Μετά το τέλος του Εμφυλίου στόχος του ΚΚΕ ήταν η ανασύνταξη των κομματικών οργανώσεων στην Ελλάδα.
Στον Νίκο Μπελογιάννη ανατέθηκε η δύσκολη αποστολή, για την οποία τελικά έδωσε την ίδια του τη ζωή, καθώς ανακαλύφθηκε από τους κατασταλτικούς μηχανισμούς και θυσιάστηκε στον βωμό των ψυχροπολεμικών προτεραιοτήτων του μετεμφυλιακού κράτους.
Η επιστροφή και η σύλληψή του στην Ελλάδα
Ο Νίκος Μπελογιάννης επέστρεψε από το Παρίσι στην Ελλάδα με αεροπλάνο τον Ιούνιο του 1950, με διαβατήριο Αργεντινής υπό το όνομα Ενρίκε Πανιόθ. Αποστολή του ήταν η ανασυγκρότηση των εκτός νόμου κομματικών οργανώσεων του ΚΚΕ και η ανάπτυξη της παράνομης δουλειάς σε εφαρμογή των αποφάσεων της 6ης Ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΕ, που είχε συγκληθεί έναν μήνα μετά την υποχώρηση του ΔΣΕ, τον Οκτώβριο του 1949. Σύμφωνα με τα νέα κομματικά καθήκοντα, έπρεπε να συνδυαστεί η νόμιμη και η παράνομη δουλειά του ΚΚΕ μέσω της δημιουργίας ενός γερού παράνομου κομματικού μηχανισμού, αλλά και να αξιοποιηθούν όλες οι νόμιμες δυνατότητες που υπήρχαν.
«Χωρίς αναβολή», συνέχιζε η απόφαση, «το Κόμμα πρέπει να προετοιμάσει και να στείλει στις μεγάλες πόλεις ολόκληρη σειρά κομματικά στελέχη για το δυνάμωμα και την αναδιοργάνωση των τοπικών οργανώσεων και για την εξασφάλιση της εφαρμογής της καινούριας γραμμής». Σε αυτό το πλαίσιο οργανώθηκε η αποστολή του Μπελογιάννη στην Αθήνα.
Επρόκειτο για μια αποστολή εξαιρετικού ρίσκου η οποία πραγματοποιούνταν δέκα μόλις μήνες μετά τη στρατιωτική λήξη του Εμφυλίου και την απόλυτη επικράτηση της «εθνικοφρόνου παρατάξεως» με την αμέριστη υλική συνδρομή των Αμερικανών. Οι κομματικές οργανώσεις στην Αθήνα –πόσο μάλλον στις επαρχιακές πόλεις– είχαν δεχθεί ισχυρό πλήγμα, καθώς τα περισσότερα μέλη τους βρίσκονταν στις φυλακές και τις εξορίες με πολυετείς ποινές κάθειρξης. Χιλιάδες ήταν αυτοί που είχαν καταδικαστεί σε θάνατο και περίμεναν μέρα με τη μέρα να οδηγηθούν στο εκτελεστικό απόσπασμα και εκατοντάδες αυτοί που ήδη είχαν εκτελεστεί.
Με την άφιξή του στην Αθήνα ο Μπελογιάννης ήρθε σε επαφή με την Eλλη Παππά, μέλος του παράνομου μηχανισμού του ΚΚΕ, και άρχισε τη δουλειά. «Ξεκαθαρίζω και ανασυγκροτώ αυτό που υπάρχει» έγραφε σε ένα από τα πρώτα τηλεγραφήματα που έστειλε στην ηγεσία του Κόμματος στο εξωτερικό «και προσπαθώ να χτίσω άλλο παράλληλα. Δυνατότητες πολλές, προοπτική μου αισιόδοξη». Το μεγαλύτερο διάστημα έμεινε στο σπίτι του Κούλη Ζαμπαθά, παλιού μέλους της οργάνωσης λογοτεχνών του ΕΑΜ, στην Κυψέλη.
Στις 20 Δεκεμβρίου 1950 ομάδα της Γενικής Ασφάλειας συνέλαβε τον Μπελογιάννη σε ένα σπίτι στην οδό Πλαπούτα 30, πάροδο της λεωφόρου Αλεξάνδρας, που το χρησιμοποιούσε ο παράνομος μηχανισμός του ΚΚΕ για να συναντιούνται τα στελέχη του.
