Καλοκαίρι στην Ελλάδα με το βλέμμα ενός 11χρονου παιδιού που έρχεται από τη Μέση Ανατολή.
Έκανα την πρώτη µου επίσκεψη στην Ελλάδα όταν ήµουν έντεκα χρόνων, στην ίδια ηλικία δηλαδή που είχε και ο πατέρας µου όταν έφευγε από την πατρίδα του. Μια επίσκεψη που ήταν γεµάτη ενθουσιασµό και δέος.
Αλλωστε δεν ήξερα και πολλά γι’ αυτήν τη χώρα, από την οποία ο πατέρας µου είχε πολύ λίγες αναµνήσεις που µας επαναλάµβανε για χρόνια όταν ήµασταν παιδιά. Οι περισσότερες σχετίζονταν µε το νησί του, την Εύβοια, τη θάλασσα, τους πολύ δυνατούς ανέµους τον χειµώνα, το σχολείο του και µια µητέρα την οποία γνώριζε ελάχιστα.
Το καλοκαίρι εκείνο λοιπόν µας υποδέχτηκε στην Αθήνα ο ένας εκ των τεσσάρων αδερφών του πατέρα µου µε την οικογένειά του. Αργότερα θα διαπιστώναµε ότι αυτά θα ήταν και τα µόνα µέλη της ευρύτερης οικογένειάς µας µε τα οποία δεν θα φτάναµε στα δικαστήρια, αφού όλοι οι υπόλοιποι είχαν φροντίσει να του ροκανίσουν κάθε ψήγµα κληρονοµιάς. Με τα χρόνια βέβαια καταλάβαµε ότι αυτή ήταν µια ιστορία πολύ συνηθισµένη που επαναλαµβανόταν συχνά στα τέλη της δεκαετίας του ’70 σε βάρος πολλών Ελλήνων που είχαν φύγει από τη χώρα τους δουλεύοντας για δεκαετίες στο εξωτερικό και που µε την επιστροφή τους διαπίστωναν ότι οι συγγενείς τους είχαν πάρει τις περιουσίες τους.
Ας επιστρέψουµε όµως στα γεγονότα εκείνης της πρώτης καλοκαιρινής γνωριµίας µου µε τη χώρα του πατέρα µου. Η πρώτη µου εντύπωση από την Ελλάδα: πανέµορφη αλλά υποανάπτυκτη (στο µυαλό µιας 11χρονης ανάπτυξη = ωραία αυτοκίνητα και στιλάτα ρούχα). Φυσικά ποτέ δεν είπα τη γνώµη µου δυνατά. Ηµουν έντεκα. Κανείς δεν νοιάζεται για τη γνώµη µιας 11χρονης.
Εξάλλου, στα τέλη των 70s στους δρόµους της Αθήνας συναντούσες κυρίως πολύ παλιά αυτοκίνητα και θορυβώδη λεωφορεία που βροµούσαν και µόλυναν την ατµόσφαιρα και στα οποία µε έχωναν για να επισκεφτούµε διάφορα µέρη.
Επόµενη στάση το νησί, η Εύβοια, συγκεκριµένα η Κάρυστος. Οι ντόπιοι έρχονταν επίσκεψη στους συγγενείς που µας φιλοξενούσαν για να δουν στα πεταχτά αυτούς τους ξενόφερτους τύπους που µόλις είχαν εισβάλει. Βλέπετε, οι «ξένοι» δεν ήταν απλώς «ξένοι», αλλά είχαν ζήσει τη ζωή τους σε µια ισλαµική χώρα, την Ιορδανία, και αυτό είναι από µόνο του «ύποπτο».
Έτσι κυκλοφόρησαν διάφορες φήµες στο χωριό, µε την πιο δηµοφιλή να είναι ότι αν και ο πατέρας µου ήταν Ελληνας, λόγω της µετανάστευσής του στην Αίγυπτο και της παραµονής του για δεκαετίες στη Μέση Ανατολή θεωρούνταν πλέον ένας… µαύρος, ο οποίος µάλιστα εµφανίστηκε µε ξένη σύζυγο που µισεί το χοιρινό κρέας. Οι πιο «σοφοί» του χωριού υποστήριζαν ότι µάλλον η γυναίκα του –η µητέρα µου δηλαδή– ήταν µουσουλµάνα. Αυτό τουλάχιστον θα δικαιολογούσε την απέχθειά της προς το χοιρινό.
