Η λογοκρισία ως το μακρύ χέρι του κράτους για τον έλεγχο της «επικίνδυνης» νεολαίας των προσφυγικών συνοικιών.
Αστεία ή σοβαρά όσα γράφτηκαν ή ειπώθηκαν τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα εναντίον του κινηματογράφου, έστρωσαν το χαλί για τη δημιουργία ενός τερατώδους νομοθετικού πλέγματος απαγορεύσεων και ποινικών κολασμών. Εδώ θα επιχειρηθεί μια μικρή περιπλάνηση στα πολυδαίδαλα «αποφασίζομεν και διατάζομεν» που διατηρούν μια εκπληκτική συνοχή και συνέχεια ανεξαρτήτως αν προέρχονται από δημοκρατικές, δικτατορικές ακόμη και κατοχικές κυβερνήσεις. Θα επιμείνουμε περισσότερο στην πενταετία 1925-1930 γιατί τότε διαμορφώθηκε το ιδεολογικό πλέγμα της λογοκρισίας στον κινηματογράφο. Όσοι νόμοι ακολούθησαν απλώς μετέβαλαν μόνο τους μηχανισμούς επιβολής της λογοκρισίας.
Τα πράγματα άρχισαν απλά: με εγκυκλίους
«Το υπουργείον Παιδείας» λέει ο τμηματάρχης Σχολικής Υγιεινής του υπουργείου Παιδείας κ. Λαμπαδάριος σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Δημοκρατία», «διά σχετικής εγκυκλίου του, εκδοθείσης κατ’ αρχάς τω 1920, υποδεικνύει εις τους λειτουργούς της εκπαιδεύσεως γενικάς τινας αρχάς περί των σχολικών κινηματογράφων και της ηθικής εν γένει διαπαιδαγωγήσεως των μαθητών δεν ελήφθη όμως κανένα διοικητικόν μέτρον».
Η μεγάλη συζήτηση για την ύπαρξη μιας αυστηρής νομοθεσίας ξεκινά αμέσως μετά τη μεγάλη πυρκαγιά στον κινηματογράφο Πανόραμα στην πλατεία Λαυρίου τον Οκτώβρη του 1924. Το πρόσχημα είναι η «προστασία της νεότητος». Έναν μήνα αργότερα είναι ήδη έτοιμο ένα νομοσχέδιο αρκετά απλό στην πρώτη του μορφή. Με αυτό απαγορεύεται η είσοδος στους κινηματογράφους σε παιδιά κάτω των δεκαπέντε ετών χωρίς τη συνοδεία γονέων ή κηδεμόνων, ενώ απαγορεύεται παντελώς η είσοδος σε παιδιά κάτω των 13 ετών. Είναι η εποχή που η ελληνική βιομηχανία πραγματοποιεί άλματα στηριζόμενη κυρίως στην εκμετάλλευση της παιδικής εργασίας, ιδίως των προσφυγόπουλων.
Το νομοσχέδιο αυτό προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις κυρίως από τη μεριά των ιδιοκτητών των κινηματογράφων, οι οποίοι φοβούνται μεγάλη μείωση των εισπράξεών τους. Τα παζάρια που γίνονται τα επόμενα χρόνια επικεντρώνονται στο όριο ηλικίας για τις χαρακτηρισμένες ως ακατάλληλες ταινίες.
Το πρώτο νομοθετικό διάταγμα για τον κινηματογράφο εκδόθηκε στις 13/9/1925 και κυρώθηκε με το ΝΔ της 29/7/1927. Αλλά όπως σημειώνει ο Α. Κουτσουμάρης, διευθυντής Ασφαλείας Αθηνών, αυτό το ΝΔ περιοριζόταν μόνο στην απαγόρευση της προβολής ανήθικων ταινιών και δεν ασκούσε κανένα προληπτικό έλεγχο. Στο σχέδιο του νέου συντάγματος που δημοσιεύεται το 1925 για πρώτη φορά γίνεται αναφορά στον κινηματογράφο. Στο άρθρο 16 αναφέρει ότι «Εξαιρετικώς διά τους κινηματογράφους δύνανται να ληφθούν προληπτικά μέτρα προς προστασίαν της νεότητος».
Τον Νοέμβρη του 1928 δίνεται στη δημοσιότητα μια νέα μορφή του περιβόητου νομοσχέδιου για τον κινηματογράφο. Το όριο ηλικίας, κάτω από το οποίο απαγορεύεται παντελώς η είσοδος στους κινηματογράφους, ανεβαίνει στα 16, για αμφότερα τα φύλλα, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει. Ο προληπτικός έλεγχος των ταινιών θα γίνεται από τις αστυνομικές διευθύνσεις Αθήνας και Θεσσαλονίκης στη βάση της ανάγνωσης μιας περίληψης του σεναρίου! Μέχρι την ψήφιση του νόμου, τα περί ακαταλλήλου των ταινιών ρυθμίζονταν με αστυνομικές διατάξεις.
Ο νόμος 4767 ψηφίζεται το 1930 και δημοσιεύεται με την υπογραφή του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου και του υπουργού Παιδείας Γεωργίου Παπανδρέου, καθιστώντας απόλυτη κριτή των κινηματογραφικών ταινιών και εν γένει της λειτουργίας των κινηματογράφων στην Ελλάδα την Αστυνομία Πόλεων. Έναν χρόνο πριν είχε ψηφιστεί το αλήστου μνήμης «ιδιώνυμο».
Περί του κακού με τον ολέθριο αντίκτυπο στους νέους
Εν όψει της ψήφισης του νόμου και από τη Γερουσία ο επιθεωρητής φυλακών κ. Ηλίας Λαγάκος νοιώθει την ανάγκη να κάνει μερικές επισημάνσεις, αφού, όπως παρατηρεί, η βλαβερή επίδραση του κινηματογράφου έχει εξαπλωθεί όχι μόνο στα παιδιά αλλά σε όλα τα κοινωνικά στρώματα! «Η καθιερουμένη παρ’ ημίν, έστω και αργά, διά του σχεδίου τούτου αρχή της νομοθετικής τακτοποιήσεως των ζητημάτων των αφορώντων την λειτουργίαν, την ασφάλειαν και την υγιεινήν των κινηματογραφικών αιθουσών, ιδιαιτέρως όμως του προληπτικού ελέγχου των υπό προβολήν ταινιών, πρέπει να εξαρθή ως αποτελούσα αξιόλογον εκδήλωσιν φωτισμένης κοινωνικής υγιεινής εις εν από τα γενικωτάτου ενδιαφέροντος προβλήματα και ως ανακόπτουσα την εξάπλωσιν ενός κακού το οποίον αναμφισβητήτως ήρχισε να έχη ολέθριον αντίκτυπον εις το ήθος και την διανοητικότητα όλων ανεξαιρέτως των κοινωνικών στρωμάτων».
Ο προληπτικός έλεγχος είναι αυτό που πρέπει να κάνει κάθε μοντέρνο κράτος, τονίζει, δίνοντας ταυτόχρονα σαφή ερμηνεία του μοντερνισμού στο επίπεδο της κρατικής εξουσίας! «Δεν υπάρχει νεαρός διαρρήκτης, εκβιαστής ή αλήτης ο οποίος να μην επήρε ένα καλό μάθημα εφηρμοσμένης εγκληματικής τακτικής, ή να μη εξετέλεσε την πράξιν του ίνα προσπορισθή χρήματα ώστε να φοιτά εις κινηματογράφους.
Το κακόν θα προελαμβάνετο ασφαλώς εις μεγάλην κλίμακα εάν ελειτούργει προληπτικός έλεγχος. Ο κινηματογράφος άλλως τε εκτός της πλευράς της ηθικής αυτού επιδράσεως παρουσιάζει πλείστα όσα ζητήματα συνδεόμενα με την υγιεινήν και σωματικήν ακεραιότητα των θεατών του, προς προστασίαν των οποίων το κράτος όχι μόνον δικαιούται αλλά και υποχρεούται να επεμβαίνη».
Ο επιθεωρητής των φυλακών έχει και κάποιες διαφωνίες με τον νόμο ο οποίος, όπως υποστηρίζει, αποβλέπει στην προστασία μόνο των παιδιών και όχι των ενηλίκων. Διαφωνεί και με τη διάταξη που αναθέτει στις αστυνομικές αρχές τον έλεγχο των ταινιών. Με το νόμο 4767 του 1930 κατάλληλες για ανήλικους ταινίες εθεωρούντο οι ταινίες «αι παριστάνουσαι έργα τέχνης, πόλεις, τοπεία, ιστορικάς σκηνάς, ήθη και έθιμα διαφόρων λαών, γεγονότα της φυσικής ιστορίας, φαινόμενα και πειράματα επιστημονικά, γεωργικάς εργασίας, εγκαταστάσεις και βιομηχανικάς επιχειρήσεις, ή αι ταινίαι αι έχουσαι περιεχόμενον αποβλέπων εις την ανύψωσιν των αρετών, της οικογενειακής εστίας, της αγάπης, της οικογενείας, της μητρικής στοργής, του πνεύματος αυτοθυσίας, των ηρωϊκών πράξεων και τέλος αι εμπνέουσαι την ενεργητικότητα, την ευθυμίαν, την καλωσύνην και το θάρρος».
Επίσης για πρώτη φορά με αυτό τον νόμο θεσμοθετείται η κρατική προπαγάνδα μέσω του κινηματογράφου αφού υποχρεώνονται οι κινηματογράφοι, υπό την απειλή αφαίρεσης της άδειας λειτουργίας, να προβάλλουν «καθ’ εκάστην μετά του τακτικού προγράμματος τας υπό της συσταθησομένης ειδικής κινηματογραφικής υπηρεσίας του Κράτους χορηγουμένας δωρεάν ταινίας διαρκείας ουχί πλέον των πέντε πρώτων λεπτών…». Η διάταξη αυτή βρήκε την «αποθέωσή» της την περίοδο της χούντας των συνταγματαρχών με τη διαφορά ότι τα «επίκαιρα» που παρήγαγε η Γενική Γραμματεία Τύπου και Πληροφοριών είχαν διπλάσια και μερικές φορές τριπλάσια διάρκεια.
Όπως ήταν αναμενόμενο με την ψήφιση του νόμου άρχισαν οι κραυγές για την αυστηρή και αμείλικτη εφαρμογή του. Χαρακτηριστικό δείγμα γραφής των υπερασπιστών των χρηστών ηθών της κοινωνίας, το κύριο σχόλιο της εφημερίδας «Παμπροσφυγική» που ακολουθεί: «Καλόν και θαυμάσιον το μέτρον της απαγορεύσεως να φοιτώσιν εις κινηματογράφους και να παρακολουθούν προβαλλομένας ταινίας, από τας οποίας, κάθε άλλο η ηθικοποίησις της ευπλάστου ψυχής του παιδιού είναι δυνατόν να προκύψη. Πρέπει όμως το μέτρον να εφαρμοσθή ευθύς αμέσως και αυστηρότατα, αν πράγματι σκεπτώμεθα να καταλήξωμεν εις το επιδιωκόμενον ευάρεστον αποτέλεσμα. […] Και δεν θα ήτο τολμηρόν, αν παρατηρήσωμεν, ότι, εν εκ των πολλών αιτίων, ίσως το πρώτιστον, της σημερινής εκλύσεως των ηθών και του παρατηρουμένου ηθικού εκτροχιασμού της νεολαίας μας, οφείλεται, κατά μέγα μέρος και εις την ανεξέλεγκτον φοίτησιν των ανηλίκων εις κινηματογράφους, των οποίων αι προβαλλόμεναι ταινίαι, ως θέμα έχουν το έγκλημα, την κλοπήν και την απάτην, με όλην την σατανικήν εξέλιξίν των και με όλα τα άλλα παρακολουθούντα ψυχοφθόρα παρεπόμενά των. […] Εμπρός λοιπόν, επί τω έργον, αν θέλωμεν να σώσωμεν την πλειονότητα της ανερματίστου νεολαίας μας, η οποία, ακριβώς διά τούτο, παραπαίει επικινδύνως μεταξύ ακολασίας και απογνώσεως, η οποία, εν τέλει, οδηγεί προς το φρικιαστικόν έγκλημα ή προς την τραγικήν αυτοκτονίαν».
Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από το σινεμά, εκείνο του Μεταξά
Αλλά φαίνεται ότι, ούτε οι εκκλήσεις, ούτε τα κατασταλτικά μέτρα εμπόδισαν τη νεολαία να συχνάζει στους κινηματογράφους ούτε φυσικά μειώθηκε η εγκληματικότητα, αφού η εξαθλίωση κι ο κοινωνικός αποκλεισμός εξαπλώνονταν σε ευρύτερα στρώματα. Συν τω χρόνω ο νόμος ατόνησε και εφαρμοζόταν πολύ χαλαρά. Ο κινηματογράφος όμως ήταν πάντα στο στόχαστρο των φρουρών της τάξης. Και ειδικά ο κινηματογράφος στις λαϊκές γειτονιές όπου νόμιζες ότι σε κάθε γωνιά κρύβεται και ένας Ροκαμβόλ. Το 1934 ο αρχηγός της αστυνομίας αποφασίζει να ξαναζωντανέψει τον νόμο και τότε μπαίνει ζήτημα τροποποίησής του. Αυτήν τη χρονιά αποφασίζεται η απαγόρευση προβολής «καθ’ άπασα την Ελληνικήν Επικράτειαν» της ταινίας «Μπέλλα ντόνα» με τον Κόνραντ Φάιντ, γιατί θίγει ήθη και έθιμα των… Αιγυπτίων!
Παραμονές της μεταξικής δικτατορίας κατατίθεται στην επί των Νομοθετικών Διαταγμάτων επιτροπή της Βουλής ένα νέο νομοσχέδιο για τον κινηματογράφο που προκαλεί ένα εξαιρετικά οξύ σχόλιο του «Κινηματογραφικού Αστέρος». «Ούτω, όλα όσα ο συντάκτης του Διατάγματος προφασίζεται διά να το επιβάλη, δεν αποτελούν αποκυήματα φαντασίας νοσηράς, ανθρώπου κατεχομένου από μακροχρόνιον κατά του κινηματογράφου μίσος όπερ αυξανόμενον συν τη παρόδω του χρόνου εξειλίχθη εις λυσσώδη μανίαν διώξεώς του. Διότι, δυστυχώς, ο κακή τη μοίρα επανελθών ως διωχθείς διά τα δήθεν φιλελεύθερα φρονήματά του, εις την παρά τω Υπουργείω των Εσωτερικών διεύθυνσιν Αστυνομίας πόλεων κ. Γεωργιάδης και κατά το 1927 είχεν απασχολήσει τας στήλας μας και αναστατώσει τον Κινηματογραφικόν κόσμον, με παρόμοιον δεσμευτικόν Νομοσχέδιον, όπερ ως μη ευσταθούν ητόνισε συν τω χρόνω. Επομένως επανερχόμενος δριμύτερος σήμερον και νέα εισηγούμενος, δεσμευτικώτερα των παλαιών μέτρα, δεν πράττει άλλο ή να επιδιώκη την ικανοποίησιν του σαδιστικού κατά του Κινηματογράφου μίσους του του οποίου την αφορμήν και τα ελατήρια ούτε γνωρίζομεν ούτε αξίζει ν’ ασχοληθώμεν όπως εξακριβώσωμεν».