Η Ασφάλεια ταυτοποίησε τον Νίκο Μπελογιάννη χρησιμοποιώντας τα αποτυπώματά του από το αρχείο της Ιντερπόλ στο Παρίσι. Κράτησε όμως μυστική τη σύλληψή του 15 ημέρες, έως τις 5 Ιανουαρίου 1951, προκειμένου να πέσουν κι άλλοι παράνομοι στα δίχτυα της. Λίγες μέρες πριν από τον Μπελογιάννη είχε συλληφθεί ο Στάθης Δρομάζος, αρχισυντάκτης της εφημερίδας «Δημοκρατικός», της πρώτης νόμιμης αριστερής εφημερίδας που βγήκε μετά τον Εμφύλιο. Δεν πρόλαβε να ειδοποιήσει.
Επόμενη ήταν η Ελλη Παππά, η οποία δεν ήξερε ότι το σπίτι είχε αποκαλυφθεί. Ακολούθησαν οι συλλήψεις άλλων 90 ατόμων με αόριστες κατηγορίες. Ανάμεσά τους διανοούμενοι, δημοσιογράφοι και καθηγητές της Αριστεράς. Ακόμη και ο ιστορικός Γιάννης Κορδάτος, ο οποίος συνελήφθη με την κατηγορία ότι έκανε παρέα με ανθρώπους της «καλής κοινωνίας» για να αποσπά πληροφορίες και να τις μεταφέρει στον Νίκο Ζαχαριάδη. Η εφημερίδα «Δημοκρατικός» σφραγίστηκε αμέσως από την Ασφάλεια.
Δέκα μήνες μετά τη σύλληψή τους οι κατηγορούμενοι οδηγήθηκαν σε δίκη μέσα σε κλίμα αντικομμουνιστικής ψύχωσης που συντηρούνταν από τα πρωτοσέλιδα μεγάλων αθηναϊκών εφημερίδων. Επρόκειτο εξάλλου για μια από τις μαζικότερες δίκες στα ελληνικά χρονικά, καθώς το σύνολο όσων συμμετείχαν στη διαδικασία (κατηγορούμενοι, μάρτυρες κατηγορίας και υπεράσπισης και δικαστές) άγγιζε τα 500 άτομα.
Αν υποχωρούσε θα γλίτωνε τη ζωή του…
Αν και ο Εμφύλιος τυπικά έληξε τον Αύγουστο του 1949, το μεγαλύτερο μέρος της χώρας βρισκόταν κάτω από στρατιωτικό νόμο, που μόνο βαθμηδόν αιρόταν, ενώ ένοπλες επίσημες και παρακρατικές ομάδες δρούσαν τελείως ανεξέλεγκτα σε όλη την ύπαιθρο, ακόμη και σε βάρος των οπαδών του κέντρου. Επίσης είχαν καταγραφεί επισήμως περιπτώσεις λεηλασίας και εκβιασμού σε βάρος εθνικόφρονων πολιτών εκ μέρους των αποθρασυμένων «Σούρληδων».
Τα έκτακτα στρατοδικεία συνέχιζαν τη λειτουργία τους (μόνο αυτό των Αθηνών το 1950 είχε προσθέσει 57 θανατικές καταδίκες σε αυτές του Εμφυλίου, είχε καταδικάσει άλλους 15 ανθρώπους σε ισόβια και 108 σε πολυετή φυλάκιση). Από το ρωμαλέο κίνημα της Αντίστασης των 400.000 κομματικών μελών και των εκατομμυρίων συμπαθούντων με την έντονη αγωνιστική δράση είχαν απομείνει οργανωμένα μερικές εκατοντάδες μέλη ξεκομμένα μεταξύ τους, βρισκόμενα σε βαθιά παρανομία.
Στην οδό Σανταρόζα
Σε αυτό το κλίμα ξεκίνησε στις 19 Οκτωβρίου 1951 στη μεγάλη αίθουσα του Εφετείου Αθηνών η δίκη του Νίκου Μπελογιάννη και των συντρόφων του. Συνολικά 93 κατηγορούμενοι παραπέμπονταν στο Εκτακτο Στρατοδικείο Αθηνών με το σύνηθες κατηγορητήριο του Αναγκαστικού Νόμου 509 «Περί μέτρων ασφαλείας του Κράτους, του Πολιτεύματος, του Κοινωνικού Καθεστώτος και προστασίας των ελευθεριών των πολιτών». Επρόκειτο για το βαρύ νομοθετικό οπλοστάσιο του «κράτους των εθνικοφρόνων» με το οποίο το 1947 είχαν τεθεί (και) τυπικά εκτός νόμου το ΚΚΕ, το ΕΑΜ και οι οργανώσεις τους και το οποίο θα οδηγούσε στο εκτελεστικό απόσπασμα εκατοντάδες αγωνιστές κατά τη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου.
