Από τη σχετική φτώχεια και την ανισότητα στην «ακρίβεια» και την απόλυτη φτώχεια

Τα περιθωριακά στο παρελθόν προβλήματα της ανισότητας και της φτώχειας τείνουν να κατακτήσουν σημαντική θέση στην ατζέντα των πιεστικών προβλημάτων που οφείλουν να αντιμετωπίσουν και οι πιο αναπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες, όχι τόσο για λόγους κοινωνικής δικαιοσύνης όσο για τη συντήρηση της όποιας κοινωνικής συνοχής, που δείχνει να απειλείται σοβαρά. Βέβαια, η πιο θεμελιώδης τεράστιων διαστάσεων ανισότητα στην κατανομή του πλούτου ή των μέσων παραγωγής ήταν και παραμένει εκτός συζήτησης καθώς αποτελεί συγκροτησιακό στοιχείο του συστήματος.

Μέχρι πολύ πρόσφατα, πάντως, το ενδιαφέρον και η συστηματική ετήσια δημοσιοποίηση των στοιχείων για τη φτώχεια δεν είχαν οδηγήσει σε κάποια στοχευμένη προσπάθεια μείωσής της, ακριβώς επειδή είναι σχετική, εκφράζει δηλαδή την ανισότητα στην κατανομή του εισοδήματος των νοικοκυριών, ένα στοιχείο που η κυρίαρχη ιδεολογία θεωρεί φυσικό και θέσφατο αλλά και συχνά ενισχυτικό του ρυθμού οικονομικής μεγέθυνσης. Εκφράζοντας όμως αποκλειστικά τον βαθμό εισοδηματικής ανισότητας χωρίς καμία σύνδεση με το ύψος του βιοτικού επιπέδου αποτυγχάνει να εκφράσει την έκταση και τον βαθμό φτώχειας με την παραδοσιακή, την καθημερινή έννοια. Μάλιστα, όταν σχεδόν όλοι φτωχαίνουν απελπιστικά όπως στην πρώτη περίοδο των μνημονίων και τα κατώτερα εισοδήματα δεν έχουν περιθώριο μεγάλης μείωσης, το ποσοστό φτώχειας μπορεί να μένει σταθερό ή και να μειώνεται! Για παράδειγμα, από το 2009 μέχρι το 2019 το μέσο ισοδύναμο ατομικό διαθέσιμο εισόδημα στην Ελλάδα μειώθηκε κατά 27,7% αλλά το ποσοστό (σχετικής) φτώχειας μειώθηκε σημαντικά από 20,1% σε 17,7% του πληθυσμού.

Μέχρι τώρα οι αναφορές στη φτώχεια είναι σχεδόν αποκλειστικά αναφορές στη σχετική φτώχεια, δηλαδή στην ανισότητα, με ποσοστά γύρω στο 20% του πληθυσμού. Πιο χρήσιμη, ιδίως στις τρέχουσες και πρόσφατες συνθήκες κρίσης, είναι η σπάνια χρησιμοποιούμενη στην Ελλάδα έννοια της απόλυτης φτώχειας, που εστιάζει αποκλειστικά στο κατά πόσο τα άτομα ενός νοικοκυριού έχουν τους πόρους για να καλύψουν με ικανοποιητικό τρόπο τις βασικές τους ανάγκες (διατροφή, στέγαση, ένδυση, υπόδηση, μεταφορές, επικοινωνίες, αναψυχή, πολιτισμός, υγεία, εκπαίδευση, φροντίδα και φύλαξη παιδιών κ.λπ.). Οι τελευταίες ορίζονται ως το καλάθι εκείνο των αξιών χρήσης που κρίνονται απαραίτητες (σε είδος και σε ποσότητα) κατ’ ελάχιστον για την ομαλή (φυσιολογική και κοινωνική) αναπαραγωγή των μελών του νοικοκυριού.

Η σχετική φτώχεια έχει την ιδιομορφία να μην παίρνει υπόψη τις τιμές των καταναλωτικών αγαθών αλλά μόνο τα εισοδήματα και την κατανομή τους. Η απόλυτη φτώχεια είναι πιο σύνθετη, απλούστερη στην κατανόησή της και βασίζεται στην εξέλιξη τριών παραγόντων: του καλαθιού των βασικών αγαθών, των τιμών των βασικών αγαθών και των διαθέσιμων εισοδημάτων των νοικοκυριών.

Η διαμόρφωση της απόλυτης φτώχειας προκύπτει από την εξέλιξη της παραγωγικότητας της εργασίας, τη διανομή του εισοδήματος ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις με βάση τη διαπραγματευτική δύναμή τους, την κρατική αναδιανεμητική πολιτική, τον βασικό μισθό, τις μακροοικονομικές πολιτικές και το ποσοστό ανεργίας, τη διαμόρφωση μισθών, συντάξεων και άλλων εισοδημάτων, τις τιμές και τον πληθωρισμό, με το τελευταίο στοιχείο να αποτελεί σήμερα το σημαντικότερο πρόβλημα, διαμορφώνοντας μια κατάσταση όπου απειλείται η ομαλή αναπαραγωγή μεγάλου (και σίγουρα όχι περιθωριακού) τμήματος του συνολικού πληθυσμού με την έννοια ότι δεν καλύπτονται ικανοποιητικά οι βασικές ανάγκες του.

Με έμμεσο τρόπο μπορούμε να συμπεράνουμε την έκταση της απόλυτης φτώχειας συγκρίνοντας το ύψος των εισοδημάτων της τρέχουσας πραγματικότητας με τα επίσημα κατώφλια της σχετικής φτώχειας, που για μονοπρόσωπα νοικοκυριά ανέρχονται στις 5.269 ευρώ (439 ευρώ μηνιαίο εισόδημα) και για τετραμελή νοικοκυριά στις 11.064 ευρώ (922 ευρώ μηνιαίο εισόδημα) το 2019. Αυτά τα όρια δεν τα καλύπτει ένα ποσοστό 17,7% του πληθυσμού, παρότι είναι προφανές (από πρώτες εκτιμήσεις) ότι δεν μπορούν να εξασφαλίσουν ένα καλάθι αγαθών επαρκές για ομαλή αναπαραγωγή του αντίστοιχου νοικοκυριού, με συμπέρασμα ότι το ποσοστό απόλυτης φτώχειας είναι ακόμη μεγαλύτερο.

Μπορεί να υποστηριχτεί με βάση τα παραπάνω ότι οι διαστάσεις του προβλήματος της απόλυτης φτώχειας είναι τέτοιες που δεν αφορούν πλέον κάποιες ατέλειες ή δυσλειτουργίες του κοινωνικοοικονομικού συστήματος αλλά την ίδια τη δυνατότητά του να παρέχει λογικό ή αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο σε σημαντικό τμήμα του συνολικού πληθυσμού της χώρας.

Ο Θανάσης Μανιάτης είναι καθηγητής του τμήματος Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών