Οι δυσμενείς εξελίξεις στην αντιμετώπιση της εξάπλωσης του κορονοϊού κατά το τετράμηνο Μαρτίου – Ιουνίου 2020 αναδεικνύουν με τον πιο εύληπτο τρόπο, μεταξύ άλλων, τον ιογενή και εξωγενή χαρακτήρα της κρίσης της πανδημίας, που διεισδύει και επιταχύνει όλες τις κοινωνικοοικονομικές ανισορροπίες (παραγωγή, απασχόληση, έσοδα, δαπάνες) των κρατών, των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, επιφέροντας βαθιά ύφεση κατά το 2020 και σημαντική συρρίκνωση και απομείωση σημαντικών κλάδων οικονομικής δραστηριότητας σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο.
Στις συνθήκες αυτές, που οι προοπτικές τους θα εξαρτηθούν κατά βάση από την πορεία της πανδημίας και την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Ταμείο Ανάκαμψης) των 750 δισ. ευρώ (4-5% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ – Next Generation EU), η απώλεια της προστιθέμενης αξίας, της απασχόλησης, των εισοδημάτων κ.λπ. σε ευρωπαϊκό επίπεδο θα επηρεάσει καθοριστικά και άμεσα (2021) τη μελλοντική τους κατάσταση, με την έννοια του επιπέδου ανάκαμψης των οικονομιών των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης και του βαθμού επιβίωσης των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών.
Βέβαια, αξίζει να σημειωθεί ότι με την πρότασή της αυτή η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρακάμπτει την πρόταση του ευρωομολόγου και παραπέμπει το Ταμείο Ανάκαμψης στη χρονοβόρα διαπραγμάτευση του προϋπολογισμού και στον έλεγχο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου που συνοδεύεται από προϋποθέσεις μεταρρυθμίσεων και προκαθορισμένους στόχους (Γ. Ποταμιάνος, 2020).
Οι προβλεπόμενοι πόροι (750 δισ. ευρώ), από τους οποίους για την Ελλάδα εκτιμάται το ποσό των 32 δισ. ευρώ (18% του ΑΕΠ), θα διατεθούν εντός της προσεχούς περιόδου των επτά ετών (2021-27) και θα δοθούν ως επιχορηγήσεις 310 δισ. ευρώ, ως δάνεια 250 δισ. ευρώ (περίοδος αποπληρωμής τους 2027-58) και ως χρηματοδότηση επιμέρους προγραμμάτων και ταμείων για τη συνοχή και την αγροτική οικονομία 190 δισ. ευρώ. Βέβαια, οι υπάρχουσες διαφωνίες από ευρωπαϊκές χώρες (Αυστρία, Ολλανδία, Δανία, Σουηδία κ.λπ.) στην πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αναφορικά με τη χορήγηση επιδοτήσεων και την οικονομική αυτονόμηση της Επιτροπής (διορισμένο όργανο) από τα κράτη-μέλη αλλά και τη δέσμευση του επενδυτικού προσανατολισμού των σχεδίων επενδύσεων των οικονομιών της Ενωσης στις βασικές αναπτυξιακές
προτεραιότητες της Επιτροπής (πράσινη οικονομία, ψηφιακός μετασχηματισμός, ενίσχυση της ανθεκτικότητας των οικονομιών της Ευρωπαϊκής Eνωσης σε μελλοντικές κρίσεις, ενέργεια κ.λπ.) προδιαγράφουν δύσκολες και χρονοβόρες διαπραγματεύσεις. Ειδικότερα για την ελληνική οικονομία το κεντρικό ερώτημα που τίθεται είναι εάν ο κεντρικός στρατηγικός αναπτυξιακός στόχος της χώρας μας θα είναι η αναδιάρθρωση του παραγωγικού και τεχνολογικού μοντέλου και η απόκτηση αναπτυξιακής διάστασης του τουρισμού με τη παραγωγική σύζευξή του με την αγροτική οικονομία και τη μεταποίηση ή εάν θα είναι η εκκαθάριση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και της αγοράς εργασίας.
Οι ιδιαιτερότητες και τα σοβαρά διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας θα επιλυθούν στο πλαίσιο των αναπτυξιακών προτεραιοτήτων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ή απαιτούνται ενδογενείς αναπτυξιακές, τομεακές, κλαδικές πολιτικές που προϋποθέτουν παραγωγικές και τεχνολογικές ρήξεις με τη διεθνή και ευρωπαϊκή αλυσίδα αξίας και παραγωγής; Με άλλα λόγια, η δέσμευση των αναπτυξιακών σχεδίων των κρατών-μελών στις βασικές προτεραιότητες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής θα συμβάλει στην παραγωγική-τεχνολογική ανασυγκρότηση της ελληνικής οικονομίας ή, σε συνδυασμό και με τους προβλεπόμενους όρους, την ενισχυμένη εποπτεία και τις προϋποθέσεις του Ταμείου Ανάκαμψης, θα διατηρηθεί το παραγωγικό μοντέλο των μονοκαλλιεργειών (κατασκευές, οικοδομή, τουρισμός, υπηρεσίες) που διαμορφώθηκε στο πλαίσιο του διεθνούς και ευρωπαϊκού καταμερισμού εργασίας με πέντε αντίστοιχα χρηματοδοτικά εργαλεία (Σχέδιο Μάρσαλ και τέσσερα κοινοτικά πλαίσια στήριξης) μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο; Στις συνθήκες αυτές, και υπό την προϋπόθεση της αντιμετώπισης της πανδημίας του κορονοϊού, διερευνώντας την προοπτική μεταβ
ολής του ΑΕΠ στην Ελλάδα, μετά την ύφεση 10-12% κατά το 2020 και το επίπεδο στατιστικής ανεργίας 21,3-22,1% από 17,3% το 2019, αναδεικνύεται ότι η επιστροφή της ελληνικής οικονομίας στο επίπεδο των οικονομικών μεγεθών (ΑΕΠ, όγκος παραγωγής, απασχόληση, ανεργία, μισθοί) του 2019, ανεξάρτητα των χαμηλών ρυθμών ανάκαμψης των ετών 2021 και 2022, θα συντελεστεί κατά το 2023. Κι αυτό σε συνθήκες υψηλής στατιστικής ανεργίας (17,3%) και διεύρυνσης των ευέλικτων μορφών απασχόλησης (μερική και εκ περιτροπής απασχόληση), με ό,τι αυτό αρνητικά συνεπάγεται για την επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου σημαντικού τμήματος του πληθυσμού.
Ο Σάββας Ρομπόλης είναι ομότιμος καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου