Το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης ξεκίνησε και η βιωμένη ιστορία του ξεδιπλώνεται στους γκρι τόνους του νουάρ.
Κατά έναν παράξενο και ανεξήγητο τρόπο όλες οι αναµνήσεις από παρελθόντα φεστιβάλ κινηµατογράφου διαθέτουν την αρχειοθετηµένη υπενθύµιση του παραγοντισµού. Με πικρή ειρωνεία αναρωτιέµαι αν εκσυγχρονιστήκαµε τόσο πολύ, µια και τα πρόσφατα φεστιβάλ ουδεµία σχέση έχουν πλέον µε αυτό το παραδοσιακό εθιµικό ελληνικό χούι. Χωρίς παραγοντιλίκι δεν υπάρχουν πηγαδάκια, καβγάδες, συγκεντρώσεις, εύθυµα και θλιβερά γεγονότα, αποδοκιµασίες. ∆ηλαδή δηµοσιογραφικά δεν παράγονται ειδήσεις. Είναι άραγε ατόπηµα αν παραφράσω τη γνωστή ρήση του Ρολάν Μπαρτ και καταλήξω ότι όσο αυξάνονται η ευπρέπεια και η σοβαρότητα τόσο λιγοστεύει η ζωή: ζωή, δηλαδή το ωραίο, το κινούµενο, το υπάρχον, έστω και ως πλαστή αναπαραστάσιµη µορφή. Καλύτερα λοιπόν να ζεις παρά να θυµάσαι· εξάλλου, κατά τον τίτλο της γνωστής ταινίας του Φεντερίκο Φελίνι «Amarcord» οι αναµνήσεις είναι γλυκόπικρες. Θα πρόσθετα και παραπλανητικές και αλλοιωµένες από τη νοσταλγία µε την εξασφάλιση των όσων έγιναν στη συνέχεια. Το ρετρό ποτέ δεν βοήθησε τον στοχασµό και αυτό το καταλαβαίνουµε και από την πετυχηµένη γνωστή σειρά της ΕΡΤ1 «Τα καλύτερά µας χρόνια».
Τα γεγονότα και µόνο τα γεγονότα ως πολτός
Είναι γνωστό και αγαπητό το τραγούδι του Ντιν Μάρτιν «Οι αναµνήσεις γίνονται απ’ όλα αυτά». Ποια είναι λοιπόν όλα αυτά που έχουν καταγωγή το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης; Σπασµένα µπουκάλια, κυνηγητό κριτικών από έξαλλους µεθυσµένους σκηνοθέτες, ο Αγγελόπουλος υψωµένος στις πλάτες των φοιτητών, ο Νικολαΐδης ως πρόκληση στην αστική ευπρέπεια, τα τανκς του Τζέιµς Πάρις στους δρόµους, η κάθετη πτώση του Τάκη Κανελλόπουλου, η ιλιγγιώδης άνοδος του Παντελή Βούλγαρη, η καλοδεχούµενη κουλτούρα του Θανάση Ρεντζή, το λαϊκό σινεµά του Τάσου Ψαρρά. Κι όµως, µέσα σε όλα αυτά, ως καλός ντετέκτιβ που µε εκπαίδευσε τόσο τέλεια το αµερικανικό φιλµ νουάρ, ανακαλύπτω κάποιες σκληρές, στην κυριολεξία ανείπωτες αλήθειες. Πώς να πάει καλά το εθνικό σινεµά µε αυτά που ανακάλυψα;
Αναρωτιέµαι ακόµη τι ακριβώς συνέβη και υπήρξε τέτοια εµπάθεια, κρατικής µάλιστα κατεύθυνσης, κατά του Νίκου Νικολαΐδη όταν διαγωνιζόταν στο φεστιβάλ µε τη «Γλυκιά συµµορία». Μήπως η διασύνδεση οδηγεί κάπου απίστευτα υψηλά ή ο παράγων έδρασε µε τη δική του αισθητική, ιδεολογία και άποψη; Ο ίδιος µάλιστα υπέδειξε και ταινία που άξιζε να προσεχτεί και, καθόλου παραδόξως, κέρδισε. Η συνεδρίαση εκείνης της κριτικής επιτροπής, υπό την προεδρία του Νίκου Κούνδουρου, κράτησε πολλές ώρες και στο τέλος κάποια βραβεία δόθηκαν µηχανικά για να ωφεληθεί έτσι η «Υπόγεια διαδροµή» του Απόστολου ∆οξιάδη. Υπάρχουν και διασταυρωµένες έγκυρες πληροφορίες πως εάν ο Κώστας Φέρρης, ο οποίος διαγωνιζόταν τότε µε το «Ρεµπέτικό» του, δεν φώναζε πολύ, θα πήγαινε ως επίσηµη συµµετοχή της Ελλάδας στο Φεστιβάλ Βερολίνου. Και πήγε και κέρδισε βραβείο, χωρίς να υπαινίσσοµαι τίποτε.
