Από την «Κυρία με τας καμελίας» στον «Joker» – Οι βλαβερές συνέπειες του κινηματογράφου (Μέρος 5ο)

Η ακαταλληλότητα των ταινιών και το κυνηγητό με τα αστυνομικά όργανα στις σκοτεινές κινηματογραφικές αίθουσες.

Αυστηρώς ακατάλληλον δι’ ανηλίκους

Τη μεταπολεμική περίοδο η εφαρμογή των μεταξικών και κατοχικών νόμων για τη λογοκρισία ανοίγει και τη νέα εποχή του «κυνηγητού των μαγισσών». Όταν οι μάχες σταμάτησαν και άρχισε η «ειρηνική περίοδος» παράλληλα με το κυνηγητό των αριστερών η αστυνομία ξεκινά ένα άγριο κυνηγητό στους κινηματογράφους για τον εντοπισμό των παραβατών του νόμου. Άλλωστε, σύμφωνα με τον στρατηγό Γ. Φεσσόπουλο, ιδρυτή των προπολεμικών κρατικών υπηρεσιών πληροφοριών, ο κινηματογράφος ασκεί την ίδια επιβλαβή επίδραση στους νέους όσο ο Τύπος, η μανία του χρήματος και ο κομμουνισμός!

Οι εφημερίδες της εποχής βρίθουν ειδήσεων για συλλήψεις αιθουσαρχών που επέτρεψαν την είσοδο σε παιδιά σε ταινίες που είχαν χαρακτηριστεί «ακατάλληλες δι’ ανηλίκους». Για παράδειγμα τον Μάιο του 1948 σε μία μόνο μέρα συλλαμβάνεται ο διευθυντής του κινηματογράφου Ζέφυρος ενώ μηνύονται οι υπεύθυνοι των κινηματογράφων Βερντέν, Παναθήναια και Λουξ. Τον Οκτώβρη της ίδιας χρονιάς συλλαμβάνεται ο διευθυντής του Ρεξ γιατί επέτρεψε την είσοδο ανηλίκων στην ταινία «Όλιβερ Τουίστ»!

Ελληνική πατέντα: επάγγελμα αιθουσάρχης – λογοκριτής

Κι επειδή αστυνομία σημαίνει υπερβάλλων ζήλος, για να μην πούμε αυθαιρεσία, δεν έλειψαν περιστατικά όπως το παρακάτω.

Τον Σεπτέμβρη του 1951, δηλαδή μόλις άρχιζε η νέα χειμερινή περίοδος, ο διευθυντής της αστυνομίας Πειραιά κ. Βρανόπουλος κάλεσε στο γραφείο του τους υπεύθυνους των κινηματογραφικών επιχειρήσεων όχι μόνο να τους συστήσει την αυστηρή εφαρμογή της διάταξης που απαγορεύει την είσοδο των ανηλίκων στα ακατάλληλα έργα, αλλά επιπλέον να πάρουν και οι ίδιοι τα ψαλίδι και να κόβουν τις ταινίες, θεωρώντας προφανώς ελλιπές το έργο των λογοκριτικών επιτροπών!

Αν όμως ο κ. Βρανόπουλος έμενε εκεί δεν θα ήταν τίποτε περισσότερο από μια συνηθισμένη αστυνομική ηλιθιότητα, μια ακραία εφαρμογή του νόμου περί λογοκρισίας. Αλλά ο κύριος διευθυντής ζητάει από τους αιθουσάρχες να αντικαταστήσουν τις κομμένες σκηνές με άλλες. Ποιες; Το σχετικό ρεπορτάζ αναφέρει: «Εν συνεχεία ο κ. Βρανόπουλος συνέστησεν εις τους επιχειρηματίας των κινηματογράφων όπως απαλείψουν από τας ταινίας πάσαν εικόνα ή διάλογον ή παράστασιν προσβάλλουσαν την θρησκείαν, τα ήθη και έθιμα και την δημοσίαν αιδώ, αντικαθιστώντες ταύτα δι’ ηθικών και πατριωτικών τοιούτων, συντελούντες ούτω εις το έργον της αφυπνίσεως της εθνικής συνειδήσεως».

