Από τα καμένα πρόσφυγες στην ίδια τους τη χώρα

Από τα καμένα πρόσφυγες στην ίδια τους τη χώρα

Οι πρώτοι εσωτερικοί πρόσφυγες λόγω της σχεδόν ολοκληρωτικής καταστροφής που σημειώθηκε τις τελευταίες δύο εβδομάδες στη βόρεια Εύβοια είναι πραγματικότητα. Χιλιάδες άνθρωποι, κάτοικοι των πανέμορφων χωριών που έστεκαν περήφανα μέσα στο κατάφυτο πευκοδάσος της Εύβοιας, αντιμετωπίζουν πια το φάσμα της ανεργίας, γνωρίζοντας ότι όσα μέχρι σήμερα τους έτρεφαν χάθηκαν για τουλάχιστον τρεις δεκαετίες. Τόσο εκτιμούν οι ειδικοί ότι θα χρειαστούν τα πεύκα για να αρχίσουν να παράγουν το ρετσίνι από το οποίο στη βόρεια Εύβοια ζούσαν περίπου 800 οικογένειες.

Ρεπορτάζ: Μάριος Αραβαντινός, Βαγγέλης Τριάντης, Μαριάννα Τόλια

Φωτογραφίες: Μάριος Αραβαντινός,  Βαγγέλης Τριάντης, ApImages

Ο δήμαρχος Μαντουδίου – Αγίας Αννας – Λίμνης Γιώργος Τσαπουρνιώτης, ενώ ακόμη μετράει τις πληγές που άφησε η πύρινη λαίλαπα στον πανέμορφο τόπο του, εκτίμησε μιλώντας στο Documento ότι χιλιάδες συμπολίτες του είναι πλέον άνεργοι και υποχρεωτικά θα σκεφτούν το ενδεχόμενο της μετανάστευσης. Τα ποσά που πρόκειται να μοιράσει εξάλλου η κυβέρνηση ίσως καλύψουν για ένα χρόνο τις ανάγκες των κατοίκων των περιοχών που επλήγησαν βάναυσα από τη φωτιά. Το μέλλον ωστόσο, όταν η ζωή αρχίσει να βρίσκει τους κανονικούς ρυθμούς της και το δράμα της βόρειας Εύβοιας θα περάσει σε δεύτερη μοίρα και από πρωτοσέλιδα στον Τύπο θα καταλαμβάνει απλώς μονόστηλα, προβλέπεται ζοφερό.

 

800 οικογένειες στον δρόμο

«Περίπου 3.000-4.000 άνθρωποι έμειναν άνεργοι» είπε στο Documento o Γ. Τσαπουρνιώτης, για να προσθέσει ότι μόνο στον τουρισμό, ο οποίος μαζί με τη μελισσοκομία και τη ρητινοκαλλιέργεια αποτελεί την ατμομηχανή της περιοχής, «εργάζονταν περίπου 1.500 άνθρωποι». Αλλωστε, όπως είπε, «στο πασίγνωστο για την ομορφιά του καμπ της Αγίας Αννας, το οποίο υπέστη τεράστιες καταστροφές, εργάζονταν περί τα 300 άτομα, ενώ οι ρητινοκαλλιεργητές του δήμου ανέρχονται σε 461».

Αυτός ασφαλώς είναι απόλυτος αριθμός αφού, όπως εκτίμησε μιλώντας στο Documento o πρόεδρος του σωματείου ρητινοκαλλιεργητών Βαγγέλης Γεωργαντζής, ο οποίος πάλεψε επί μέρες στα μέτωπα για να σταματήσει τη φωτιά μαζί με άλλους κατοίκους, οι οικογένειες που ζούσαν από αυτήν τη δραστηριότητα προσεγγίζουν τις 800. «Είμαστε 800 οικογένειες που μένουμε στον δρόμο, μόνο από τους ρετσινάδες. Για εμάς τελείωσε οριστικά η δουλειά μας. Ανθρωποι που είναι 45 και 50 ετών δεν έχουν τη δύναμη, να πάνε πού; Σε τι ειδικότητα; Πού να δουλέψουν; Το να μου δώσει η πολιτεία 100% αποζημίωση θα είναι για ένα χρόνο. Τι θα κάνω τα επόμενα χρόνια;» δήλωσε ο κ. Γεωργαντζής.

Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκαν και οι δηλώσεις του πρώην προέδρου του σωματείου Κώστα Χατζή, ο οποίος τόνισε εμφανώς οργισμένος ότι το επάγγελμα του ρητινοκαλλιεργητή δεν υφίσταται πλέον για δύο γενιές. «Για να αποδώσει ένα πεύκο» είπε στο Documento «θέλει 25 έως 30 χρόνια. Αν αναλογιστείτε ότι το 65-70% της ρητίνης πανελλαδικά προερχόταν από τη βόρεια Εύβοια, μπορείτε να φανταστείτε και την έκταση του προβλήματος» εξήγησε και συμπλήρωσε: «Τι να μας πουν οι αποζημιώσεις; Πρέπει να αλλάξουμε επάγγελμα. Τι να κάνουμε στην καμένη γη;».

Συνεχίζοντας ο κ. Χατζής έθεσε και την άρρηκτη και δομική σχέση τους με το δάσος: «Για εμάς το δάσος ήταν το κεφάλαιό μας. Το χάσαμε. Το παν ήταν η πρόληψη. Ομως το κράτος με τον τρόπο του μας έδιωχνε από το δάσος, εμάς που το φυλούσαμε. Δεν μας πλήρωναν, μείωναν διαρκώς το κέρδος μας, μας πετούσαν έξω από το δάσος. Υπάρχουν τριαντάρηδες που είχαν επενδύσει σε αυτήν τη δουλειά. Είχαν αποφασίσει να μείνουν στον τόπο τους. Να φύγουν για να πάνε πού; Ποιος να τους προσλάβει; Ο ρετσινάς ήταν ο φύλακας-άγγελος του δάσους. Γιατί μας πέταξαν έξω από το δάσος; Τι θέλουν;» κατέληξε.

Στη βόρεια Εύβοια, η οποία διαθέτει βιολογικά αγροκτήματα, κτηνοτροφικές και αγροτουριστικές μονάδες και μελίσσια, η καταγραφή των καταστροφών καθυστερεί αφού τα μέτωπα ήταν ενεργά μέχρι τουλάχιστον τα μέσα της περασμένης εβδομάδας. Μια πρώτη εικόνα όμως μας έδωσαν οι φωνές διαμαρτυρίας των ρητινοκαλλιεργητών που μέχρι πρότινος δούλευαν στα πευκοδάση του νησιού. «Το σωματείο ρητινοκαλλιεργητών της Εύβοιας» είπε ο Β. Γεωργαντζής «θα παλέψει με νύχια και με δόντια για να μη φύγει κανείς από τον τόπο. Οι άνω των 55 που έχουν βαρέα ένσημα να βγουν στη σύνταξη και οι κάτω των 55 ρετσινάδες και δασεργάτες να μείνουν στο δάσος, να συμμετέχουν στις απαραίτητες αντιπλημμυρικές εργασίες και να τους δώσει η πολιτεία κίνητρα για να φτιάξουν σωστά το δάσος χαλεπίου πεύκης» πρόσθεσε, ενώ από την πλευρά του ο Κ. Χατζής συμπλήρωσε ότι αν πραγματικά το κράτος θέλει να βοηθήσει, στο δάσος θα βρεθούν δουλειές για όλους.

 

Το μεγαλύτερο πλήγμα στην Εύβοια

Βαρύ πλήγμα ασφαλώς έχουν υποστεί και άλλες γεωγραφικές περιοχές της Ελλάδας, όπως η Πελοπόννησος. Η Λακωνία, η Αρκαδία και η Ηλεία έχουν ήδη ξεκινήσει να μετρούν τις πληγές τους παρότι ακόμη, λόγω του γεγονότος ότι μαίνονταν φωτιές μέχρι το τέλος της εβδομάδας, ο απολογισμός των ζημιών δεν είχε προχωρήσει.