Τι παράξενοι που είναι αυτοί οι καλλιτέχνες
Αυτό αφορά και κάποιους σκηνοθέτες που είναι και πολύ καλοί µου φίλοι. Ναρκισσιστές, αυτάρεσκοι, δίγλωσσοι, αυτοαναιρούµενοι, δεν καταλαβαίνουν τίποτε. Είναι µια σκοτεινή άγρια νυχτιά που είµαι στριµωγµένος µε έναν σκηνοθέτη σε ένα µυστηριώδες στενό µπαρ και µιλάµε εκτεταµένα για την ταινία του, τα θετικά και τα τρωτά της. Του λέω χαρακτηριστικά και εύγλωττα: «Πόσο πρωτότυπη και διαφορετική ταινιάρα έκανες. Θα κάνω το παν να βρει διανοµή η ταινία [όπως κι έγινε]. Εχω όµως ένα πρόβληµα. Πρέπει να γνωρίζεις ότι τα νουάρ απαιτείται να έχουν εξαιρετικούς ηθοποιούς. Στο δικό σου η τάδε [του αναφέρω το όνοµα] δεν δείχνει να πιστεύει καθόλου στον ρόλο της». Μου απαντάει: «Εχεις απόλυτο δίκιο». Και σκέφτοµαι πως αν έχω απόλυτο δίκιο, πού θα το βρω. Σε 15 µέρες έρχεται η επιβεβαίωση.
Στο ίδιο µπαράκι µε ισπανική σαµπάνια και µαύρο χαβιάρι –µόλις έχω ψηφίσει στα κρατικά βραβεία– κάνω το λάθος και µιλώ εµπιστευτικά όχι σε σκηνοθέτη, αλλά σε φίλο. Του λέω χαρακτηριστικά: «Οπως τα ’παµε. Οπως καταλαβαίνεις, τη δικιά σου ηθοποιό δεν την ψήφισα, αλλά ψήφισα την τάδε [του αναφέρω το όνοµα] γιατί ήταν τέλεια ως femme fatale στο τάδε φιλµ νουάρ». Ιδρώνει, τα χέρια του τρέµουν και µου απαντάει: «Η σχέση µας πλέον υφίσταται βαθύτατη κρίση».
Υπενθυµίζω: πώς θα αλλάξουµε το ελληνικό σινεµά αν δεν ψηφίζουµε µε τη συνείδησή µας; Επεµβαίνει ένας τρίτος, γνωστός παραγοντίσκος της πόλης, και µου κάνει µάθηµα: «Α!» λέει, «δεν πάνε έτσι τα πράγµατα. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις κρατάµε ισορροπίες και ψηφίζουµε φίλους που µετράνε κάθε ψήφο µας κουκί κουκί». Σιχάθηκα τα πάντα σε αυτή την πόλη που τη χαρακτηρίζουν ερωτική αλλά ζει και αναπαράγεται µέσα από αθλιότητες.