Τόσο το κατηγορητήριο όσο και η σύνθεση του σώματος των δικαστών είναι ενδεικτικά της ποιότητας της δίκης και της πολιτικής σκηνοθεσίας της. Οι κατηγορούμενοι δεν δικάζονταν για αξιόποινες πράξεις αλλά για τις πεποιθήσεις τους, οι οποίες –σύμφωνα με τη διατύπωση του νόμου– είχαν σκοπό την ανατροπή του κυρίαρχου κοινωνικού καθεστώτος. Επρόκειτο με άλλα λόγια για δίκη ιδεών, η αποκήρυξη των οποίων αρκούσε για την αθώωση των κατηγορουμένων. Γι’ αυτό και οι διωκτικές αρχές ζητούσαν επίμονα την υπογραφή δηλώσεων μετανοίας.
Ο Μπελογιάννης είχε πλήρη επίγνωση του τελετουργικού-συμβολικού χαρακτήρα αυτής της δίκης σκοπιμότητας: «Είμαι μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ» είπε στην απολογία του «και ακριβώς για την ιδιότητά μου αυτή δικάζομαι, γιατί το κόμμα μου παλεύει και χαράζει τον δρόμο της Ειρήνης, της Ανεξαρτησίας και της Ελευθερίας. Στο πρόσωπό μου δικάζεται η πολιτική του ΚΚΕ».
Ενας στρατοδίκης εκτός υπηρεσίας
Η σύνθεση του Εκτακτου Στρατοδικείου αποτελούνταν από «εγνωσμένης αξιοπιστίας» αντικομμουνιστές – μέλη της παραστρατιωτικής οργάνωσης ΙΔΕΑ (Ιερός Δεσμός Ελλήνων Αξιωματικών), ταγμένους στην εξουδετέρωση κάθε «κομμουνιστικού κινδύνου». Ανάμεσά τους και ο τότε ταγματάρχης και μετέπειτα δικτάτορας Γεώργιος Παπαδόπουλος.
Να σημειωθεί ότι στις εφημερίδες αποκαλύφθηκε ότι ο πρόεδρος του στρατοδικείου, αντισυνταγματάρχης Ανδρέας Σταυρόπουλος, είχε αποστρατευτεί και εκδίκαζε την υπόθεση προτού ανακληθεί το διάταγμα αποστράτευσής του, πράγμα που απαγορευόταν από τον στρατιωτικό ποινικό κώδικα.
Η «μαγική» λέξη που δεν είπε
Ο Μπελογιάννης κράτησε πολιτικά ανυποχώρητη και ανθρώπινα αταλάντευτη στάση και από το βήμα του κατηγορουμένου μετατράπηκε σε κατήγορο του καθεστώτος που τον δίκαζε. Δεν άφησε ούτε στιγμή να εμφιλοχωρήσει η ελάχιστη ιδέα συνδιαλλαγής, γνωρίζοντας προκαταβολικά το κόστος της στάσης του. Την ίδια στάση θα τηρήσει και στη δεύτερη δίκη, όπου σε μια αποστροφή των διαξιφισμών του με τον διευθυντή της Ασφάλειας θα αποκαλύψει πως ο Ιωάννης Πανόπουλος του πρόσφερε ακόμη και υπουργική θέση αρκεί να έλεγε τη «μαγική» λέξη…
Η διαρκής άρνησή του τον κατέταξε στην κορυφή του κομμουνιστικού πανθέου και τον κατέστησε αντικείμενο θαυμασμού ακόμη και για ορκισμένους εχθρούς. Η απολογία του στις 7 Νοεμβρίου 1951, ημέρα που συνέπεσε με την 34η επέτειο της Οκτωβριανής Επανάστασης, κατέρριψε την αντικομμουνιστική προπαγάνδα περί «ξενοκίνητου ΚΚΕ», δίνοντας το στίγμα τού τι σημαίνει κομμουνισμός: «Οι κομμουνιστές δεν είναι όργανα των ξένων. Ο κομμουνισμός είναι πανανθρώπινο ιδανικό και παγκόσμιο κίνημα. Ξεκίνησε μια φούχτα τον καιρό του Μαρξ, έφτασε σήμερα τα 800 εκατομμύρια και αύριο θα απλωθεί σε όλο τον κόσμο. Μπορεί ποτέ όργανα των ξένων να δημιουργήσουν ένα τέτοιο μεγαλειώδες κίνημα;
Ποιος ξένος πράκτορας δίνει με τέτοια απλοχεριά τη ζωή του, όπως τη δίνουν χιλιάδες κομμουνιστές; Οι θυσίες αυτές μόνο με τις θυσίες των πρώτων χριστιανών μπορεί να συγκριθούν. Αλλά και πάλι υπάρχει μια διαφορά, ότι ενώ οι χριστιανοί δέχονταν το μαρτύριο και τον θάνατο ελπίζοντας να κληρονομήσουν τη βασιλεία των ουρανών, οι κομμουνιστές δίνουν τη ζωή τους μην ελπίζοντας σε τίποτε. Τη δίνουν για να ανατείλει στην ανθρωπότητα ένα καλύτερο, ευτυχισμένο αύριο, που αυτοί δεν θα το ζήσουν. Ποιο όργανο των ξένων μπορεί να προσφέρει τη ζωή του σε έναν τέτοιο μεγάλο σκοπό;».
