Πριν από σχεδόν τρία χρόνια, στις εκλογές του 2019, αναµετρήθηκαν σε τελική ανάλυση –αν και ίσως κάπως υπεραπλουστευτικά– δύο θεµελιωδώς διαφορετικές προσεγγίσεις, όχι απλώς για την πολιτική προοπτική της χώρας αλλά για την ίδια τη ζωή. Η µία, ατοµοκεντρική στον πυρήνα της, ήταν αυτή που στήριξε το νεφελώδες αφήγηµα του Κυριάκου Μητσοτάκη περί της «µεσαίας τάξης» που επέτρεπε κάθε είδους προσδοκίες για ατοµική διάκριση και επιτυχία. Η άλλη, αυτή που προσπαθούσε να υπερασπιστεί ο ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ, έθετε στο προσκήνιο τη συλλογικότητα: συλλογική κατανάλωση, συλλογική ευηµερία, µε αλληλεγγύη στους πιο αδύναµους.
Ηταν σε πολύ µεγάλο βαθµό αναµενόµενο να επικρατήσει τότε η ανυποµονησία για µια προσωπική προοπτική. Οπως πολύ παραστατικά το είχε περιγράψει ένας πρώην υπουργός, µε την προσπάθεια εξόδου από τα µνηµόνια και την κυβερνητική πολιτική του ο ΣΥΡΙΖΑ είχε καταφέρει «να κλείσει την καταπακτή κάτω από τα πόδια των ανθρώπων» και να σταµατήσει την ελεύθερη πτώση του βιοτικού τους επιπέδου που είχαν επιφέρει η κρίση και η λιτότητα, αλλά δεν είχε ανοίξει «ένα φεγγίτη προς το µέλλον», την ελπίδα δηλαδή µιας καλύτερης ζωής.
Η πανδηµία, η ενεργειακή κρίση, η στεγαστική κρίση, η γενικευµένη ακρίβεια και –το αποκορύφωµα όλων– ο πόλεµος στη γειτονιά µας που κινδυνεύει ανά πάσα στιγµή να γίνει παγκόσµιος (και κατ’ επέκταση πυρηνικός) αφαίρεσαν ξανά µε βίαιο τρόπο τη γη κάτω από τα πόδια των ανθρώπων στη χώρα µας. Η αδυναµία να εξασφαλίσει κανείς –ακόµη και αν εργάζεται– τα βασικά αγαθά, η διαβίωση σε πανάκριβα και κακής ποιότητας σπίτια χωρίς θέρµανση, η εργασιακή και οικονοµική επισφάλεια σε συνδυασµό µε τον άµεσο φόβο για την υγεία, την ασφάλεια και τη ζωή εντείνουν την κοινωνική δυσφορία, όπως αποτυπώνεται σε πρόσφατες έρευνες. Ή, µε λιγότερο τεχνοκρατική διατύπωση, µας κάνουν να νιώθουµε ότι για δεύτερη φορά µέσα σε µια δεκαετία οι ζωές µας µετατρέπονται σε καρυδότσουφλα που οι εξελίξεις παρασέρνουν χωρίς κανέναν δικό µας έλεγχο.
Η ατοµοκεντρική λογική που τόσο ευνοϊκά λειτούργησε για τη Νέα ∆ηµοκρατία πριν από τρία χρόνια είναι σαφές ότι πλέον «δεν δουλεύει». Πρώτον, γιατί είναι έξω από τη διεθνή συζήτηση γύρω από την αξία του κράτους, της διασυνοριακής συνεργασίας και της αλληλεγγύης, υπό το φως των επάλληλων κρίσεων. ∆εύτερον, γιατί η πανδηµία αλλά και το τροµακτικό κύµα της ακρίβειας οδήγησαν µεγάλο µέρος της κοινωνίας να αντιληφθεί ότι δυνάµει µόνιµα ή προσωρινά είµαστε όλοι και όλες ευάλωτοι/ες οικονοµικά, κοινωνικά ή και βιολογικά. Τρίτον, και πολύ σηµαντικό, γιατί η ακραία διαπλοκή και η εξόφθαλµη ικανοποίηση ιδιοτελών συµφερόντων «ηµετέρων» από την παρούσα κυβέρνηση έχει δώσει στην ατοµική επιτυχία µια άλλη διάσταση: ο ατοµικός δρόµος προς την επιτυχία µεταφράζεται σε κάθε είδους –θεµιτή ή µη– υποστήριξη για τους λίγους και αρεστούς σε ένα πολύ κλειστό κλαµπ εξουσίας και σε «ατοµική ευθύνη» (διάβαζε: «βγάλ’ τα πέρα µόνος σου») για τη µεγάλη πλειονότητα.
Σε αυτό το πλαίσιο η προοδευτική απάντηση στην τρέχουσα κρίση περνάει µέσα από την πιο αποφασιστική και συγκροτηµένη προβολή ενός συλλογικού καλύτερου αύριο. Κάτι που πρακτικά µεταφράζεται σε τρία στοιχεία: ένα εναλλακτικό πρόγραµµα εξόδου από τις επάλληλες κρίσεις µε επίκεντρο το κοινωνικό κράτος και τον κόσµο της εργασίας ως πεδίο συµµαχίας των εργαζοµένων µε το µεγαλύτερο τµήµα των µεσαίων στρωµάτων, ένα νέο προοδευτικό ορισµό της έννοιας της ασφάλειας που θα ξεκινά από τη διεθνή ειρήνη και συνεργασία και θα φτάνει στην αλληλεγγύη προς τους ευάλωτους και µια ανανέωση των πολιτικών διαδικασιών που θα εισάγει εκ νέου το στοιχείο της δηµοκρατικής συλλογικής διαβούλευσης επί των µεγάλων διακυβευµάτων της εποχής µας.
Η Δανάη Κολτσίδα είναι νομικός – πολιτική επιστήμονας, διευθύντρια του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς και μέλος της ΚΕ και της ΚΕΑ του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία