες ζώνες του σεναρίου αφορούν κυρίως τους βασικούς χαρακτήρες. Η πρόσληψη ενός Ινδιάνου για τις ανάγκες των γυρισμάτων, ο οποίος αποδεικνύεται πρωταγωνιστής των κινητοποιήσεων ενάντια στην εταιρεία ύδρευσης, θα αφυπνίσει τους Ισπανούς κινηματογραφιστές και θα τους κάνει κοινωνούς του αγώνα των ντόπιων. Ενα από τα σημεία τριβής είναι και οι μισθοί πείνας των φτωχών Ινδιάνων. Ο μέχρι πρότινος στυγνός παραγωγός θα αρχίσει να αλλάζει γνώμη και να σκέφτεται με αυθεντικό ενδιαφέρον το δίκαιο του αγώνα τους. Ομως ο «ουμανιστής» σκηνοθέτης που αρχικά είχε «αγκαλιάσει» με θέρμη τις ιδέες τους, πλέον θα σχηματίσει δεύτερες σκέψεις στο μυαλό του καθώς εκείνο που μετράει περισσότερο για τον ίδιο είναι η ολοκλήρωση της ταινίας του με κάθε τίμημα.

Η μεγαλύτερη αμοιβή για γυναίκα ηθοποιό

Το 2000 η «Εριν Μπρόκοβιτς» του Στίβεν Σόντερμπεργκ ήταν ένα περίεργο κράμα καλλιτεχνικοεμπορικού φιλμ που έμοιαζε να κολυμπάει σε αχαρτογράφητα νερά. Παρότι έχει τα χαρακτηριστικά ενός τυπικού αμερικανικού success story – μια ανειδίκευτη και χωρίς τα τυπικά προσόντα «δικηγορίνα» ξεσκεπάζει με επιτυχία μια υπόθεση μολυσμένου ύδατος– η Universal Pictures ήταν επιφυλακτική ως προς το αν η ταινία θα άγγιζε το κοινό. Τελικά η ταινία όχι μόνο βγήκε με επιτυχία στις αίθουσες αλλά έσπασε και αρκετά ρεκόρ. Αρχικά η πρωταγωνίστρια Τζούλια Ρόμπερτς απέσπασε τη μεγαλύτερη αμοιβή που είχε δοθεί για γυναίκα ηθοποιό μέχρι τότε. Οταν έμαθε τις χαοτικές μισθολογικές αμοιβές στο Χόλιγουντ μεταξύ αντρών και γυναικών ηθοποιών απαίτησε να πάρει 20 εκατ. δολάρια ακατέβατα. Ο σκηνοθέτης Στίβεν Σόντερμπεργκ και ο παραγωγός Ντάνι ντε Βίτο πίεσαν το στούντιο (προτιμούσε την Γκόλντι Χόουν με λιγότερα λεφτά) να πει το «ναι» και δικαιώθηκαν καθώς το φιλμ που κόστισε 52 εκατ. συγκέντρωσε εισπράξεις ύψους πάνω από 256,2 εκατ. δολάρια παγκοσμίως, ενώ έπαιξε δυνατά και στα Οσκαρ, έχοντας πέντε υποψηφιότητες και μια νίκη για την ακαταμάχητη ερμηνεία της πρωταγωνίστριας. Το σενάριο της Σουζάνα Γκραντ αποτελούσε διασκευή μιας απίστευτης και όμως αληθινής ιστορίας. Η Εριν Μπρόκοβιτς, μια άνεργη διαζευγμένη μητέρα τριών παιδιών, είναι πραγματικό πρόσωπο. Οταν έχασε τη δίκη εναντίον ενός γιατρού που την τράκαρε ζήτησε από τον δικηγόρο της Εντ Μάζρι να της βρει δουλειά και εκείνος την προσέλαβε στο γραφείο του, κυρίως από συμπόνια, μην μπορώντας να φανταστεί ότι η απόφαση αυτή θα άλλαζε τη ζωή και των δύο. Η δαιμόνια Εριν θα εντοπίσει λαβράκι σε μια υπόθεση συγκάλυψης βιομηχανικής δηλητηρίασης του νερού της κωμόπολης Χίνκλεϊ. Σκαλίζοντας με υπομονή και επιμονή την υπόθεση η Εριν Μπρόκοβιτς κέρδισε τον δικαστικό αγώνα εναντίον της αμερικανικής εταιρείας Pacific Gas and Electric Company (PG&E) αποδεικνύοντας ότι τα αφεντικά της εταιρείας που έδρευε στο Σαν Φρανσίσκο ήταν ενήμερα για τη μόλυνση του νερού και δεν έκαναν απολύτως τίποτε για να προστατεύσουν την υγεία των κατοίκων της περιοχής. Αντίθετα συμβούλεψαν τους υπεύθυνους να «θάψουν» τα ενοχοποιητικά στοιχεία, ώστε να συνεχιστούν η μόλυνση των υδάτων και κατά συνέπεια η δηλητηρίαση των άτυχων κατοίκων. Τα στοιχεία εξετάστηκαν από τον δικαστή σε μια δίκη χωρίς ενόρκους, η PG&E κρίθηκε ένοχη και αναγκάστηκε να συμβιβαστεί πληρώνοντας το ποσό των 333 εκατ. δολαρίων στους 634 κατοίκους του Χίνκλεϊ. Στο φιλμ η αληθινή Εριν Μπρόκοβιτς κάνει μια κάμεο εμφάνιση ως σερβιτόρα με το όνομα Τζούλια.

