Η Έρη Ρίτσου στο Καρλόβασι της Σάµου κι εγώ στην άλλη άκρη της βιντεοκλήσης, στην Αθήνα. Να ξεκινάς να συζητάς για ένα τρυφερό παιδικό βιβλίο µε πρωταγωνιστές ζωάκια και µικρά παιδιά και να καταλήγεις στο ΝΑΤΟ και στην επιθετική πολιτική της Τουρκίας. Και ενδιάµεσα να παρεισφρέουν αµέτρητες στιγµές γέλιου από το χιούµορ και τις δόσεις αυτοσαρκασµού της κ. Ρίτσου.
Με αφορµή το νέο της παιδικό βιβλίο «Η υπόσχεση του παιδιού» (εκδόσεις Κέδρος) αφήσαµε τη συζήτηση να µας οδηγήσει σε θέµατα επίκαιρα…
Ένας κόσµος καλύτερος και ο µπαµπάς Γιάννης Ρίτσος
Το τελευταίο της βιβλίο αναφέρεται στην υπόσχεση κάθε παιδιού και κάθε νέας γενιάς να φτιάξουν έναν κόσµο καλύτερο. Έναν κόσµο όπου θα υπάρχουν σεβασµός και αγάπη για όλα τα πλάσµατα πάνω στη γη, γιατί κάθε ζωντανή ύπαρξη είναι µοναδική και πολύτιµη. «Θα πω σ’ όλους µου τους φίλους τα ζωάκια ν’ αγαπάνε, γιατί σαν κι εµάς κι εκείνα χαίρονται µα και πονάνε. Έναν κόσµο πιο ωραίο, έναν κόσµο φωτεινό, αύριο τα παιδιά θα φτιάξουν. Για όλων θα ’ναι το καλό» λέει ο πρωταγωνιστής του νέου της βιβλίου. «Οι άνθρωποι που σέβονται τα ζώα µεγαλώνοντας θα σέβονται και τους συνανθρώπους τους» µου λέει µιλώντας µε µια γλύκα στη φωνή της. «Γιατί όταν εκτιµάς τη ζωή και την ύπαρξη, την εκτιµάς σε όλες τις εκφάνσεις της. Αυτό είχα στο µυαλό µου όταν το έγραφα».
Η ελπίδα βρίσκεται στο κέντρο του βιβλίου της. «Είναι πολλά τα προβλήµατα, η µαυρίλα γύρω µας. Όταν υπάρχουν παιδιά που δεν έχουν τα βασικά, που πάνε στο σχολείο νηστικά και περιµένουν να φάνε από τα σχολικά γεύµατα… Πρέπει να έχουµε κάτι να ελπίζουµε, να προσδοκούµε για να συνεχίσουµε να ζούµε». Η ελπίδα ωστόσο από µόνη της δεν αρκεί. «Γι’ αυτό και το παιδί του παραµυθιού µου δεν αναλαµβάνει µόνο του να σώσει τον κόσµο αλλά θα το πει και στους φίλους του και όλοι µαζί θα αντιµετωπίσουν την κατάσταση. Είναι σηµαντικό τα παιδιά να αναπτύσσουν την έννοια της συλλογικότητας, να ξέρουν ότι όλοι µαζί πρέπει να παλεύουµε για να αλλάξουµε ό,τι δεν µας αρέσει».
Η Έρη Ρίτσου µάλιστα επέστρεψε στις οικογενειακές της καταβολές και έγραψε το παραµύθι σε ρίµα. «Όταν γράφεις µε ρίµα είναι πιο εύκολο να το θυµούνται τα παιδιά. Ετσι µαθαίναµε στο δηµοτικό τα περισσότερα µαθήµατα, τραγουδώντας τα, καθώς δεν υπήρχαν βιβλία τότε». Τον ίδιο τρόπο µάλιστα µου λέει ότι χρησιµοποιούσε και µε την κόρη της Λητώ Πασχάλη-Ρίτσου όταν δυσκολευόταν να µάθει κάτι στο σχολείο. «Σκόπελος φαίνεται, ύφαλος δεν φαίνεται» µου λέει τραγουδώντας.
Θυµάται τον εαυτό της από πολύ µικρή να αγαπά το διάβασµα. «Προτού αρχίσω να µάθω να διαβάζω µου διάβαζαν η µαµά και οι παππούδες µου. Κυκλοφορούσα µονίµως στο σπίτι µε ένα βιβλίο και ζητούσα να µου διαβάζουν. Μέχρι που µε σκυλοβαρέθηκαν και προτού πάω σχολείο µε έστειλαν ένα χρόνο ως ακροάτρια. Μόλις έµαθα ανάγνωση, κλείστηκα στα ιδιαίτερά µου και άρχισα να διαβάζω ανεξάρτητη και πανευτυχής. Οµως όταν πήγα πια κανονικά στην πρώτη δηµοτικού τα ήξερα ήδη, βαριόµουν αφόρητα και ζωγράφιζα συνεχώς. Τι ξύλο είχα φάει από τη δασκάλα».
Παρότι η ίδια είχε την τάση να αφηγείται ιστορίες ήδη από µικρή ηλικία, δεν θυµάται να έχει την τύχη να της εξιστορούν ιστορίες. «Η µητέρα µου (Φαλίτσα Γεωργιάδου) ήταν γιατρός, δούλευε ασταµάτητα και όταν είχε λίγο χρόνο µε πήγαινε βόλτα να µαζέψουµε λουλούδια ή για µπάνιο. Ο πατέρας µου ζούσε στην Αθήνα και ερχόταν στις διακοπές ή πηγαίναµε εµείς. Ο Ρίτσος αφηγούνταν στο βαφτιστήρι του στην Αθήνα µια ιστορία-σίριαλ, µήνες ολόκληρους, την “Αρκούδα µε τα µπικουτί”, οι θείοι µου το έγραφαν στο µαγνητόφωνο και το άκουγα αλλά δυστυχώς χάθηκαν».
Οταν γεννήθηκε, το 1955, ο Γιάννης Ρίτσος της αφιέρωσε το ποίηµα «Πρωινό άστρο» µε τον υπότιτλο: «Μικρή εγκυκλοπαίδεια υποκοριστικών για την κορούλα µου». Οµολογεί ότι όταν ήταν µικρή δεν µπορούσε να καταλάβει τη µεταφορά και τη λυρικότητα των στίχων του· πήγαινε και κοίταζε τα κρίνα για να διαπιστώσει εάν πράγµατι «έχουν φαναράκια». «Το διάβασα σε µεγάλη ηλικία και µπορώ να πω ότι το απόλαυσα όταν έγινα κι εγώ µητέρα» µου λέει. Όταν ωστόσο διάβασε τη «Σονάτα του σεληνόφωτος» στα 17 της, «σε µια εποχή που ως έφηβη είχα τις περισσότερες υπαρξιακές αναζητήσεις», της δηµιουργήθηκε η αίσθηση ότι «το είχε γράψει για εµένα αποκλειστικά. Ο Ρίτσος γενικώς µε επηρέασε». Της σχολιάζω την αναφορά που κάνει στον πατέρα της ως ο «Ρίτσος». «Όταν µιλάω για τον ποιητή είναι ο Ρίτσος. Όταν µιλάω για τις πλάκες που µου έκανε είναι ο µπαµπάς» μου απαντάει.
Της ζητώ να µου αναφέρει µια από αυτές τις στιγµές που θυµάται ακόµη έντονα. «Εκείνος όπως και η µάνα µου ήταν πολύ νοικοκύρηδες. Εγώ το απόλυτο χάος. Γινόταν Τούρκος όταν έµπαινε και έβλεπε την ακαταστασία στο δωµάτιό µου. Μου έλεγε: “Βρε πουλάκι µου, τακτοποίησε, πώς ζεις στο χάος;”. Του απαντούσα: “Με εµπνέει”. Μπαίνω λοιπόν µια µέρα στο δωµάτιό µου και κρέµονται κάλτσες από το φωτιστικό, µπλουζάκια από τα ράφια της βιβλιοθήκης και σκέφτοµαι ότι ο µπαµπάς την έκανε τη δουλειά. “Τι έγινε;” µου λέει, “δεν µου είπες ότι στο χάος λειτουργείς καλυτέρα;”» θυµάται γελώντας.
