Σκοτάδι καλύπτει όσα συνέβησαν από τις 17 Μαΐου, ηµέρα κατά την οποία ο Γκιόργκι Χαρτζεϊσβίλι µετήχθη στη ΓΑ∆Α προκειµένου να εξεταστεί για το έγκληµα στα Γλυκά Νερά, µέχρι τις 19 Μαΐου, οπότε εµφανίζεται να καταθέτει επισήµως στην αστυνοµία. Το τι συνέβαινε επί δύο µέρες στον 11ο όροφο των κεντρικών υπηρεσιών της αστυνοµίας, από τις τέσσερις ηµέρες που κρατήθηκε, συνολικά ουδείς µπορεί να το γνωρίζει, εκτός ίσως από το θύµα των –κατά την καταγγελία του– βασανιστηρίων και των αστυνοµικών που τον εξέταζαν.
Το βέβαιο είναι ότι από την άφιξή του στη ΓΑ∆Α και για δύο µέρες, όσο τον κρατούσαν στον 11ο, τίποτε δεν έχει καταγραφεί επισήµως. Ερωτήµατα προκαλεί παράλληλα το γεγονός πως ο Χαρτζεϊσβίλι, παρά το γεγονός ότι η αστυνοµία έχει παραδεχτεί σε ανακοίνωσή της πως εξετάστηκε ως ύποπτος για τη δολοφονία της Καρολάιν Κράουτς, δεν φαίνεται επισήµως να έχει ρωτηθεί για οτιδήποτε σχετικά µε το βίαιο έγκληµα στα Γλυκά Νερά.
Σε κάθε περίπτωση, ο Χαρτζεϊσβίλι έχει καταθέσει ότι επιχείρησε να µεταβεί στη Γεωργία, όπου ζουν τα τρία παιδιά του, µέσω Τουρκίας. Κατά την περιγραφή του είχε ταξιδέψει από την Αθήνα στη Θεσσαλονίκη στις 12 Μαΐου και από εκεί, δύο ηµέρες αργότερα, µε λεωφορείο προς τα σύνορα. Σύµφωνα µε πληροφορίες, ο Χαρτζεϊσβίλι είπε στους αστυνοµικούς ότι «στα σύνορα, στην Αλεξανδρούπολη, µε κατέβασαν από το λεωφορείο οι αστυνοµικοί. Εκαναν έλεγχο στα χαρτιά µου και στο διαβατήριό µου και µου είπαν ότι είχα πλαστή βίζα».
Ο Χαρτζεϊσβίλι συνελήφθη και την επόµενη ηµέρα, όπως ο ίδιος έχει καταθέσει, µεταφέρθηκε στα δικαστήρια απ’ όπου αφέθηκε ελεύθερος για την υπόθεση των πλαστών εγγράφων µέχρις ότου γίνει η δίκη. Ωστόσο κρατήθηκε και µεταφέρθηκε τελικώς στην Αθήνα, καθώς τον ενηµέρωσαν ότι κατηγορείται για µια ληστεία στο Πικέρµι. Ο ίδιος κατέθεσε στους αστυνοµικούς ότι δεν συµµετείχε στην εν λόγω ληστεία και ότι δεν γνωρίζει τίποτε περισσότερο.
Την ίδια ηµέρα, δηλαδή στις 19 Μαΐου, κλήθηκε στη ΓΑ∆Α για κατάθεση και η σύζυγός του. Παρότι από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν καθίσταται σαφές τι τη ρώτησαν οι αστυνοµικοί, η γυναίκα τους διευκρίνισε ότι το βράδυ της 10ης Μαΐου, λίγες ώρες δηλαδή πριν από τη δολοφονία της Καρολάιν, ο Χαρτζεϊσβίλι βρισκόταν στο σπίτι τους και κοιµόταν από νωρίς, ενώ όταν το επόµενο πρωινό στις 8 εκείνη έφυγε για την εργασία της, εκείνος ακόµη δεν είχε ξυπνήσει. Η γυναίκα φαίνεται να έχει καταθέσει τα παραπάνω, προσφέροντας ακλόνητο άλλοθι στον συµβίο της, δύο ηµέρες µετά τη µεταγωγή του στη ΓΑ∆Α. Με άλλα λόγια, οι άντρες του τµήµατος Εγκληµάτων Κατά Ζωής φέρονται να βασάνιζαν τον Χαρτζεϊσβίλι επί δύο ηµέρες χωρίς καν να έχουν καλέσει για κατάθεση πρόσωπα τα οποία πιθανώς γνώριζαν πού βρισκόταν την ηµέρα και την ώρα της δολοφονίας της 20άχρονης στα Γλυκά Νερά.