Το αξεπέραστο νουάρ του Πολάνσκι

Το 1974 το «Τσάιναταουν» ήταν ένα πρότζεκτ του μεγαλοπαραγωγού Ρόμπερτ Εβανς, το οποίο πέρασε από πολλές φουρτούνες μέχρι να αρχίσει να αποκτά μορφή. Για δύο χρόνια το υψηλόβαθμο στέλεχος της Paramount «έτρεχε» παράλληλα και ένα άλλο μεγαλεπήβολο σχέδιο –τον «Νονό» σε σκηνοθεσία Φράνσις Φορντ Κόπολα–, ενώ την ίδια εποχή έπρεπε να διαχειριστεί και το σοκ του χωρισμού του από την αγαπημένη του Αλι ΜακΓκρόου, η οποία είχε πρωταγωνιστήσει στην τεράστια επιτυχία «Love story» του Αρθουρ Χίλερ με συμπρωταγωνιστή τον Ράιν Ο’ Νιλ και παραγωγό τον άντρα της Ρόμπερτ Εβανς. Τελικά η ταινία που κόστισε 6 εκατ. δολάρια βγήκε στις αμερικανικές αίθουσες στις 20 Ιουνίου 1974 με μουδιασμένη υποδοχή από το κοινό (συγκέντρωσε συνολικά 29,2 εκατ. δολάρια), παρά τις διθυραμβικές κριτικές και την οσκαρική απήχηση με τις έντεκα υποψηφιότητες. Το «Τσάιναταουν» κέρδισε μόνο το Οσκαρ πρωτότυπου σεναρίου για τον Ρόμπερτ Τάουνι –ο οποίος αρχικά είχε δεχτεί πρόταση από τον Εβανς να γράψει σενάριο πάνω στον «Υπέροχο Γκάτσμπι», αλλά επειδή θεώρησε δύσκολο να αναμετρηθεί με το έργο του Σκοτ Φιτζέραλντ έγραψε το «Chinatown»– καθώς συνέπεσε με το θηρίο που ακούει στο όνομα «Νονός Νο 2». Το φιλμ του Πολάνσκι ξεκινά με μια υπόθεση ρουτίνας για τον πρωταγωνιστή ντετέκτιβ που ειδικεύεται στις υποθέσεις μοιχείας, ο οποίος προσλαμβάνεται από μια γυναίκα για να παρακολουθήσει τον σύζυγό της καθώς υποψιάζεται ότι έχει ερωμένη. Ο τελευταίος είναι ο υπεύθυνος αρχιμηχανικός για την κατασκευή του συστήματος ύδρευσης της πόλης. Βρισκόμαστε στο Λος Αντζελες του 1930 και εδώ τίποτε δεν είναι όπως δείχνει. Υστερα από μια σειρά απρόσμενων εξελίξεων ο ντετέκτιβ βρίσκεται παγιδευμένος σε έναν κυκεώνα τρομακτικών σκανδάλων και διαπιστώνει ότι έχει εμπλακεί σε μια υπόθεση συνωμοσίας που σχετίζεται με το σύστημα ύδρευσης του Λος Αντζελες. Η ηθική αμφισημία του αριστοτεχνικού σεναρίου, που πλέον αποτελεί αντικείμενο μελέτης στα αμερικανικά πανεπιστήμια, παρουσιάζεται μέσα από την προοπτική του ντετέκτιβ (ο οποίος παίζει σε κάθε σκηνή του έργου) και διαπερνά όλη τη ραχοκοκαλιά του φιλμ. Ενός φιλμ που σχηματοποιεί την έννοια του Κακού όχι μόνο στον λαβύρινθο της διαφθοράς («φαίνεται ότι η μισή πόλη προσπαθεί να καλύψει το σκάνδαλο» λέει κάποια στιγμή ο ήρωας) αλλά και στις ανίκητες δυνάμεις εξουσίας που σχετίζονται με το κεφάλαιο. Το «Τσάιναταουν» πέτυχε όχι μόνο επειδή συγκεντρώθηκαν τόσο πολλά ταλέντα στην ίδια ταινία (Τζακ Νίκολσον, Φέι Νταναγουέι, Τζον Χιούστον) αλλά και επειδή ο Πολάνσκι πολέμησε με πάθος να αλλαξει το φινάλε του αρχικού σεναρίου. Παρότι ο Τάουνι ήταν αντίθετος, ο σκηνοθέτης πέρασε τη δική του άποψη επηρεασμένος από την τραγωδία της δολοφονίας της εγκύου συζύγου του και ηθοποιού Σάρον Τέιτ από τη συμμορία του Μάνσον λίγα χρόνια νωρίτερα, παρουσιάζοντας ένα φινάλε απόλυτου μηδενισμού. Η παραδοχή της ήττας του ήρωα από τα γρανάζια ενός ανίκητου συστήματος οδήγησε τους θεατές στην αντίθετη συνθήκη. Αρκετοί βγαίνοντας από τις αίθουσες όπου προβαλλόταν το φιλμ εξέφραζαν όχι μόνο δυσαρέσκεια αλλά και μένος για τη μοιρολατρική στάση των βασικών χαρακτήρων, οι οποίοι συμβιβάστηκαν με την πεποίθηση πως είναι μόνοι και ανίκανοι απέναντι στις βίαιες και αθέατες δυνάμεις ενός πανίσχυρου συστήματος. Ειδικοί αναλυτές διέκριναν σε αυτή την ανατρεπτική αντίληψη τα ψήγματα μιας επαυξημένης αγωνίας που, με βάση το κοινωνικό δίκαιο, μπορεί να οδηγήσει σε χαρακτηριστικά μιας αυθεντικής επανάστασης.

Documento Newsletter