Στις 26 Αυγούστου 1968, ένας Τσέχος γιατρός αρνήθηκε να υπογράψει στη Μόσχα το πρωτόκολλο που επανέφερε στην τάξη την ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος Τσεχοσλοβακίας.
Α, όμορφο που ’ναι το κούνημα του κεφαλιού
Για τις «ατράνταχτες» αλήθειες!
Α, θαρρετή που ’ναι η φροντίδα του γιατρού
Για τον άρρωστο που γιατρεμό δεν έχει!
[…]
Εσύ, που ’σαι αρχηγός, μην ξεχνάς
πως έγινες ό,τι είσαι, επειδή είχες αμφιβάλει για άλλους
αρχηγούς!
Άσε λοιπόν αυτούς που οδηγείς
ν’ αμφιβάλλουνε κι εκείνοι!
Μπ. Μπρεχτ (Εγκώμιο στην αμφιβολία, 1936), Ποιήματα, μετάφραση Μάριου Πλωρίτη, εκδόσεις Θεμέλιο, 2000
Η σοβιετική αντιπροσωπία είχε «πείσει» την υπό κράτηση από την KGB ηγετική ομάδα του αδελφού κόμματος να αποκηρύξει το Πρόγραμμα Δράσης που είχε ψηφίσει το κομματικό συνέδριο. Ντούμπτσεκ, Τσέρνικ, Σπάτσεκ, Σμιρκόφσκι είχαν κατεβάσει το κεφάλι στην ορθότητα που ευαγγελιζόταν η μπρεζνιεφική ακινησία. Ένας γιατρός το κράτησε ψηλά. Από φτωχή εβραϊκή οικογένεια της Γαλικίας στην ανατολική Ευρώπη, ο Φράντισεκ Κρίγκελ έφυγε για να σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου στην Πράγα επειδή δεν είχε περιορισμούς λόγω καταγωγής όπως το γειτονικό της Κρακοβίας. Εργάστηκε για να τα βγάλει πέρα με τις σπουδές και τη δεκαετία του 1920 μυήθηκε στον μαρξισμό και εντάχθηκε στο ΚΚΤσ. Ως γιατρός πέρασε στις γραμμές των Διεθνών Ταξιαρχιών για να πολεμήσει τον φασισμό στον ισπανικό εμφύλιο. Μετά διέφυγε στη Γαλλία και με αποστολή του νορβηγικού Ερυθρού Σταυρού βρέθηκε στην Κίνα, όπου πολέμησε το μιλιτιαριστικό ιαπωνικό καθεστώς, για να επιστρέψει στην Πράγα.
Στην Τσεχοσλοβακία της αντιφασιστικής νίκης είδε το κόμμα του να συνεχίζει τη γραμμή των μετώπων του ’30, να καταγράφει την αντίσταση σε εκλογική απήχηση άνω του 30% ως πρώτο εκ των κομμάτων του Εθνικού Μετώπου, να επεξεργάζεται έναν δρόμο δικό του για μια σοσιαλιστική οικοδόμηση, πέρα από το μοντέλο του ’17, μέσα από μια σταδιακή αστικοδημοκρατική εξέλιξη. Στο γύρισμα της εποχής για το ποιος θα έχει το πάνω χέρι στην εξουσία ανέλαβε επικεφαλής των εργατικών πολιτοφυλακών, βοηθώντας ουσιαστικά την εδραίωση της γραμμής του κομμουνιστικού κόμματος για έλεγχο των αρχών ασφαλείας, εκπαίδευσης και άλλων ζωτικών εξουσιαστικών μηχανισμών. Τότε που τα δεξιά και κεντροδεξιά κόμματα αναλώνονταν σε πολιτικαντισμούς, το ΚΚ πήρε κεφάλι, προσεταιρίστηκε τους σοσιαλδημοκράτες, έθελξε τους σοσιαλιστές και σχεδίαζε να κάνει πράξη τη συμβουλή του Στάλιν προς τους Ούγγρους, να κάνουν κάτι για να μην τα περιμένουν όλα από τη σοβιετική μητρόπολη. Ένα σκίρτημα άνοιξης άρχισε να μυρίζει πάνω από τις στάχτες ερειπίων.