Στην Ηλεία πάντως ο δασάρχης Πύργου Παναγιώτης Λάττας έδωσε μια πρώτη εικόνα του μεγέθους της καταστροφής. Σύμφωνα με τον απολογισμό του Δασαρχείου Πύργου, η πυρκαγιά που ξεκίνησε στις 3 Αυγούστου σάρωσε το μεγαλύτερο μέρος του Δήμου Αρχαίας Ολυμπίας κι ένα μικρότερο του Δήμου Πύργου, καίγοντας ολοσχερώς 124.000 στρέμματα, εκ των οποίων τα 78.500 ήταν δάσος, κατά κύριο λόγο πευκόφυτες περιοχές που αναγεννήθηκαν από τη μεγάλη φωτιά του 2007 αλλά και παρθένα δάση, και 42.000 στρέμματα ήταν πολυετείς καλλιέργειες, ως επί το πλείστον ελαιώνες, αμπελώνες και σταφιδοχώραφα, μέσω των οποίων βιοποριζόταν ο ντόπιος πληθυσμός. Σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις από παραγωγούς, έχουν καεί 30.000 στρέμματα ελαιόδεντρα, 5.000 στρέμματα αμπέλια, μεγάλες εκτάσεις με μηλιές, κερασιές και καστανιές, εκατοντάδες μελίσσια, πτηνοτροφικές μονάδες και εκτροφές προβάτων.

 

Κραυγή απόγνωσης: Είμαστε τελειωμένοι

Αναλογικά ωστόσο το πιο βαρύ πλήγμα εντοπίζεται στη βόρεια Εύβοια, όπου εκτός από το κατεστραμμένο δάσος, τα ξενοδοχεία και τα ενοικιαζόμενα δωμάτια άδειασαν εντελώς και δεν θα ξαναδουλέψουν φέτος, καθώς οι φωτιές προκάλεσαν καταστροφές, έστω και περιορισμένου χαρακτήρα, σε πολλές τουριστικές εγκαταστάσεις. Κάτοικοι των περιοχών από τις οποίες πέρασε η πυρκαγιά περιέγραψαν στο Documento, το οποίο βρέθηκε στη βόρεια Εύβοια για να καλύψει τα γεγονότα, την επόμενη μέρα ως σκοτεινή.

Ο Γιάννης Καπόλος, με καταγωγή από τον Βουτά, ένα γραφικό ορεινό χωριό του Δήμου Ιστιαίας – Αιδηψού, δεν μάσησε τα λόγια του: «Ο μεγαλύτερος πλούτος της Ελλάδος εξαφανίστηκε. Ολοι εδώ ζούσαν από τη ρετσίνα από τα πεύκα. Αυτοί οι άνθρωποι είναι τελειωμένοι. Χαθήκαν ελιές, συκιές, καρυδιές, πράγματα από τα οποία τρώγαμε ψωμί. Ηθελαν να τα κάψουν όλα. Τα έζησα από την πρώτη στιγμή. Είμαι ιδιοκτήτης πεύκων που τα νοίκιαζα σε ρητινοσυλλέκτες και έτρωγε ο κόσμος ψωμί. Ποιος θα φάει ψωμί τώρα από αυτά; Πώς θα τα αναπληρώσω αυτά; Είχαν εισόδημα 25.000 δασεργάτες από το δάσος. Αντρες, γυναίκες, παιδιά. Τι αποζημίωση να μας δώσουν; Για ποιο πράγμα; Εγώ τα βρήκα αυτά τα πεύκα εδώ και περνούσαν από γενιά σε γενιά. Αυτά για να ξαναφτιαχτούν θέλουν 30 χρόνια. Ενα πεύκο για να βγάλει ρετσίνι θέλει 30 χρόνια. Οι επόμενοι που θα τα πάρουν τι θα κάνουν; Κατέστρεψαν τα πάντα εδώ» είπε ενώ κάπνιζε μανιωδώς προσπαθώντας να συλλάβει την καταστροφή που είδε να συντελείται μπροστά στα μάτια του.

Ο Ακης Φράγκος από την άλλη, κάτοικος των Ροβιών του Δήμου Μαντουδίου – Αγίας Αννας – Λίμνης, νεαρότερος σε ηλικία, εξήγησε ότι οι άνθρωποι που ζούσαν από το δάσος –μελισσοκόμοι, ρητινοσυλλέκτες, κτηνοτρόφοι, υλοτόμοι– πρέπει να βρουν άλλο επάγγελμα να κάνουν. «Οσοι δεν ασχολούνταν με τον τουρισμό ασχολούνταν με τη γη. Στις Ροβιές έχει πάθει ζημιά και το μεγαλύτερο μέρος του ελαιώνα, ο οποίος ήταν η βασική πηγή εσόδων των κατοίκων του χωριού. Το μεγαλύτερο μέρος του, περίπου 70%, έχει πάθει ζημιά. Και από τις ελιές που επέζησαν κάποιες θα ξεραθούν και άλλες μπορεί να κάνουν έως και πέντε χρόνια για να καρποφορήσουν ξανά. Ολα αυτά τα επαγγέλματα πέθαναν. Δεν υπάρχουν πια. Και τα περισσότερα από τα πεύκα που δεν έχουν καεί αλλά έχουν πάθει κάποια ζημιά θα πεθάνουν. Καλύτερα να καίγονταν τα σπίτια αλλά να είχαν οι άνθρωποι δουλειές παρά αυτό που έγινε» μας είπε, εμφανώς προβληματισμένος για το μέλλον της περιοχής, στα χώματα της οποία μάτωσε ως παιδί τα γόνατά του.