Μόνο που ο συλλογισµός τους δεν ανταποκρινόταν στην πραγµατικότητα. Η αναστάτωσή τους ενισχύθηκε ακόµη περισσότερο όταν ανακάλυψαν ότι ήταν καθολική. Μέχρι και σήµερα είµαι πεπεισµένη ότι κάποιοι από αυτούς θα προτιµούσαν να είµαι ακόµη και µουσουλµάνα αντί να οφείλουν να αποδεχτούν το εξωφρενικό αµάρτηµα του πατέρα µου να παντρευτεί µια καθολική!
Εγώ πάντως καθώς ήµουν η µικρότερη από τις κόρες του είχα χαρακτηριστεί ακίνδυνη. Βέβαια, λίγη προσοχή δεν έβλαπτε. Είναι αξέχαστα τα οργισµένα βλέµµατα όταν µιλούσαµε µεταξύ µας σε µια περίεργη γλώσσα που στα αυτιά τους έµοιαζε µε ένα ατελείωτο «χα, χου, Αλλάχου Ακµπαρ».
Αξέχαστη είναι επίσης και η αιώνια ερώτηση που έκαναν σε όλους µας µε τη βοήθεια µεταφραστή –οποιουδήποτε µεταφραστή, ακόµη και της νοηµατικής αν χρειαζόταν– περίπου µισή ώρα µετά που πατήσαµε το πόδι µας στην Ελλάδα για πρώτη φορά: «Ποια χώρα είναι καλύτερη;», η οποία συνοδεύεται πάντα από ένα χαµόγελο γεµάτο προσδοκία. Κι αν αρνιόµασταν να δηλώσουµε ρητώς και αµετακλήτως ότι η Ελλάδα ήταν απείρως καλύτερη, τότε αυτοµάτως τα φρύδια τους ανασηκώνονταν και η ερώτηση επαναλαµβανόταν, αυτήν τη φορά µε λίγο πιο πλάγιο (ή ύπουλο) τρόπο: «Πού προτιµάς να ζεις;». Πάντως, αν θέλεις µπορείς να υπεκφύγεις και από αυτή την ερώτηση. Εγώ τουλάχιστον το έκανα για τα επόµενα 20 χρόνια.
Η αγαπηµένη µου ανάµνηση από όλες όµως ήταν ένα από τα επόµενα καλοκαίρια, τότε που η θεία µου η Ντίνα υποχρεώθηκε να υποµείνει την παρουσία µου στο νησί. Μόνο οι δυο µας, για ολόκληρο το καλοκαίρι και χωρίς καµία κοινή γλώσσα επικοινωνίας. Αυτή λοιπόν η ιστορία µπαίνει στο κεφάλαιο «πώς γίνεσαι Ελληνας»: η θεία Ντίνα πίστευε στην αρετή της επιµονής. Μου µιλούσε στα ελληνικά θεωρώντας ότι αν µιλούσε αργά, τότε σίγουρα θα καταλάβαινα κάτι, οτιδήποτε. Κάθε µέρα µου µαγείρευε υπέροχα φαγητά όσο εγώ περνούσα τη µέρα µου στη θάλασσα και εξοργιζόταν όταν επέστρεφα από εκεί µε ένα παγωτό στο χέρι. Εκανε τα πάντα να µου εξηγήσει ότι το παγωτό είναι για µετά το φαγητό. Τελικά εγκατέλειψε την προσπάθεια, µάλλον ρίχνοντας το φταίξιµο στη διαφορετική µας κουλτούρα. Τα παράτησε σχετικά γρήγορα. Για την ακρίβεια, µέχρι το τέλος εκείνου του καλοκαιριού είχε εγκαταλείψει κάθε προσπάθεια να µετατρέψει οποιονδήποτε σε Ελληνα.
Τελικά όµως όλο αυτό ήταν πολύ παιδαγωγικό. Περίπλοκο αλλά ταυτόχρονα και µια όµορφη και ενδιαφέρουσα εµπειρία, αφού κατάλαβα ότι όχι µόνο ποτέ δεν θα γίνω αποδεκτή ως Ελληνίδα, αλλά και ότι αυτό δεν ήταν καθόλου κακό. Αντιθέτως, ήταν µια χαρά.
Μέχρι που µεγάλωσα και ξεκίνησε η επόµενη µάχη: «Έρχονται για να µας πάρουν τους άντρες»!
Η Χριστίνα Θέμελη είναι μεταφράστρια.