Η δικτατορία του Μεταξά, θεωρώντας ανεπαρκή τα όσα προβλέπει ο νόμος του 1930, επανέρχεται με τον νόμο 445/1937 και αργότερα με τον ΑΝ 955/1937, που θεωρούνται τα θεμέλια της λογοκριτικής νομοθεσίας στην Ελλάδα. Με αυτά απαγορεύεται απολύτως η είσοδος στους κινηματογράφους σε ανηλίκους μέχρι και το 14ο έτος της ηλικίας τους εκτός εάν οι ταινίες έχουν χαρακτηρισθεί «Κατάλληλοι δι’ ανηλίκους». Όλες οι ταινίες ελέγχονται και χαρακτηρίζονται από ειδική επιτροπή, την Επιτροπή Ελέγχου Κινηματογραφικών Ταινιών που εδρεύει στο υπουργείο Προεδρίας της Κυβερνήσεως. Μέχρι το 1961, που στην επιτροπή προστέθηκαν έξι πρόσωπα «διαθέτοντα ειδικάς γνώσεις και εμπειρίαν εις τα ζητήματα του κινηματογράφου», η επιτροπή απαρτίζονταν από ανώτερους υπαλλήλους και αξιωματικούς της αστυνομίας και της χωροφυλακής.
Στον μεταξικό νόμο επαναλαμβάνονται αυτολεξεί όλα όσα ορίζει ο νόμος περί καταλλήλων για τους ανηλίκους ταινιών αλλά προστίθενται και αυτές που συμβάλλουν εις «την διαφύλαξιν της δημοσίας υγείας, και την υπέρ της υγιεινής προπαγάνδαν»! Καθαρά πράγματα.
Εκεί μας βρίσκει ο πόλεμος και η Κατοχή όπου κρίνεται ότι είναι η πιο κατάλληλη εποχή για τη συμπλήρωση της σχετικής νομοθεσίας. Αυτό γίνεται με το ΝΔ 1108/11.12.1941 (ΦΕΚ 48Α/6.3.42). Είναι ενδεικτικό ότι γίνονται πιο σαφείς οι εντολές για το ποιες ταινίες μπορούν να χαρακτηρισθούν ως κατάλληλες, όπου βαρύνουσα σημασία δίνεται στα εθνικά ιδεώδη, την πατρίδα κ.λπ. Σαν τέτοιες λοιπόν θεωρούνται «ιδίως αι τονώνουσαι την προς την πατρίδα αγάπην και εξυψώνουσαι τα εθνικά ιδεώδη, εμπνέουσαι το θάρρος, την αυτοθυσίαν, την καλωσύνην, την ευγένειαν, την αισιοδοξίαν, τας ηρωϊκάς πράξεις, την αρετήν…».
Σύμφωνα με αυτό τον νόμο πριν από την προβολή της ταινίας «δέον να προβάλλεται ενώπιον του κοινού ο αριθμός της αδείας του έργου και κάτωθι αυτού ο εν τη αδεία αναφερόμενος χαρακτηρισμός περί καταλλήλου ή μη δι’ ανηλίκους του έργου».
«Η λογοκρισία αποτελεί ένα φαινόμενο που εμφανίζεται ιδιαίτερα έντονο αμέσως μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και έχει ως αφετηρία τις ιδεολογικές και πολιτικές συγκρούσεις» σημειώνει η Χρυσάνθη Σωτηροπούλου. Πρώτο θύμα των μεταπολεμικών άθλων της λογοκρισίας η ταινία του Ν. Τσιφόρου, παραγωγής Φ. Φίνου, «Τελευταία αποστολή». Η ταινία απαγορεύεται ύστερα από μια εβδομάδα προβολής στην Αθήνα με απαίτηση του υπουργείου Ασφαλείας και του Γενικού Επιτελείου Στρατού μέσω της ΕΣΑ τον Απρίλιο του 1949. Ο Φ. Φίνος τροποποιεί το σενάριο «ώστε όχι μόνο να μην θίγεται αλλά να υμνείται το πατριωτικό αίσθημα του ελληνικού λαού». Η νέα εκδοχή της ταινίας παίρνει άδεια προβολής αφού εγκρίνεται από την αρμόδια επιτροπή με τη σύμφωνο γνώμη του Γενικού Επιτελείου Στρατού.