Αυτή είναι η πρώτη και πιθανόν η τελευταία αναφορά σε «εθνικές τσόντες»! Δυστυχώς δεν γνωρίζουμε αν ο κ. Βρανόπουλος έδωσε πληροφορίες στους επιχειρηματίες για τα σημεία από όπου θα μπορούσαν να τις προμηθευτούν. Αργότερα αφού η ιδέα είχε ριφθεί από τον κ. αστυνομικό διευθυντή, κάποιοι αιθουσάρχες άρχισαν να προσθέτουν στις ταινίες τις πανελληνίως γνωστές ερωτικές τσόντες. Σαν πρωτοπόρο στην παραγωγή των εξαιρετικά ενδιαφέροντων κινηματογραφικών συμπληρωμάτων η μνήμη έχει κρατήσει το όνομα του Δημοσθένη Βίτσιου!

Αλλά ας γυρίσουμε πίσω. Από το γενικό παραλήρημα εναντίον του κινηματογράφου δεν ξεφεύγει και η αρκετά βραχύβια, προοδευτική εφημερίδα της πρώτης μετεμφυλιακής περιόδου, ο «Δημοκρατικός Τύπος», της οποίας υπεύθυνος της καλλιτεχνικής σελίδας είναι ο ποιητής Μιχάλης Κατσαρός. Σε ανυπόγραφο άρθρο με τίτλο «Ο κινηματογράφος και οι νέοι μας» ούτε λίγο ούτε πολύ ζητάει να απαγορευθούν οι ταινίες με πρωταγωνιστές τους Τζέιμς Κάγκνεϊ και Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, «τους άσσους του πιστολιού και του εγκλήματος στην οθόνη», όπως τους χαρακτηρίζει και καταλήγει με την εξής κορόνα: «Νέοι, σταθήτε μακρυά όσο μπορείτε και μη παρασύρεστε στον κατήφορο που σας οδηγούν άθελά σας. Μακρυά από τέτοιου είδους φιλμ. Δε βρίσκετε εκεί τη λύση των δυσκόλων προβλημάτων σας και την παρηγοριά, αλλά το δηλητήριο που ποτίζει και τρανεύει την εγκληματική φαντασία».

Πώς οι ρομαντικοί νέοι γίνονται έτι «ρωμαντικότεροι»

Παράλληλα οι εφημερίδες συνεχίζουν, όπως την περίοδο του μεσοπολέμου, να δημοσιεύουν ιστορίες παραστρατησάντων εξαιτίας του κινηματογράφου νέων. Σταχυολογούμε μία, αυτή του Μιχάλη Αποστόλου, μαθητή του 9ου Γυμνασίου της Αθήνας, που τον Ιούνιο του 1950 αποπειράθηκε να εκβιάσει τον διευθυντή ενός ιδιωτικού λυκείου. Αυτό που ξεχωρίζει είναι η καθ’ υπαγόρευση ομολογία του μικρού, στο πρότυπο των αντικομμουνιστικών αποκηρύξεων της εποχής. Σύμφωνα με το δημοσίευμα της «Ακρόπολης», που έχει τον τίτλο «Ο νεαρός μαθητής που εξεβίασε τον λυκειάρχη λέγει ότι έπεσε θύμα των αστυνομικών φιλμ», ο νεαρός δράστης φέρεται να λέει: «Μ’ αυτά που διάβαζα και με τις ταινίες που έβλεπα πήραν τα μυαλά μου αέρα και αντί να γίνω ένας τίμιος άνθρωπος και να βγάζω το ψωμί μου όπως ο πατρυιός μου και τόσοι άλλοι, θέλησα να γίνω εκβιαστής για να βρεθώ ύστερα από λίγο στη φυλακή. Δεν είνε όμως και τόσο εύκολο. Τα μυθιστορήματα και οι ταινίες τα παρουσιάζουν σαν παιγνιδάκια. Ομολογώ όμως πως είμαι πολύ ευχαριστημένος που στο γκαγκστερικόν επάγγελμα είχα τόσον άδοξον τέλος, γιατί έτσι δεν θα επιχειρήσω πια τίποτε που να είνε παράνομο».