Οι πρόσφυγες στη Σάµο και οι «φίλοι» µας οι Αµερικανοί
Η Έρη Ρίτσου αν και δούλεψε για πολλά χρόνια στην Εθνική Τράπεζα στην Αθήνα φρόντισε εσκεµµένα να µη δηµιουργήσει δεσµούς µε την πρωτεύουσα και επέστρεψε στη γενέτειρά της, τη Σάµο, το νησί όπου έχει βρεθεί τα τελευταία χρόνια στο κέντρο της επικαιρότητας για τους λάθος λόγους, µε το προσφυγικό ζήτηµα να ταλανίζει την τοπική κοινωνία.
Η ίδια στάθηκε από την πρώτη στιγµή αλληλέγγυα στους ανθρώπους που έφτασαν κάτω από τραγικές συνθήκες στο νησί. Τη ρωτώ για την κατάσταση που επικρατεί σήµερα στους χώρους κράτησης των προσφύγων. «Ειδικά τα πρώτα χρόνια οι συνθήκες στις οποίες ζούσαν οι άνθρωποι ήταν άθλιες. Μιλάµε για παράγκες, αυτοσχέδια καλύβια από νάιλον που είχαν φτιάξει οι ίδιοι γιατί τα κοντέινερ δεν επαρκούσαν. Μες στη λάσπη, τη βροχή, στο κρύο, µε τα ποντίκια να φέρνουν βόλτες τριγύρω.
Οι συνθήκες αυτές βελτιώθηκαν, αλλά στην ουσία έχει δηµιουργηθεί ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης µε διπλά συρµατοπλέγµατα, µια φυλακή από την οποία δεν περιµένεις να υπάρξει ελπίδα καµιά. Αυτοί οι άνθρωποι δεν µπορούν να ελπίζουν σε τίποτε. Ή που θα τους επιστρέψουν από εκεί που ήρθαν ή που δεν θα έχουν ζωή. Είναι µια κατάσταση απάνθρωπη, σε πιάνει απελπισία για το πώς µπορεί κάποιος να συµπεριφέρεται µε αυτό τον τρόπο σε ανθρώπινα πλάσµατα που έχουν περάσει τόσο πολλά στη ζωή τους. Είναι αβάσταχτο».
Από τη στιγµή που οι πρόσφυγες αποµονώθηκαν στο βουνό, ο κόσµος έχασε την οπτική επαφή µαζί τους και έχει αλλάξει το κλίµα στο νησί, όπως µου εξηγεί. «Αισθανόµαστε αδύναµοι να κάνουµε οτιδήποτε, ακόµη και εάν θέλουµε να βοηθήσουµε, δεν ξέρουµε πώς. Από την άλλη, αυτοί που δεν τους ήθελαν είναι ικανοποιηµένοι γιατί δεν τους βλέπουν πια».
Πρόσφατα η τοπική κοινωνία της Σάµου κινητοποιήθηκε µαζικά για το ασυνόδευτο προσφυγόπουλο Σισέ Βαφίνγκ, του οποίου έχουν ήδη απορριφθεί δύο αιτήµατα ασύλου και εκκρεµεί ένα τρίτο. «Αυτό το παιδί ήρθε εδώ µόνο του. Σε ελάχιστο χρόνο έµαθε ελληνικά, πάει στο σχολείο. Είναι ένα πανέξυπνο, συναισθηµατικό παιδί. Οταν τον γνώρισα µε ρώταγε για την ιστορία της Ελλάδας. Μιλάει οκτώ γλώσσες, έχει πολλά ενδιαφέροντα. Είναι απολύτως παρανοϊκό να διώχνουν ένα παιδί που έχει κάνει τεράστια προσπάθεια να ενταχτεί στην κοινωνία µας. Βέβαια εκεί που διαισθάνεσαι ότι φαστιστικοποιείται ο κόσµος, τα νέα παιδιά αντιλαµβάνονται το δίκαιο και αυτό είναι εξαιρετικά ελπιδοφόρο. Οµως δεν είναι δυνατόν να καταφέρνουν να παίρνουν άσυλο µόνο παιδιά για τα οποία γίνονται κινητοποιήσεις. Με τα υπόλοιπα τι γίνεται; Πρέπει να υπάρξει µια συνολική πολιτική».