«Κατά την Ελληνικήν Νομοθεσίαν» γράφει χαρακτηριστικά ο Ν. Αρβανίτης, ειδικός επιμελητής κινηματογραφίας του υπουργείου Βιομηχανίας, «ακατάλληλος γενικώς ταινία, απαγορευομένης της προβολής αυτής εν όλω ή εν μέρει ή εις ωρισμένας περιφερείας του Κράτους, είναι η έχουσα στοιχεία επιλήψιμα, δυνάμενα να επιδράσουν επιβλαβώς εις την νεότητα ή να επιφέρουν διατάραξιν της δημοσίας τάξεως ή εφ’ όσον προπαγανδίζουν ανατρεπτικάς θεωρίας ή δυσφημούν την Χώραν μας από απόψεως εθνικής και τουριστικής ή εάν καθ΄οιονδήποτε τρόπον υπονομεύουν τας υγιείς κοινωνικάς παραδόσεις του ελληνικού λαού ή τέλος καθάπτονται της Χριστιανικής Θρησκείας».
Ακολουθεί το ΝΔ 4208 του 1961, μετά η χούντα και φτάνουμε αισίως στο 1981 όπου στο Α΄ Πανελλαδικό Συνέδριο Κινηματογράφου ο ειδικός εισηγητής Ιάσων Βελισσαρίδης διαπιστώνει: «Το ΝΔ του 1942, του 1943 και ο ΑΝ 394 του 1968 καθιερώνουν τον έλεγχο των κινηματογραφικών ταινιών, δηλαδή τη λογοκρισία. Τα νομοθετήματα αυτά ισχύουν μέχρι σήμερα και έχουν υποστεί τις τροποποιήσεις, δηλαδή δεν είναι αποδυναμωμένα».
Κλείνοντας αυτό το συνοπτικό κεφάλαιο για τη λογοκρισία θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρουμε όσα ορίζει το Σύνταγμα. Σύμφωνα λοιπόν με το Σύνταγμα του 1927 ο κινηματογράφος εξαιρείται από την απαγόρευση της λογοκρισίας που ίσχυε για τον Τύπο. Την ίδια στάση κρατά και το Σύνταγμα του 1952, τα χουντικά 1968 και 1973 ακόμη και το Σύνταγμα του 1975. Από το 1968 προστίθεται και η τηλεόραση.
Όλοι οι νομοθέτες συμφωνούν με τον κ. Γαρδίκα, καθηγητή της Εγκληματολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ο οποίος δικαιολογώντας αυτή την ιδιαίτερη μεταχείριση στον κινηματογράφο, τόνιζε: «Ο εκ του κινηματογράφου κίνδυνος είναι μείζων ή ο εκ της ρυπαράς βιβλιογραφίας και του ασέμνου θεάτρου διότι η εν τω σκότει δια της προβολής φωτεινής εικόνος παράστασις των συμβάντων και των διαφόρων σκηνών είναι πολύ ζωηροτέρα της δια του γραπτού ή προφορικού λόγου περιγραφής και διεγείρει πλειότερον την αδημονίαν και τους καρδιακούς παλμούς του θεατού. Ούτως εισδύει βαθύτερον εις την ψυχήν και μάλιστα των νεωτέρων ατόμων και των γυναικών, άτινα υφίστανται ευχερέστερον και ισχυρότερον την υποβολήν».
Ύστερα από όλα αυτά, οι διανομείς των ταινιών, παίρνοντας «το νόμο στα χέρια τους», καθιέρωσαν αντί του επιεικούς «ακατάλληλον δι’ ανηλίκους» τον χαρακτηρισμό «αυστηρώς ακατάλληλον» γιατί αυτό… έφερνε περισσότερους θεατές στα ταμεία! Προς τέρψιν των επιχειρηματιών και των θεατών και προς δόξαν των λογοκριτών!