Αραγε τίποτε δεν άλλαξε ή µήπως άλλαξε αργά;
Φαίνεται πως τα πράγµατα αλλάζουν αργά σε αυτή την πόλη και σε αυτό το φεστιβάλ. Για να φτάσει η ωρίµανση απαιτείται δυστυχώς να καταλήξουµε στον βαθµό µηδέν της επιθυµίας. Στις µέρες µας λοιπόν που στέρεψε η επιθυµία αυτόµατα καταργήθηκε και το παραγοντιλίκι στο φεστιβάλ. Τι άχαρη όµως αυτή η ισοπαλία. Πώς µε χαλάει ως φίλαθλο και σινεφίλ, πόσο µου στερεί την απόλαυση.
Στα 1971 ο Θόδωρος Αγγελόπουλος παρουσίαζε στο φεστιβάλ την «Αναπαράσταση». Συµπωµατικά τότε ήρθε στη Θεσσαλονίκη ο Ανρί Βερνέιγ ψάχνοντας χρηµατοδότηση για την ταινία του «Οι διαρρήκτες», που κοµµάτια της γυρίστηκαν αργότερα στην Ελλάδα. Είδε την ταινία του Αγγελόπουλου και σε ένα γερό δείπνο είπε περίπου τα ακόλουθα: «Τι σόι ταινία είναι αυτή; Κανονικά εσείς οι Ελληνες θα έπρεπε να γυρίζετε φιλµ που υµνούν την αντρική ρώµη» κ.λπ. Οι µαρξιστές Ελληνες κριτικοί εκείνης της εποχής έγιναν έξω φρενών, αλλά είδηση αποτέλεσε τελικά ότι ο Βερνέιγ βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη, ο οποίος αδίκησε τον εαυτό του και τη φιλµογραφία του στο νουάρ.
Ωστόσ, κάποιες φορές τα γεγονότα περιέχουν ταυτόχρονα και τη νοηµατοδότησή τους. Φέτος στις έξτρα προβολές του φεστιβάλ θα προβληθεί και η εξαιρετική ταινία του Ντίνου Κατσουρίδη «Τι έκανες στον πόλεµο Θανάση». Οταν διαγωνίστηκε στο φεστιβάλ όχι µόνο βραβεύτηκε, αλλά επιπλέον άρεσε πολύ. Ειδικά οι φοιτητές ενθουσιάστηκαν γιατί έπιασαν αµέσως το κλείσιµο του µατιού που τους έκανε ο σπουδαίος Ελληνας δηµιουργός. Με το πρόσχηµα µιας ταινίας για την αντίσταση κατά των Γερµανών στην Κατοχή έχουµε ένα υποδειγµατικό αντιδικτατορικό σχόλιο και µια κριτική για την κοινωνική ευθύνη του µεσοαστού Ελληνα και την ανοχή του στους µηχανισµούς του πραξικοπήµατος του ’67. Μέγιστη ακόµη παραµένει η καινοτοµία να έχει τέτοιο ελλειπτικό τέλος µια ταινία προορισµένη για µαζική ψυχαγωγία µε πρωταγωνιστή έναν τόσο δηµοφιλή λαϊκό ηθοποιό.
Ιστορίες που αγαπάµε να αναπαράγουµε
Οπως και να ’χει, υπάρχουν ιστορίες που αγαπώ από αυτά τα φεστιβάλ και δεν θα τις αρνηθώ ποτέ ούτε θα τις προδώσω, ακολουθώντας τη ρήση του Φερντινάν Σελίν: «Σ’ αυτό τον κόσµο πρέπει είτε να πεις ψέµατα είτε να πεθάνεις». Ηταν πρόθεµα στο γνωστό νουάρ του Ζαν-Πιερ Μελβίλ «Ο χαφιές». ∆εν θα αρνηθώ λοιπόν πόσο πολύ κατάλαβα τη λογική του Σταύρου Τσώλη όταν γύριζε τον «Πανικό», που φέτος θα ξαναδούµε στις έξτρα προβολές του 62ου Φεστιβάλ. Αυτός ο µικρόσωµος, ευαίσθητος άντρας που λάτρευε το γαλλικό φιλµ νουάρ είχε την τολµηρή εµµονή να µην αφήνει να επεµβαίνει κανείς στο final cut των ταινιών του. Στην «Κατάχρηση εξουσίας», παρά την τεράστια εµπορική επιτυχία της, πλήρωσε πολύ άσχηµα αυτή την εµµονή του, µια και ο Φίνος δεν του συγχώρησε ποτέ ότι δεν άκουσε τις εντολές του να βάλει ένα πολιτικά ορθό τέλος. Στον «Πανικό» όµως διέθετε ακόµη τον πλήρη έλεγχο. Πέραν του ότι διεύθυνε µε τέτοιον τρόπο τον Σπύρο Καλογήρου που αν έπαιζε σε αµερικανική ταινία σίγουρα θα πήγαινε για Οσκαρ β΄ αντρικού ρόλου, µε εντυπωσίασε ιδίως για τον τρόπο που βλέπει την τρυφερή, ανθρώπινη σχέση που εξελίσσεται µεταξύ ενός κακοποιού και του απαχθέντος µικρού παιδιού.
