Άλλο βιασμός και σεξουαλική παρενόχληση, άλλο αυταρχισμός στη δουλειά, άλλο παρέκκλιση από κανόνες καλής συμπεριφοράς, άλλο καφρίλα. Ολα είναι κατακριτέα αλλά δεν είναι ίδια. Η εξίσωσή τους βολεύει τον βιαστή, που θα τον κάνει να φαίνεται απλώς «κακής συμπεριφοράς» σαν τον κάφρο.
Η Σοφία Μπεκατώρου τράβηξε την κουρτίνα για να φανεί η φρίκη και έδωσε τη δυνατότητα σε όποιον ή όποια δεν είναι Μπεκατώρου να καταλάβει πως υπάρχει πάντα η δυνατότητα να φωνάξει και να ακουστεί αν η µία φωνή ενωθεί µε τις πολλές.
Αυτό είναι επιτυχία όχι γιατί άνοιξε ο δρόµος για την τιµωρία, αλλά γιατί άνοιξε ένα δροµάκι για τη συνειδητοποίηση. Γίνεται ορατό µε το λίγο φως που έπεσε πως τα σεξουαλικά εγκλήµατα αναπαράγονται µέσα από τη σιωπή και τον φόβο και µένουν ατιµώρητα γιατί η κοινωνία έχει εκπαιδευτεί να βλέπει το θύµα σαν συµµέτοχο στο έγκληµα. Η σιωπή πρέπει να σπάσει, ο φόβος πρέπει να γίνει φόβος του θύτη και η κοινωνία πρέπει να επανεκπαιδευτεί. Θα είναι σχετικά εύκολο αν ξεµπερδέψουµε µε τον φόβο και τη σιωπή.
Υπάρχει όµως ένας κίνδυνος. Να θεωρήσουµε σήµερα την υποκριτική κινητικότητα που επιδεικνύουν τα µέσα ενηµέρωσης στις καταγγελίες επιτυχία ενός κινήµατος και να συµπεράνουµε πως το θέµα είναι οι πάσης φύσεως καταγγελίες και µόνο. Αν ήθελαν τα κανάλια να χτυπήσουν τη σεξουαλική βία και τις αθλιότητες, θα έστρεφαν τις κάµερες στο εσωτερικό τους, όπου θα µπορούσαν να καταγράψουν ιστορίες να φεύγουν οι κάµερες από τα τριπόδια τους. Αλλά αυτό δεν συµβαίνει. Θυµηθείτε τι έγινε όταν αποκαλύφθηκε ότι ο Νίκος Γεωργιάδης, στενός φίλος και συνεργάτης του Κυριάκου Μητσοτάκη, είχε συλληφθεί παρακαλώ και όχι καταγγελθεί απλώς για συµµετοχή σε κύκλωµα εκµετάλλευσης ανηλίκων. ∆εν είδαν ούτε άκουσαν τίποτε. Τι έγινε όταν αποκαλύφθηκε ότι ο Κωνσταντίνος Φρουζής της Novartis παρενόχλησε σεξουαλικά 11χρονη, σύµφωνα µε παλιά δηµοσιεύµατα; Πάλι τίποτε.
Τα µέσα ενηµέρωσης θα συνεχίσουν να εµφανίζουν για λίγο ακόµη καταγγελίες µέχρι να κορεστεί η κοινή γνώµη και, κυρίως, µέχρι να µπερδευτεί ποιο είναι το πρωτεύον και ποιο η παρωνυχίδα στις καταγγελίες. Η σηµερινή βουή θα δώσει τη θέση της στη σύγχυση, την οποία θα χρησιµοποιήσει ο επόµενος βιαστής σαν στρώµα βιασµού.
Το κίνηµα που αναπτύσσεται ενάντια στη σεξουαλική βία και την κακοποίηση δεν µπορεί να είναι φωτοβολίδα. ∆εν πρέπει να φιλοδοξεί να φωτίσει µια περιοχή αφήνοντας τα υπόλοιπα στο σκοτάδι.
Εδώ και µερικές µέρες έχουν ανοίξει στόµατα και αυτιά, αλλά έχει ανοίξει και µια χοάνη που µέσα της πέφτει οτιδήποτε υπεύθυνο ή ανεύθυνο για να δηµιουργήσει µια αίσθηση αποτελεσµατικότητας και επιτυχίας. Οι καταγγελίες για σεξουαλική βία και παρενόχληση ξεχειλώθηκαν σε καταγγελίες για άσχηµες συµπεριφορές, για εργασιακές παραβάσεις, για καφρίλες και παρεκτροπές. Μες στη διογκωµένη βουή που δηµιουργείται ο παιδεραστής και ο βιαστής περνάνε κάτω από τα ραντάρ, ενώ η κοινή γνώµη χάνεται µες στην ικανοποίηση ότι παίρνει το αίµα της πίσω. Για ποιο πράγµα όµως παίρνει το αίµα της πίσω; Για τις κακές συµπεριφορές ή µήπως τις ιδιωτικές συµπεριφορές; ∆εν λύνουµε αυτό σήµερα.
∆εν λύνουµε κανένα θέµα συµπεριφορών. Προσπαθούµε να φωτιστεί το σκοτάδι µες στο οποίο διαπράττονται τα πιο ειδεχθή εγκλήµατα. Οχι, η αντιµετώπιση των προβληµάτων αυτών δεν είναι ωδή στη συµπεριφορολαγνεία ούτε καταγγελίες µόνο µε την ευκαιρία µιας αποκάλυψης. Είναι καθηµερινή µάχη και οργάνωση. Υπάρχουν δολοφόνοι όπως και βιαστές µε καλή συµπεριφορά. Στην Καθολική Εκκλησία άγιοι και καλοσυνάτοι πατέρες έχουν υπογράψει τα µεγαλύτερα εγκλήµατα παιδοφιλίας. ∆εν είναι λοιπόν θέµα αξιολόγησης συµπεριφορών αλλά θέµα συνείδησης και συλλογικής αντιµετώπισης. ∆εν πρέπει να πέφτουµε στην παγίδα των βολικών αχταρµάδων, µόνο και µόνο γιατί µπορούµε έτσι να συµπεριλάβουµε τον προσωπικό µας καηµό ή το προσωπικό µας πρόβληµα. Είναι προσβολή για τα θύµατα των σεξουαλικών επιθέσεων να εξισώνουµε τον βιασµό µε το «µε στραβοκοίταξες στη δουλειά» ή µε το «δεν µε γουστάρεις και µε πολεµάς».
Πολύ περισσότερο, δεν καλείται κανένα κίνηµα ή δηµοσιογραφικός αντιπρόσωπος να σταθεί µε αξιοπρέπεια απέναντι σε προβλήµατα που προέκυψαν επειδή παρατήσαµε κάπου τη δική µας αξιοπρέπεια. Είναι σηµαντικότερο να εξασκήσουµε το δικό µας «µη» απέναντι σε όποιον µας καταπιέζει ή µας κακοποιεί απ’ το να συµµετέχουµε περιστασιακά σε ασκήσεις αγανάκτησης.
Χρειάζεται και µία άλλη µορφή συνειδητοποίησης. Να καταλάβουµε ότι τα προβλήµατα δεν λύνονται κατά µόνας, αλλά µέσα από συλλογικές λειτουργίες που µπορούν να αποτελέσουν ασπίδα σε κάθε αυθαιρεσία.
Τα κινήµατα που δηµιουργούνται δεν µπορούν να στηρίζονται στον φονταµενταλισµό της γενικότητας. ∆εν καλούνται να υποστηρίξουν προσωπικές αντιπαραθέσεις και ξεκαθάρισµα λογαριασµών (στα του θεάτρου πολύ φοβάµαι ότι ως έναν βαθµό ζούµε και κάτι τέτοιο), αλλά τη συνειδητή στάση και την ιεράρχηση του προβλήµατος.
Σε αυτή την ιεράρχηση το εργασιακό πρόβληµα ή η προσβολή εκπροσωπούν άλλη µορφή βίας από τη σεξουαλική που ασκεί ένας θιασάρχης σε ένα παιδάκι. Για το πρώτο σε τελευταία ανάλυση υπάρχουν σωµατείο και οργανωµένες δοµές. Για το δεύτερο υπάρχουν ο µοναχικός εφιάλτης και η φρίκη.
Από το προσωπικό «µη» έως το κινηµατικό #MeToo υπάρχει πολύς δρόµος. Ας µην τον χάσουµε εξαιτίας της γοητείας που ασκεί η εύκολη λύση του τσουβαλιάσµατος όλων. Πολύ περισσότερο αν συµφωνούµε πως έχει ανοίξει ένας δρόµος.