Η απολογία του στα πρακτικά
Βέβαια, στα πρακτικά της δίκης καταγράφηκε ένα πολύ μικρό απόσπασμα από τη χειμαρρώδη απολογία του. Το παραθέτουμε αυτούσιο, όπως σώζεται στο Βιβλίο Πρακτικών του Εκτακτου Στρατοδικείου Αθηνών: «Αρνούμαι απολύτως την κατηγορίαν μου. Είμαι μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ και για αυτό δικάζομαι σήμερον υποστηρίζων την πολιτικήν του ΚΚΕ, υποστηρίζων την ζωήν μου. Τον Νόμον 509/47 βάσει του οποίου δικάζομαι τον θεωρώ ως αντισυνταγματικόν και ως νόμον σκοπιμότητος και τα έκτακτα στρατοδικεία τα θεωρώ ως δικαστήρια σκοπιμότητος. Το ΚΚΕ ουδέποτε μέχρι σήμερον επεχείρησε να καταλάβη την Αρχήν διά της βίας. Ο,τι έχει μέχρι σήμερον κερδίση ο Ελληνικός λαός για το ψωμί του, το χρωστάει στο ΚΚΕ».
Στις 16 Νοεμβρίου 1951 το δικαστήριο ανακοίνωσε την απόφασή του. Δώδεκα από τους κατηγορουμένους καταδικάζονταν σε θάνατο. Ηταν ο Νίκος Μπελογιάννης, η Ελλη Ιωαννίδου, ο Στέργιος Γραμμένος, ο Δημήτρης Καλοφωλιάς, η Θεανώ Γεωργιάδου, η Αφροδίτη Μανιάτη, ο Αθανάσιος Κανελλόπουλος, ο Δ. Κανελλόπουλος, ο Π. Παπανικολάου, ο Στάθης Δρομάζος, η Καλλιόπη Παπαδοπούλου και η Λίζα Κόττου. Αλλοι 15 κατηγορούμενοι καταδικάστηκαν σε ποινές που κυμαίνονταν από ισόβια δεσμά έως και τριετή φυλάκιση με αναστολή.
Σύμφωνα με τη νομοθεσία οι τελεσίδικες αποφάσεις των έκτακτων δικαστηρίων εκτελούνταν «άνευ άλλης διατυπώσεως» σε διάστημα πέντε ημερών από την ανάγνωση της απόφασης στον καταδικασθέντα. Δεν επιτρεπόταν έφεση, αναθεώρηση και αναίρεση. Επειδή όμως υπήρχε ο κίνδυνος να μην εκτελoύνταν οι ποινές με το υπάρχον κατηγορητήριο, ο βασιλικός επίτροπος πρότεινε στο δικαστήριο να μετατραπεί η αρχική κατηγορία σε άσκηση κατασκοπείας με βάση τον ΑΝ 375 του 1936, ο οποίος προέβλεπε την ποινή του θανάτου για αδικήματα κατασκοπείας σε περίοδο ειρήνης.
Ακολούθησε η τυχαία… προσχεδιασμένη ανακάλυψη ασυρμάτων στη Γλυφάδα (βίλα Αύρα στην οδό Αρτέμιδος 43 με τον Ηλία Αργυριάδη) και την Καλλιθέα (στο σπιτάκι της οδού Λυκούργου 39 –σήμερα νούμερο 41– με τον Νίκο Βαβούδη), μέσω των οποίων το παράνομο κλιμάκιο του ΚΚΕ στην Αθήνα επικοινωνούσε με την ηγεσία στο εξωτερικό. Το καλοσχεδιασμένο «τάιμινγκ» της Ασφάλειας ήρθε να δέσει βολικά με την πρόταση του βασιλικού επιτρόπου. Μια νέα δικαστική περιπέτεια άρχιζε για τον Μπελογιάννη και τους συντρόφους του, με τελική κατάληξη για τον ίδιο και άλλους τρεις συντρόφους του, τον τοίχο στου Γουδή.
Η Βασιλική Λάζου είναι διδάσκουσα στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