Ο Τσώλης γνωρίζει καλά ότι πρέπει είτε να πει ψέµατα είτε να πεθάνει. Αυτό βέβαια σε συµβολικό επίπεδο. Γνωρίζει δηλαδή πως αν πει ψέµατα, παραχαράξει λοιπόν τα ευαίσθητα στερεότυπα του γαλλικού ποιητικού φιλµ νουάρ, θα είναι υπόλογος στον εαυτό του, στην αγάπη του για το σινεµά που θα πιστεύει πάντα ότι και τα καθάρµατα έχουν καρδιά. Αν πεθάνει, αυτό θα γίνει από τις «σφαίρες» των στερεότυπων των αστών να νιώθουν ασφάλεια και δικαιωµένοι για την ευµάρειά τους, να θεωρούν όλους τους –έστω και µε λάθος– διεκδικητές του πλούτου παντοτινά εγκληµατικά στοιχεία, άτοµα για εκτέλεση, αγύριστα κεφάλια και απάνθρωπους αιµοσταγείς.
Μονά ζυγά, άσπρο µαύρο… αλλά σε γκρι αποχρώσεις
Τα πράγµατα όµως στο σινεµά του Τσώλη και στον αξιοπρεπή εθνικό κινηµατογράφο, στις υπέροχες ταινίες που είδαµε στο φεστιβάλ και στις ακόµη πιο υπέροχες συζητήσεις που κάναµε µετά δεν υπήρξαν ποτέ µονά ζυγά. Ποτέ άσπρο µαύρο αλλά γκρι στους τόνους του νουάρ. Το παραγοντιλίκι του τότε που υποκαταστάθηκε από την αξιοπρέπεια του τώρα δεν είναι µια διαδικασία ρωσικής ρουλέτας ή επιλογής. ∆υστυχώς ή ευτυχώς, ο γράφων τα θέλει όλα, ειδικά τώρα στην εποχή της πανδηµίας. Το «άλλοτε» είναι γεµάτο από αµφισβητούµενη νοσταλγία, το «τώρα» από µια παράξενη αστοχία. Μόνη υπεύθυνη για όλα αυτά η κατάργηση της επιθυµίας. Και όποιος υποστηρίζει τη µία ή την άλλη εποχή ουσιαστικά τίθεται στο πλευρό του ανάπηρου, του κολοβού, του ανολοκλήρωτου και του µετέωρου.
INF0
Στο 62ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (4-14/11) θα προβληθούν 197 ταινίες στην ιστορική έδρα του θεσμού, στις αίθουσες Ολύμπιον και «Παύλος Ζάννας», τις αίθουσες του λιμανιού «Φρίντα Λιάππα», «Τώνια Μαρκετάκη», «Τζον Κασσαβέτης», «Σταύρος Τορνές», καθώς και στον κινηματογράφο Μακεδονικόν. Επίσης θα υπάρχει η δυνατότητα της παρακολούθησης 144 ταινιών και διαδικτυακά μέσω της ψηφιακής πλατφόρμας online.filmfestival.gr
Ο Αλέξης Δερμεντζόγλου είναι κριτικός κινηματογράφου.