Αποκαλυπτικό των στημένων κατηγοριών κατά του κινηματογράφου είναι ένα άλλο περιστατικό που συνέβη οκτώ χρόνια αργότερα. Ένας 25άχρονος άνεργος στις 11 Φεβρουαρίου 1958 αποπειράται να ληστέψει υπό την απειλή περιστρόφου έναν δερματολόγο. Η ομολογία του, όπως δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες, είναι πανομοιότυπη με του προηγούμενου μαθητή. Θαυμάστε: «Επηρεασμένος και από τα γκαγκστερικά φιλμς, που με πάθος τα παρακολουθούσα και πολλές φορές διέθετα τα λίγα λεπτά, που είχα γι’ αυτό το σκοπό, ενόμισα ότι θα τα κατάφερνα κι εγώ όπως οι ήρωες που έβλεπα. Βρέθηκα, χωρίς να το καταλάβω, πιασμένος στη φάκα. Έτσι τελείωσε άδοξα η πρώτη μου δράσις. Πρέπει να σημειώσετε, είπεν απαντών σε άλλες σχετικές ερωτήσεις ο δράστης, ότι είμαι και εγώ ένα θύμα των αστυνομικών φιλμς, που βλέπομε στους κινηματογράφους. Τα πράγματα στην οθόνη είναι πολύ εύκολα, αλλά στην πραγματικότητα είναι τελείως διαφορετικά».

Το κλίμα της εποχής αποδίδεται συγκεντρωτικά με το παρακάτω δημοσίευμα του «Ταχυδρόμου» που κυκλοφορούσε τότε με τη μορφή βδομαδιάτικης εφημερίδας. «Σε διάστημα μικρότερο των 15 ημερών» γράφει στο φύλλο της 8ης Μαρτίου 1958, «πέντε νέοι, ηλικίας κάτω των 21 ετών, ωδηγήθηκαν σιδηροδέσμιοι στα κελιά των φυλακών για αδικήματα του κοινού ποινικού νόμου. Ο ένας ήταν δολοφόνος, ο άλλος ληστής, ο τρίτος διαρρήκτης και οι υπόλοιποι κλέπται. Και οι πέντε αποτελούν ένα αντιπροσωπευτικό μπουκέτο λουλουδιών, που αναπτύσσεται μέσα στην πνιγηρή ατμόσφαιρα του υποκόσμου. […] Παιδιά ιδιόρρυθμα, που τέρπονται με γκαγκστερικές κινηματογραφικές ταινίες…».

Πέρα όμως από τα δημοσιεύματα του Τύπου με τις ειδήσεις και τις καθ’ υπαγόρευση ομολογίες αναπτύσσεται τόσο μια πυκνή αρθρογραφία «ειδικών» σε περιοδικά και εφημερίδες όσο και η κυκλοφορία βιβλίων, που εμφανίζονται μάλιστα με τη μορφή εγχειριδίων προς χρήσιν εκπαιδευτικών και άλλων. Το τι γράφεται εκεί ξεπερνά κάθε φαντασία. Ακολουθεί μια μικρή «ανθολογία».

Ο καθηγητής της Παιδαγωγικής στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας Σπ. Καλλιάφας σε άρθρο του στο «Επιστημονικόν Βήμα του Διδασκάλου» το 1955 υποστηρίζει ότι ο κινηματογράφος καταστρέφει την έννοια του χώρου και του χρόνου και πολλά άλλα. «Η φοίτησις εις τον κινηματογράφον γεννά σήμερον δύο προβλήματα. Εν φυσιολογικόν και έν ψυχολογικόν. Το ψυχολογικόν πρόβλημα είναι το σπουδαιότερον. Ο κινηματογράφος δηλαδή παραποιεί την πραγματικότητα, καταστρέφει τας εννοίας του χρόνου και του χώρου, αναμιγνύει αληθινά πράγματα με ψευδή, λογικά με άλογα, χωρίς ο θεατής, και αυτός ο ενήλικος, να έχη την δυνατότητα ή τον χρόνον να τακτοποιή τας ψυχικάς εντυπώσεις, αι οποίαι προέρχονται από τόσον σφοδρούς και τόσον ταχέως αλληλοδιαδεχομένους ερεθισμούς».

Για τον Δημ. Σέττα το μεγαλύτερο πρόβλημα για τον κινηματογράφο είναι ότι διδάσκει τον «ρωμαντισμό» στους νέους! «Ο κινηματογράφος δεν εμφανίζει την αληθινή όψη της ζωής. Υπερβάλλει συνήθως τα πράγματα και δημιουργεί σε μικρούς και μεγάλους ψευδαισθήσεις και παραισθήματα. Μας διδάσκει το ρωμαντισμό ή σωστότερα τον ψευδορωμαντισμό. Αυτό για τους νέους είναι ολέθριο και επιτείνει τη ρωμαντική τους διάθεση. Γιατί, ως γνωστό, ο έφηβος με την πλούσια και αχαλίνωτη φαντασία του καταφεύγει σε ονειροπολήσεις, που τον οδηγούν μακρυά από την πραγματική ζωή».

Η διαβολική επίδραση του Μιχαλάκη του Πόντικα

Το σκοτάδι της κινηματογραφικής αίθουσας είναι το μεγάλο πρόβλημα για τον Νίκο Αρβανίτη, ειδικό επιμελητή κινηματογραφίας του υπουργείου Βιομηχανίας και τακτικό μέλος επιτροπής ελέγχου κινηματογραφικών ταινιών. «Το σκότος, διά της εκμηδενίσεως των εξωτερικών στοιχείων και αντικειμένων των ευρισκομένων πλησίων και πέριξ του θεατού, αποκόπτει τούτον από τον κόσμον του πραγματικού, τον απογυμνώνει από κάθε στοιχείον ελέγχου και τον καθιστά υποχείριον της οθόνης, ήτις είναι η μόνη κυρίαρχος ολοκλήρου της αιθούσης και του αισθητού κόσμου, εκμηδενισθέντος άλλωστε υπό του σκότους».

Να όμως που το πρόβλημα του πραγματικού και του φανταστικού δεν εντοπίζεται μόνο στο σκοτάδι. Εντοπίζεται και στο άμοιρο δημιούργημα του Ντίσνεϊ, τον Μίκι Μάους! Κατά κανόνα τα Μίκι Μάους δεν είναι η «μη εικόναι ζώων με υπερβολικήν εμφάνισιν τινών ανατομικών λεπτομερειών (μεγάλη ουρά, μάτια, αυτιά κλπ.), αίτινες κινούνται κατά εντελώς αφύσικον τρόπον. Βεβαίως, η γελοιοποίησις αυτή προκαλεί ευχαρίστησιν, διότι κατ’ αυτήν την ηλικίαν το παιδί αρκείται εις το να βλέπη έν ζωντανόν χρώμα ή περιέργους μορφάς κινουμένας σπασμωδικώς επί της οθόνης. Τούτο όμως αποτελεί τον αόρατον κίνδυνον διά την παρθένον παιδικήν ψυχήν. Η μέχρι σημείου γελοιοποιήσεως εμφάνισις των ζώων δημιουργεί την εντύπωσιν ότι το έν ή το άλλον των ζώων είναι αυτό καθ’ εαυτό κακόν, εκδικητικόν, ηλίθιον ή γελοίον. Η τάσις του παιδιού προς μίμησιν το οδηγεί εις αντιγραφήν του παθήματος ή της εμφανίσεως του ζώου (π.χ. τραβά τούτο από τα αυτιά διά να μεγαλώσουν)».