Δημοσιογραφία της ντροπής – Μεγάφωνα των αστυνομικών πηγών ακόμη και στη διαρροή αποσπασμάτων του ημερολογίου της Καρολάιν
∆ηµοσιογραφία της «κλειδαρότρυπας». Στην πεπατηµένη πρακτική της τυµβωρυχίας επιδόθηκε ακόµη µια φορά ένα σηµαντικό κοµµάτι των ελληνικών ΜΜΕ µε αφορµή την αποτρόπαια γυναικοκτονία της Καρολάιν. Ούτε ένα 24ωρο µετά την οµολογία του Μπάµπη Αναγνωστόπουλου ότι αυτός είναι ο δολοφόνος της συζύγου του, πληθώρα ΜΜΕ έσπευσαν να δηµοσιεύσουν εκτεταµένα αποσπάσµατα από το ηµερολόγιο της Καρολάιν, γεγονός που οδήγησε σε παρέµβαση εισαγγελέα για την επίµαχη διαρροή. Τα αποσπάσµατα εµπεριέχονταν στο διαβιβαστικό της αστυνοµίας. Ενα διαβιβαστικό το οποίο περιέχει σειρά σηµείων που αποδεικνύουν ότι η αστυνοµία διέθετε από την πρώτη στιγµή επαρκέστατα στοιχεία τα οποία θα έπρεπε να είχαν καταστήσει αυτοµάτως τον Αναγνωστόπουλο επικρατέστερο ύποπτο.
Είναι τα ίδια αυτά στοιχεία που µας υποχρεώνουν σήµερα να θέτουµε σοβαρότατα ερωτήµατα αναφορικά µε τη στάση και την ανεξήγητη ολιγωρία της αστυνοµίας, η οποία προσπάθησε να αποσπάσει –µέσω βασανιστηρίων– την οµολογία του εγκλήµατος από τον Γεωργιανό Γκιόργκι Χαρτζεϊσβίλι. Αν συνέβαινε αυτό, το πιθανότερο είναι ότι ο Αναγνωστόπουλος δεν θα αναγκαζόταν ποτέ να οµολογήσει. Ολα αυτά τα στοιχεία όµως ουδόλως απασχόλησαν σηµαντικό τµήµα της ελληνικής δηµοσιογραφίας, αφού προφανώς κάτι τέτοιο θα έπληττε την εικόνα της αστυνοµίας. Ηταν προτιµότερο να δηµοσιευτούν οι σκέψεις που η Καρολάιν είχε καταγράψει στο ηµερολόγιό της αναφορικά µε τη σχέση της µε τον Αναγνωστόπουλο και µε βαθιά προσωπικά ζητήµατα που δεν αφορούσαν κανέναν παρά µόνο την ίδια.
Σκέψεις που λίγο καιρό µετά θα γίνονταν φέιγ βολάν στα ελληνικά media, τα οποία ουδόλως νοιάστηκαν που πραγµατοποιούσαν σκύλευση του θύµατος δηµοσιεύοντάς τες. Μάλιστα κάποια media πήγαν και ένα βήµα παρακάτω αναφέροντας ότι το ζευγάρι είχε συχνούς καβγάδες, παρουσιάζοντας ως δεδοµένο ότι η Καρολάιν έπασχε από επιλόχειο κατάθλιψη. Μια προσπάθεια να δοθεί… εξήγηση για το ειδεχθές έγκληµα που πραγµατοποίησε ο Αναγνωστόπουλος. Μια έµµεση και αισχρή προσπάθεια –ηθεληµένη ή όχι, δεν έχει σηµασία– να αποδοθούν ευθύνες γι’ αυτό το έγκληµα και στην ίδια την Καρολάιν.
Η ντροπιαστική πρακτική αυτών των ΜΜΕ στη συγκεκριµένη υπόθεση έφτασε στο αποκορύφωµά της την περασµένη Πέµπτη στην εκποµπή «Live news» του Mega µε παρουσιαστή τον Νίκο Ευαγγελάτο. Εκεί παρουσιάστηκαν πλάνα από αγώνα τζούντο προκειµένου το αιµοδιψές τηλεοπτικό κοινό να δει τη λαβή που εικάζεται ότι ο Αναγνωστόπουλος έκανε στην Καρολάιν προκειµένου να της στερήσει τη ζωή, επειδή απλώς δεν ήθελε να τη µοιράζεται µαζί του. Μια οπτικοποίηση του πνιγµού για να ανέβουν τα νούµερα της εκποµπής. Η λέξη ντροπή όταν αφορά αυτό το κοµµάτι της ελληνικής δηµοσιογραφίας έχει χάσει πλέον το νόηµά της.