Ζυμώθηκε με τις ανησυχίες για τη μεταπολεμική οικοδόμηση, αλλά έπεσαν βαριά με σοβιετικό νεύμα τα πενταετή πλάνα της εκβιομηχάνισης και της απο-αγροτοποίησης. Τα αντιστασιακά καύσιμα ξοδεύτηκαν και δεν έφταναν να πείσουν το «επαναστατικό υποκείμενο» που σκεφτόταν πώς θα ζήσει, τι θα φάει, πού θα μείνει. Η γνώμη των μισθωτών εργατών ήταν περιττή όταν αποφάσιζε το κόμμα-εκπρόσωπος, αν δεν ήταν ενοχλητική όταν η μυστική αστυνομία οραματιζόταν αντεπαναστάτες. Ο Κρίγκελ αποχώρησε από το προσκήνιο της πολιτικής και συνέχισε την εργασία του ως γιατρός και επικεφαλής νοσοκομειακής μονάδας αργότερα, όταν συσσωρευόταν η αντίδραση και η διαμαρτυρία. Μπρος στα κομματικά αδιέξοδα που έβλεπαν «εχθρούς» στις ρωγμές της ιδεοληπτικής μονολιθικότητας, η νέα κομματική γενιά που αναδυόταν μετά τον θάνατο του Στάλιν φάνηκε να βάζει νερό στο κρασί της. Το διακύβευμα όμως ήταν μεγάλο: δεν ρίσκαρε κανείς τη μετατόπιση του σοβιετικού ζωτικού χώρου προς τα δυτικά, με όριο την πάντα επίφοβη Γερμανία. Κατά τα μέσα της δεκαετίας του ’50 το «επαναστατικό υποκείμενο» ζωήρεψε καθώς η εξουσία έλεγε ότι του έδινε τον πρώτο ρόλο αλλά η αναταμοιβή του αντιστοιχούσε σε τίμημα κομπάρσου. Εξέγερση στο Βερολίνο, εξέγερση στη Βουδαπέστη. Τανκς επιβολής της μόνης αλήθειας κατέφτασαν εκεί για να επαναφέρουν τους άτακτους στην τάξη.
Τα αδιέξοδα επιτείνονταν με πομπώδεις λόγους που ευαγγελίζονταν πρωτιά στην κατανάλωση. Η Δύση είχε βρει το μονοπάτι της εξόδου από την εντονότατη αμφισβήτηση του προπολεμικού συστήματος που ένιωσε μέσα στον πόλεμο – εκεί που οι «κατώτεροι» έπαιρναν πια πρωτοβουλίες αποφάσεις για τις ζωές τους και για τους διπλανούς τους στο μέτωπο, στην αντίσταση, με θεσμούς καθοριστικά συμμετοχικούς. Ένα κράτος πρόνοιας ήρθς να κάμψει κέρδη αλλά κυρίως τις αντιδράσεις. Η ιδανική θυσία για να ξαναπάρει μπροστά η μηχανή. Από τη φύση του ο καπιταλισμός καταστρέφει υποδομές και εργατικά χέρια, τις κινητήριες δυνάμεις του (με πόλεμο), αλλά βρίσκει τρόπο να τις αντικαταστήσει / αναπαράξει. Γυναίκες μπήκαν στην παραγωγή, υπεύθυνες θέσεις μοιράστηκαν, η εκπαίδευση έδινε ευκαιρίες για άλμα σε ανώτερη τάξη, η τεχνολογία υποτάχτηκε για να μπουν στη βιτρίνα πολλά καλούδια που έκαναν ευκολότερη τη ζωή. Η κοινωνία της ρόδας – κοινωνική ανέλιξη αλλά και υπεροχή μέσω ενός ΙΧ. Παρόλα αυτά, Ανατολή και Δύση πνίγονταν στις αντιφάσεις τους, οι μεν δεν μπορούσαν να καταναλώσουν, οι δε παρήγαγαν περισσότερα από όσα κατανάλωναν.
Πώς θα βρεθεί διέξοδος; Σχεδόν 50 χρόνια πριν ήρθε η στιγμή που έγινε το ξεκαθάρισμα των λογαριασμών. Η νεολαία, ευαίσθητος δέκτης μηνυμάτων και πομπός αλλαγών, όρμησε στο προσκήνιο απαιτώντας το καλύτερο αύριο: Βερολίνο, Τοκιο, Παρίσι, Καλιφόρνια, Πόλη Μεξικού. Αλλού το σύστημα έβαζε φραγμό: χούντα στην Αθήνα, στην Τζακάρτα και στο Σαντιάγο. Αλλού πολεμούσαν για να αποτινάξουν την εξάρτηση, όπως στο Βιετνάμ. Ενας κόσμος σε αναβρασμό. Ιδέες διασταυρώνονταν με πράξεις. Όλα συγκεχυμένα.
Ο Κρίγκελ, ως πρόεδρος πλέον του Εθνικού Μετώπου, επανήλθε στο κομματικό προσκήνιο με τις ζυμώσεις για μια εναλλακτική – να ήταν ο σοσιαλισμός, ο καπιταλισμός με ανθρώπινο πρόσωπο, η παλινόρθωση; Δεν ξέρουμε αν ο ίδιος, με τα αγωνιστικά παράσημα στον μεσοπόλεμο και τον πόλεμο, με τις εργατικές πολιτοφυλακές του, σκεφτόταν τη σοσιαλιστική οικοδόμηση ή απλώς τη θεμιτή ανακούφιση των εργατών, έστω με κάθε τρόπο, όπως συζητούσαν οι «πραγματιστές» της εποχής στην Ανατολή, οι οποίοι κυνηγούσαν τεχνοκράτες για να τους βάλουν σε εργοστάσια ώστε να πάρουν μπρος τα μεγαλόπνοα πλάνα της παραγωγής. Η Άνοιξη, δηλαδή το Πρόγραμμα Δράσης και η ανάδειξη του Ντούμπτσεκ στην ηγεσία του ΚΚΤσ. ύστερα από εσωκομματική διαπάλη, τον βρήκε να είναι στην πρώτη γραμμή. Να έχει ενεργό συμμετοχή σε ένα πείραμα, όπως πείραμα ήταν ο κόκκινος Οκτώβρης και η πρώτη κυβέρνηση της Τσεχοσλοβακίας. Κανείς δεν έχει το αλάθητο και κανείς σοβαρός κομμουνιστής δεν αναμένει μια «ανάσταση νεκρών» με τον κομμουνισμό.
Δράση, τώρα! Ο ενθουσιασμός της Άνοιξης συνεπήρε τον κόσμο, συμμετείχε, κάμφθηκαν αντιδράσεις. Ήταν αρκετό αυτό για να άρει το αδιέξοδο της συμμετοχής σε ένα μπλοκ δυνάμεων; Μπορούσε να ανεχτεί η Σοβιετική Ενωση να χάσει δυνητικά μια χώρα-κλειδί δίπλα στην καπιταλιστική Δύση; Μπορούσε μια χώρα να διαμορφώσει τη δική της παραγωγή μακριά από τους σχεδιασμούς της Κομεκόν, της κοινής οικονομικής μοίρας των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης που απελευθέρωσε ο Κόκκινος Σταρτός; Η στάση απέναντι στον Τίτο το 1948 προϊδέαζε. Θα μπορούσε λοιπόν να πετύχει αυτό το πείραμα κάτω από τόσο ασφυκτική εξάρτηση;
Από την άλλη, τι είχαν στο μυαλό τους ο Κρίγκελ και οι άλλοι; Μετά την εισβολή άλλος για Χίος τράβηξε κι άλλος για Μυτιλήνη. Κάποιοι έμειναν στο κόμμα ως αντιπολίτευση – μέχρι να τους διαγράψουν ή να τους εξοντώσουν τουλάχιστον ηθικά και πολιτικά. Άλλοι ακολούθησαν τη διανόηση με τα μανιφέστα των χιλιάδων λέξεων και ορισμένοι –οι περισσότεροι– από αυτούς βρέθηκαν στην επόμενη κρίση του συστήματος να πανηγυρίζουν την παλινόρθωση – ο Κρίγκελ πέρασε στην αντιπολίτευση και είχε επαφές με τον Χάβελ ώσπου πέθανε επιτηρούμενος στενά από το μπρεζνιεφικής έμπνευσης καθεστώς. Άλλοι νόμιζαν ότι οι «άριστοι» απολιτίκ τεχνοκράτες ήταν η λύση. Κάποιοι είχαν ταχτεί με τον «εχθρό», συνειδητά ή ασυνείδητα. Ορισμένοι, πολύ λίγοι, έδιναν λόγο και ρόλο στα εργατικά συμβούλια, προσπαθώντας να λύσουν την εξίσωση με άλμα προς τα εμπρός. Οι περισότεροι, έχοντας πλέον συμφέρον από το καθεστώς –θέση, αξίωμα, σπίτι, αυτοκίνητο κ.λπ.– επέλεξαν τη στασιμότητα της κινούμενης άμμου. Με την επέμβαση ξενοκίνητων στρατευμάτων θέριεψε και ο εθνικισμός – είχε βάσεις στις πατριωτικές μέρες του πολέμου, ενώ και η υποβόσκουσα διαμάχη ανάμεσα στις δύο εθνοτικές κοινότητες ολοκληρώθηκε με τη δημιουργία δύο εθνικών κρατών.