Και να σκεφτεί κανείς ότι γενιές και γενιές μεγάλωσαν σε αυτό τον πλανήτη βλέποντας κινούμενα σχέδια και ειδικότερα τον Μιχαλάκη τον Πόντικα, όπως τον είχε εξελληνίσει η «Βραδυνή» σε ένα άρθρο της το 1931! Μεγάλο όμως πρόβλημα για τους «ειδικούς» αποτελεί το έτος κατά το οποίο ενηλικιώνεται ο άνθρωπος. Δεν θα ασχοληθούμε με όλη την γκάμα των απόψεων. Ξεχωρίζουμε τη θέση του καθηγητή του πανεπιστημίου Σπυρ. Καλλιάφα:

«Σοβαρά δε πλάνη είναι να νομίζουν πολλοί άνθρωποι ότι, λήγοντος του δεκάτου ογδόου έτους, γίνεται τις ενήλιξ. Ο ρυθμός της αναπτύξεως είναι ποικίλος. Φαίνεται δε, ότι γνώμη ορθή είναι εκείνη, κατά την οποίαν και από του εικοστού έτους μέχρι της λήξεως του εικοστού τετάρτου διανύουν οι πλείστοι άνθρωποι περίοδον ημιενηλίκου, ουχί εντελώς ενηλίκου. Διά τούτο ωφέλιμον θα ήτο το όριον της ηλικίας, καθ’ ην απαγορεύεται η είσοδος εις ηθικώς αμφιβόλους κινηματογραφικάς και θεατρικάς παραστάσεις, να αυξηθή μέχρι του εικοστού έτους. Δεν πρέπει δε να θέλη τις να αγνοή σήμερον, ότι και οι ηλικιωμένοι είναι δυνατόν να παρασύρονται υπό ωρισμένων κινηματογραφικών και θεατρικών παραστάσεων εις πράξεις ανηθίκους».

Έξω από το αντικινηματογραφικό μένος δεν μένει ούτε το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Το 1962 κυκλοφορεί από το Πατριαρχικό Τυπογραφείο το βιβλίο Εμείς και το Παιδί του Δήμου Ελευθερόπουλου. Μέσα σε αυτό υπάρχει και το κεφάλαιο «Ο κινηματογράφος και το παιδί». Ο κ. Ελευθερόπουλος δεν προσθέτει τίποτε καινούργιο. Αναμασά όσα έχουν πει όλοι οι άλλοι, Έλληνες και ξένοι, υιοθετώντας τα και επαυξάνοντας. Ξεχωρίζουμε μία τοποθέτηση που φαίνεται ότι έχει ξεφύγει από τους προηγούμενους. Αφορά τον αυνανισμό. «Αλλά ο κίνδυνος εκ του κινηματογράφου παρουσιάζεται και στη γενετήσιο ορμή των νέων. Δύο Γάλλοι παιδαγωγοί τονίζουν την σεξουαλική υπερένταση που προξενεί στη νεαρή ηλικία ο συνήθης κινηματογράφος. Ο Marty, διευθυντής της Ecole des Roches, γράφει σχετικά: “Για να μιλήσωμε καθαρά, κανείς σοβαρός γιατρός, κανείς ψυχολόγος δεν θα αντείπη στην εξής βαρειά για το μέλλον διαβεβαίωσι: με τις βίαιες προκλήσεις στις ικανοποιήσεις της σαρκός, με τη σεξουαλική υπερένταση που προκαλεί ο συνήθης κινηματογράφος, επιφέρει στους νέους ένα γενετήσιο πυρετό που αποβαίνει εντός ολίγου το τρομερό ρήγμα από το οποίο ξεχύνεται η ζωτικότητα της φυλής μας”».