Πριν από λίγο διάστηµα η Ελλάδα καταδικάστηκε για τους θανάτους προσφύγων στο Φαρµακονήσι το 2014. Ταυτόχρονα η κυβέρνηση ποινικοποιεί και στοχοποιεί ακτιβιστές και όποιον τολµά να καταγγείλει τις εγκληµατικές πράξεις που διαπράττονται ενάντια σε ανυπεράσπιστους ανθρώπους που αναζητούν προστασία και άσυλο. «Αλλά πώς αλλιώς θα γίνει µε τις κυβερνήσεις που έχουν κάνει συµφωνία µε την ΕΕ να λειτουργούµε ως ανοιχτή φυλακή γι’ αυτούς τους ανθρώπους, µε την όποια κυβέρνηση να δέχεται να λειτουργήσει σαν υπηρέτης των µεγάλων αφεντικών; Εχουµε φέρει τα πλοία του ΝΑΤΟ στο Αιγαίο για να προλαµβάνουν, υποτίθεται, τις αφίξεις των προσφύγων. Αυτοί οι άνθρωποι βγαίνουν στην ακρογιαλιά, τους κυνηγάνε στα βουνά, τους µαντρώνουν, τους βάζουν σε πλοία και τους στέλνουν πίσω χωρίς να ξέρουµε ποιοι ήταν, πού τους επιστρέφουν. Αυτές είναι εγκληµατικές καταστάσεις».
Σε µια πρόσφατη ανάρτησή της στα µέσα κοινωνικής δικτύωσης η κ. Ρίτσου σχολίασε χαρακτηριστικά: «Κοιτάξτε να επισκεφτείτε τη Σάµο όσο ακόµη δεν χρειάζεστε διαβατήριο…». Με τις σχέσεις µε τη γειτονική χώρα να βρίσκονται τον τελευταίο καιρό στο ναδίρ, µε το κυβερνητικό φιάσκο της αποδοχής της ονοµασίας «τουρκικό Αιγαίο» («Turkaegean») από την ΕΕ για τη δήθεν τουριστική προβολή της Τουρκίας και µε τις τουρκικές στρατιωτικές ασκήσεις στο Αιγαίο να κάνουν το σπίτι της να τραντάζεται, να τρίζουν οι πόρτες και τα τζάµια, τη ρωτώ πώς εκλαµβάνει αυτή την τεταµένη κατάσταση στο Αιγαίο.
«Οι παραβιάσεις εναέριου χώρου είναι σχεδόν καθηµερινές και ειδικά τα καλοκαίρια που έρχονται τουρίστες. Η στάση των Τούρκων γίνεται όλο και πιο προκλητική και είναι λογικό γιατί έχουν βλέψεις στο Αιγαίο. ∆εν τους ενδιαφέρει µόνο η συνδιαχείριση –γιατί αυτό είναι ένα θέµα λυµένο, θα έλεγα, τη στιγµή που οι “προστάτες” µας οι Αµερικανοί το έχουν αποφασίσει. Έχουν ενδιαφέρον για τα νησιά και πιστεύω –δεν ξέρω εάν ισχύει, δεν είµαι πολιτική αναλύτρια– ότι το Καστελόριζο τους ενδιαφέρει γιατί θα τους ανοίξει την πόρτα για την ΑΟΖ της ανατολικής Μεσογείου. Η τουρκική διπλωµατία είναι προσηλωµένη σε δύο ταµπλό: λίγο φιλοαµερικανοί, λίγο φιλορώσοι, όπου βολέψει.
Σε αντίθεση µε τη δική µας “αστική δηµοκρατία” που έχει επιλέξει τον ρόλο του υπηρέτη αδιαµαρτύρητα και δεν έχει την παραµικρή αντοχή να αντιµετωπίσει το πρόβληµα, πάρα σκύβει το κεφάλι και λέει ναι. Το πληρώνουµε αυτό, γιατί εάν ξεκινήσουν, δεν σταµατούν µέχρι να δοθούν οριστικές λύσεις. Να µας δω µε κανό να διασχίζουµε την Αδριατική και να µας βουλιάζουν οι Ιταλοί τις βάρκες…».
INF0 Το βιβλίο «Η υπόσχεση του παιδιού» της ‘Ερης Ρίτσου, σε εικονογράφηση Έρσης Σπαθοπούλου, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος
*Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Documento στις 24/7/2022