Πώς να σκεφτόταν άραγε ο μπαρουτοκαπνισμένος Κρίγκελ; Η επέμβαση μίλησε στην πλευρά ενός αριστερού των δικαιωμάτων; Έπνιξε τον πατριωτισμό του; Πείραξε τον εργατισμό του; Ποιος ξέρει; Η όποια λύση φαινόταν καταδικασμένη να αποτύχει, με το δυσμενές ψυχροπολεμικό περιβάλλον, την καχυποψία, τη μετατόπιση της κόκκινης γραμμής από την αντίθεση κεφάλαιο – εργασία σε αυτές της ελευθερίας – υποταγής, ελευθεροστομίας – λογοκρισίας. Μπορούσε να γίνει όμως τότε όταν η κομματική γραφειοκρατία είχε ιδεολογικοποιήσει και είχε αναγάγει την ύπαρξή της σε ύψιστο καθήκον, όταν είχε αποξενωθεί από εκείνους που υποτίθεται ότι αριστείνδην εκπροσωπούσε; Η επέμβαση ήταν μια λύση, ατελής για το σύστημα, αρνητική για τους διαφωνούντες, αλλά έδωσε τα καύσιμα για να κριθεί οριστικά η σύγκρουση σχεδόν 25 χρόνια μετά μέσα από μια περεστρόικα.
Ήταν μια άνοιξη που δεν κατάφερε να ωριμάσει και να δρέψει τους καρπούς της. Ο χειμώνας έπεσε βαρύς όχι μόνο στην Πράγα αλλά και στο Παρίσι, στο Βερολίνο, στο Μιλάνο, στην Καλιφόρνια, στο Τόκιο, στην Πόλη του Μεξικού. Σε καιρούς κρίσης, κρίσης θεσμών, κρίσης εκπροσώπησης, κρίσης του ίδιου του συστήματος, η ανατρεπτική νεανική αμφισβήτηση έμεινε μετέωρη. Και είναι εκπληκτική η δύναμη της αντίδρασης των μηχανισμών εξουσίας, τη στιγμή που έμοιαζαν ετοιμόρροποι. Η ρήξη ήρθε αλλά δεν συνοδεύτηκε με την ανατροπή· γι’ αυτό οι σπίθες από τους κραδασμούς των εξεγέρσεων σε Ανατολή και Δύση δεν συναντήθηκαν με την πυρίτιδα και απορροφήθηκαν σύντομα καθώς το σύστημα βρήκε τρόπο να προσαρμοστεί. Μπορεί τα μονοπάτια των αλλαγών να σημάνθηκαν αλλά η πυρίτιδα δεν έχει ανακαλυφτεί ακόμα.
Αν μείνουνε τα πράγματα όπως είναι
είσαστε χαμένοι.
Φίλος σας είναι η αλλαγή
η αντίφαση είναι σύμμαχός σας.
Από το Τίποτα
πρέπει κ ά τ ι να κάνετε, μα οι δυνατοί
πρέπει να γινούνε τ ί π ο τ α.
Αυτό που έχετε, απαρνηθείτε το και πάρτε
αυτό που σας αρνιούνται.
Μπ. Μπρεχτ (Αν μείνουνε τα πράγματα όπως είναι, 1936), Ποιήματα, μετάφραση Μάριου Πλωρίτη, εκδόσεις Θεμέλιο, 2000