Απόσταγμα συμπυκνωμένης βλακείας 80 χρόνων

Το επιστέγασμα όλων των αποκρουστικών επιθέσεων κατά του κινηματογράφου, μέχρι τη δεκαετία του ’70 πρέπει να θεωρηθεί η έρευνα του εκπαιδευτικού συμβούλου του υπουργείου Παιδείας Ιωάννη Κιτσαρά, που δημοσιεύεται στο περιοδικό «Επίκαιρα» στις 3 Μαΐου 1974, τρεις μήνες προτού πέσει η χούντα. Είναι μάλιστα η εποχή που ο κινηματογράφος στις αίθουσες βρίσκεται στην πιο μεγάλη κρίση.

Η έρευνα έχει τίτλο «Κινηματογράφος και νεότης» και χρειάστηκε δέκα χρόνια, όπως αναφέρεται στο εισαγωγικό σημείωμα, για να ολοκληρωθεί. Σε αυτό το σημείωμα, που υπογράφει η δημοσιογράφος Αγγελική Δαμίγου, συμπυκνώνεται όλη η βλακεία των 80 περίπου χρόνων, μέχρι εκείνη τη στιγμή, επικρίσεων κατά του κινηματογράφου. Αν και το ζήτημα αν είναι ή όχι τέχνη ο κινηματογράφος έχει λυθεί από τις αρχές του αιώνα, δεν έχει καμία σημασία. Αφού το αμφισβητεί η Δαμίγου! Θαυμάστε ύφος στρατιωτικού επιτρόπου:

«Πόσο Τέχνη είναι η Έβδομη Τέχνη; Και πόσο διαπαιδαγωγή; Από την εποχή που οι αδελφοί Λυμιέρ δημιούργησαν το πρωτόγονο κινηματοσκόπιό τους ως τις μέρες μας, με το “Τελευταίο ταγκό στο Παρίσι” και τον “Εξορκιστή”, τα ερωτήματα πηγαίνουν κι έρχονται καθημερινά, αλλά απάντηση δεν παίρνουν. Μέσα σε αυτή τη θολή ατμόσφαιρα, πλανάται ένα ακόμη πρόβλημα, του τύπου “η κόττα γέννησε τ’ αυγό ή τ’ αυγό την κόττα”; Αν πάρουμε σαν δεδομένο ότι το έγκλημα, η διαστροφή και η ανηθικότητα έχουν πάρει την επάνω βόλτα στην εποχή μας, να ποιο είναι το πρόβλημα: ευθύνεται γι’ αυτό ο κινηματογράφος, που μας σερβίρει τόννους ολόκληρους γκαγκστερισμού και ερωτισμού, ανηθικότητος και ανοστιάς; Ή απλώς ακολουθεί, σαν καθρέφτης της εποχής του, παρουσιάζοντας στο πανί τον κόσμο έτσι όπως είναι, σαδιστικά ίσως, αλλ’ οπωσδήποτε ρεαλιστικά, χωρίς καλλωπισμούς και ωραία, μεγάλα λόγια»;

Είτε το ένα συμβαίνει, είτε το άλλο (μπορεί και τα δύο μαζί), γεγονός είναι ότι ο κινηματογράφος στάζει φαρμάκι στην ψυχή των νέων μας.

Δεν υπάρχει λόγος να σταθεί κανένας στα στοιχεία της «έρευνας», παρά μόνο σε ένα. Στις απαντήσεις στο ερώτημα αν ο κινηματογράφος διαπαιδαγωγεί τη νεολαία.

Από τους 4.000 νέους, οι 520 απάντησαν ότι ο κινηματογράφος είναι διδάσκαλος της ανηθικότητας. Οι 484, διδάσκαλος του εγκλήματος. Οι 460, διδάσκαλος του κακού. Οι 424, διδάσκαλος της αθλιότητας. Οι 396, διδάσκαλος της ιδεολογικής διαστροφής. Οι 368, διδάσκαλος του αντικοινωνισμού. Οι 352, διδάσκαλος της αναρχίας. Οι 340, διδάσκαλος της καλαισθησίας. Οι 336, διδάσκαλος της κοινωνικότητας. Και οι 320, διδάσκαλος του ανθρωπισμού.

