Ελεγαν οι παλιότεροι να φοβάσαι τον βουλιµικό και τον λαίµαργο. Γίνεται πιο επικίνδυνος καµία φορά και από τον κατά φαντασία χορτασµένο που αποδεικνύεται πιο άπληστος και από τον νηστικό.
Πώς ταιριάζει αυτό στη σηµερινή πολιτική συγκυρία; ∆υστυχώς ταιριάζει αν αναλογιστεί ο καθένας µας το µείγµα της πολιτικής πρακτικής, του ύφους και του στιλ διακυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Τρία χρονιά συµπληρωµένα µε τον πρωθυπουργό να καθορίζεται από την ετεροβαρή σύγκριση µε την προηγούµενη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Από το πρώτο λεπτό δεν έδειξε κανένα ενδιαφέρον να προτάξει τις δικές τους δεξιότητες, παρά µε αδέξιο τρόπο ήθελε να πείσει ότι οι προηγούµενοι ήταν πιο κακοί σε σύγκριση µε τους προ-προηγούµενους κακούς.
Ελα όµως που οι προ-προηγούµενοι κακοί ήταν η πολιτική του µήτρα, ο ίδιος του ο εαυτός, µε τον ίδιο σε λιγότερο σηµαντικό ρόλο. Πάντως ήταν ένας από αυτούς. Και δυστυχώς για τον Κυριάκο Μητσοτάκη, ίσως αποδεικνύεται και χειρότερος από τους πολιτικούς του µέντορες και δασκάλους στα πρώτα χρόνια της αριστοκρατικής και έµπλεης νεποτισµού εισόδου του στην πολιτική.
Η Νέα ∆ηµοκρατία κυβέρνησε για τελευταία φορά µε ισχυρή αυτοδυναµία την περίοδο 2004-09 µε πρωθυπουργό τον Κώστα Καραµανλή. Τον πιο δηµοφιλή, µετά τον ιδρυτή της Νέας ∆ηµοκρατίας, πρόεδρο και πρωθυπουργό της δεξιάς παράταξης. Εκείνη την περίοδο ο Κυριάκος Μητσοτάκης, σε ρόλο απλού βουλευτή, παίρνει τα πρώτα αδιαµεσολάβητα και άµεσα µαθήµατα πελατειακού συστήµατος, αλαζονείας, έλλειψης λογοδοσίας, αδιαφάνειας, σπατάλης και γενικά όλα όσα συνέθεσαν τη συνταγή της πλήρους χρεοκοπίας. Εκτοτε η Νέα ∆ηµοκρατία υποχρεώθηκε να µοιραστεί τη διακυβέρνηση της χρεοκοπίας και της φτωχοποίησης µε πολιτικούς εταίρους όπως το ΠΑΣΟΚ, ο Λαϊκός Ορθόδοξος Συναγερµός του Καρατζαφέρη και η ∆ΗΜΑΡ. Αυτό που κατάφερε µε πρωταγωνιστή τον Αντώνη Σαµαρά και σε κοµβικό ρόλο τον Κυριάκο Μητσοτάκη ήταν την ήδη χρεoκοπηµένη χώρα να την οδηγήσει και σε ακραία φτωχοποίηση του λαού της, σχεδόν οριζόντια. Ηθελαν και τότε να κάνουν τις «δουλίτσες» που κάνουν σήµερα, αλλά δεν είχαν χρήµατα (πλην των αγαπηµένων τους αφανών πόρων). Επίσης υπήρχαν κάποιοι µέσα στα πόδια τους που τους έβλεπαν ή κινδύνευαν να τους µαρτυρήσουν. Βέβαια, αν εξαιρέσεις τη ∆ΗΜΑΡ και την έντιµη αποχώρηση για το φασιστικό µαύρο της ΕΡΤ, αυτοί οι υπόλοιποι και αν έβλεπαν, δεν µιλούσαν τόσο συχνά.
Το θέµα µας όµως παραµένει το σήµερα, που σε µεγάλο βαθµό σηµατοδοτήθηκε από την ανάγκη Μητσοτάκη να ρεφάρει στην τσόχα της αυτοδυναµίας. Ετσι εξηγείται και η πέρα από κάθε προηγούµενο τυµβωρυχική, πατριδοκάπηλη και εξαπατητική προεκλογική του συµπεριφορά το 2019. ∆εν άφησε ψέµα που δεν είπε, αντίπαλο που δεν συκοφάντησε, υπόσχεση που δεν έδωσε.
Ηξερε και τότε –αποδεικνύεται τρία χρόνια µετά– ότι το µόνο που ήθελε να αναβιώσει και έλειπε δραµατικά από τον κορµό των υποστηρικτών του ήταν το κράτος-λάφυρο. Την αυτοδιοίκηση του «όλη η Ελλάδα είναι µπλε» σε ρόλο επικουρικού νταραβερτζή και της κεντρικής κυβέρνησης στο µεγάλο τραπέζι. Μοιράζοντας ανενόχλητα, µετατρέποντας ακόµη και τις απρόσµενες δυσκολίες σε τζόκερ που ταιριάζει µε όλα τα φύλλα, αδιαφορώντας για το κράτος δικαίου, τη λογοδοσία και την ισονοµία. Τραβούσε άσους από το µανίκι που βαφτίζονται µεταρρυθµίσεις ενώ δεν πρόκειται για τίποτε άλλο παρά για αγοραία πολιτική εξαπάτηση. Από αυτές που κάνουν τους πλούσιους πλουσιότερους και τους φτωχούς ακόµη πιο φτωχούς.
Καθόλου πρωτότυπο αλλά τόσο σταθερά διαχρονικό. Με σαδισµό στους νέους ανθρώπους επειδή αναζητούν, αµφισβητούν και διεκδικούν. Ασέβεια στην ιστορία των αγώνων αυτού του τόπου επειδή αποκαθήλωναν τις βοναπαρτικές συµπεριφορές και τους µεσσίες.
Αν µπορούσαµε να φέρουµε στο µυαλό µας τον Κωνσταντινουπολίτη παππού του µικρού Φάνη στην κινηµατογραφική ταινία «Πολίτικη κουζίνα» που ανέλυε τις συνθέτες λέξεις µε τον δικό του τρόπο, θα καταλήγαµε και στο ποια είναι η κρυµµένη αλήθεια στη σηµασία της λέξης αυτοδυναµία για τον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Στην αυτοδυναµία, ενώ θα έπρεπε να αναδύεται το συστατικό της δύναµης να παλέψεις για ένα λαό και τις επόµενες γενιές, µπορεί να κρύβεται και η λέξη αδυναµία. Η αδυναµία ενός πολιτικού να είναι ηγέτης και όχι απλός κοµµατάρχης.