Θα ’λεγε κανένας ότι η «έρευνα» διενεργήθηκε στα μπουντρούμια της ασφάλειας παρουσία του Μπάμπαλη. Αυτό δεν εμποδίζει τη δημοσιογράφο να ολοκληρώσει την παρουσίαση του τερατουργήματος με την ετυμηγορία: «…η νεολαία μας αποκομμένη από τις ρίζες της, χτίζει τα θεμέλια του πολιτισμού του 21ου αιώνα πάνω στη βία». Αυτά γράφονταν πέντε μήνες μετά τη βίαιη καταστολή της εξέγερσης του Πολυτεχνείου από τα τανκς της χούντας!

Ο καλύτερος τρόπος για να κλείσει και αυτό το κεφάλαιο είναι να δοθεί ο λόγος σε μερικούς «εγκληματίες», που αμετανόητοι, συλλαμβάνονται πολλά έτη αργότερα, να διαπράττουν επιπλέον το αδίκημα του δημόσιου εγκωμιασμού των εγκληματικών τους πράξεων.

Ο συγγραφέας Γιάννης Τσιτσίμης θυμάται τότε στο Κιλκίς…

«…Να ’ναι τώρα χειμώνας, να ρίχνει χιονόνερο, παγωνιά να θρυμματίζει τα κόκκαλα, κι εσύ να κάθεσαι μέσα στο χιονιά να παρακαλάς να σε βάλουνε στο Αβέρωφ…

Και να σου λέει ο Ιπποκράτης (Παπαβραμίδης) δεν μπορώ αγόρι μου, δεν μπορώ, να κοίταξε και την πινακίδα να δεις τι λέει.

Κι εκείνη η αφορεσμένη να γράφει με μεγάλα κόκκινα γράμματα στο ορθογώνιο πλαίσιό της: απαγορεύεται αυστηρώς κάτω των 13 ετών.

Είδες μικρέ; Απαγορεύεται. Εσύ πόσων χρονών είπαμε πως είσαι; Έντεκα; Καλά, άμα έρθει ο χωροφύλακας και σε πιάσει, ξέρεις ποιος θα την πληρώσει μετά; Τι να σου κάνω κι εγώ; […]

Και το χιονόνερο πυκνώνει. Το απόγευμα καθηλώνεται απάνω από τη μικρή αγαπημένη πόλη. Κι εκεί, στη διασταύρωση, μεταξύ του σπιτιού του Κόντου και του παλιού ταχυδρομείου, ένα χέρι ζεστό σε κτυπάει στον ώμο και σου λέει:

Ψιτ, πιτσιρίκο για έλα πάλι αύριο στην πρώτη (προβολή). Θα σε βάλω στον εξώστη αλλά να κάτσεις ήσυχα…

Τότε είναι που πετάς από τη χαρά σου, σου έρχεται να του φιλήσεις το χέρι ευλαβικά, όπως του νονού σου ή του δασκάλου σου, νιώθεις πια ο μοναδικός άνθρωπος στην πλάση, τόσο ευτυχισμένος που ακόμη κι αύριο να σου ζητήσει ραντεβού η πιο ψηλομύτα της τάξης σου, εσύ θα της πεις όχι (καλό αυτό βέβαια. Αν μάλιστα πηγαίνεις και σε Γυμνάσιο Αρρένων και δεν έχει θηλυκά γύρω σου, το λες και πιο άνετα).

Κι ύστερα βέβαια τα χρόνια περνούν, σε καταπίνουν στο ξόδεμά τους, κι εσύ εκεί, να μεγαλώνεις μέσα στο σινεμά, αυτό μάνα, αυτό πατέρας, αυτό ερωμένη, να μη θέλεις ποτέ να βγεις από τα σκοτάδια του, όχι γιατί φοβάσαι τη ζωή αλλά γιατί λατρεύεις να ταξιδεύεις μέσα της, κι εσύ πάντα εκεί, πότε στον Ορφέα και στο Άστρον, πότε στον Αλέξανδρο και στο Κολοσσαίον, πότε τα καλοκαίρια στην Έλλη και στο αθάνατο Αβέρωφ».

Στον ίδιο κατήφορο και η κ. Λίτσα Ψαραύτη η οποία επιπλέον είναι συγγραφέας παιδικών βιβλίων. Τα όσα εγκωμιαστικά αναφέρει για τους κινηματογράφους στο Βαθύ της Σάμου, περιέλαβε η κ. Αγγελική Βαρελλά σε ένα παιδικό ημερολόγιο!

«Τα πιο μεγάλα ταξίδια και τα πιο τρελά εφηβικά όνειρα τα έζησα σε μια αίθουσα κινηματογράφου, στον Απόλλωνα. Βαθύ Σάμου, δεκαετία του 1950. Γυμνάσιο, κι η αρετή μας καλά φυλαγμένη κάτω από τη μαύρη ποδιά με το μακρύ μανίκι και το άσπρο γιακαδάκι.

Απαγορεύονταν τα γέλια και τα χάχανα στο δρόμο, κι αν δε μας συνόδευαν γονείς και κηδεμόνες, δεν μπαίναμε σε ζαχαροπλαστείο μόνες μας. Όσο για κινηματογράφο, ούτε λόγος να γίνεται.

Τόπος απωλείας, διαφθοράς και αμαρτίας κατά τον κ. Παναγιώτου, καθηγητή θρησκευτικών και προστάτη της αγνότητας των ψυχών και των σωμάτων μαθητών και μαθητριών. Αλίμονο αν τσάκωνε καμιά μας να βγαίνει από τον Απόλλωνα ή το Πάλας!

Η μεγάλη αμαρτία της παρέας ξεκινούσε νωρίς τ’ απόγευμα. Κάναμε μια στάση στο Λιοντάρι, στην πλατεία του Βαθιού. Εκεί, μέσα σε ξύλινα πλαίσια, οι δύο κινηματογράφοι τοποθετούσαν το «προσεχώς» και μεγάλες φωτογραφίες, με τους πρωταγωνιστές να μας θαμπώνουν με τη λάμψη τους. Κι άντε εσύ, με τα δεκαπέντε σου χρόνια να βράζουν στις φλέβες σου και το μυαλό σου στα μάτια του Έρρολ Φλυν, ν’ αγωνίζεσαι να λύσεις το θεώρημα, να βρεις το απαρέμφατο ή τον υπερσυντέλικο του ειμί, και σκασίλα σου αν η βασίλισσα αγαπάει τα ρόδα (regina rosas amat).

Η αμαρτία ολοκληρωνόταν το απόγευμα της Κυριακής. Με το χαρτζιλίκι στην τσέπη, ανηφορίζαμε για την απογευματινή παράσταση του Απόλλωνα. Σύμμαχος και προστάτης μας ο κυρ Ηλίας, επιχειρηματίας του κινηματογράφου. “Μακριά” μας έγνεφε με το χέρι όταν ήταν στην αίθουσα καθηγητής, κι εμείς προσπερνούσαμε την πόρτα του παραδείσου τάχα αδιάφορες, ενώ μέσα μας βράζαμε από ανίσχυρη λύσσα. Ο καλός κύριος Ηλίας! Κι εμείς οι αχάριστες βρίσκαμε χίλιους τρόπους για να σουφρώσουμε τις φωτογραφίες των ηθοποιών από την πλατεία».

Εδώ που φτάσαμε και κάνουν όλοι την αυτοκριτική τους, πρέπει κι ο συγγραφέας αυτού του κειμένου να ομολογήσει ότι… τρόφιμος του Αλκαζάρ στην Πατησίων υπήρξε. Εκεί κατέφευγε στις αναρίθμητες κοπάνες και κόντεψε ούτε το γυμνάσιο να βγάλει. Συνέχισε με ανώτερες σπουδές σε λέσχες και σινεματέκ.

Ετικέτες