 

Η Εύβοια πέθανε

Σε κάθε χωριό της βόρειας Εύβοιας, από την Αιδηψό μέχρι το Πευκί και από τη Λίμνη μέχρι τα Βασιλικά, κάθε κάτοικος ψέλλιζε τις ίδιες κουβέντες: «Η Εύβοια πέθανε, οι δουλειές μας εξαφανίστηκαν, οι νέοι θα μεταναστεύσουν». Στη Λίμνη, ένα από τα πρώτα χωριά που παραδόθηκαν στις φλόγες, ζει ο Σταμούλης Παύλου. Αντικρίζοντας μια μικρή επιχείρηση –συνεργείο μηχανών όπως μας περιέγραψε, αφού λόγω των καταστροφών δεν μπορούσε κανείς να διακρίνει έστω μια πινακίδα που να υποδηλώνει ότι κάποτε εκεί άνθρωποι έβγαζαν μεροκάματο– διερωτήθηκε: «Ανθρωποι των οποίων κάηκαν οι επιχειρήσεις τι αποζημίωση να πάρουν; Ας πούμε ότι τα σπίτια θα τα ξαναφτιάξουν. Πώς θα ζήσουν όμως χωρίς μεροκάματο; Από πού θα ζήσουν; Τι πιστεύετε ότι θα απαντούσε ένας ηλικιωμένος αν τον ρωτούσαν αν προτιμάει να τον εκτελέσουν ή να του καεί το σπίτι;». Και συμπλήρωσε τις σκέψεις του: «Σίγουρα το γεγονός ότι δεν υπήρξαν απώλειες σε ανθρώπινες ζωές είναι σημαντικό. Κάποιον όμως που είναι 70 ή 80 χρόνων και του κάηκε το σπίτι αν τον ρωτήσετε εάν θα ήθελε να συνεχίσει να ζει ή να τον είχαν εκτελέσει, να είστε σίγουροι ότι θα διάλεγε το δεύτερο». Κατέδειξε έτσι, ίσως και με μια δόση υπερβολής, την απελπισία που μέρα με τη μέρα καταλαμβάνει τους κατοίκους των καμένων περιοχών.

«Οι κάτοικοι εδώ δεν θα τα θέλουμε τα λεφτά. Να τα δώσουν στα κανάλια. Τα ελικόπτερα ήταν καθηλωμένα λόγω μη συντήρησης. Επίσης απουσίαζε και ο στρατός. Καταστράφηκαν όλα. Ποιος θα έρθει τώρα εδώ; Πριν από μια εβδομάδα μόλις άρχισε το Πευκί να παίρνει τα πάνω του. Τι θα γίνει τώρα; Θα επηρεαστεί ο τουρισμός. Ποιος θα έρθει να κάνει διακοπές σ’ ένα καμένο μέρος;» είπε από τη δική του πλευρά ο Δαβίδ Κωνσταντίνου, τον οποίο εντοπίσαμε σε ένα γραφικό παραθαλάσσιο ταβερνάκι στο χωριό Πευκί όπου σταματήσαμε να ξαποστάσουμε έπειτα από πολύωρη περιοδεία στα ενεργά μέτωπα της περιοχής.

Κοντά του και η Παρασκευή Τριανταφυλλίδου, η οποία εδώ και πάνω από 40 χρόνια παραθερίζει στην περιοχή με την οικογένειά της, πρώτα με τα παιδιά της και σήμερα με τα εγγόνια της. «Πολύς κόσμος ζει από αυτό το δάσος. Τώρα στο τέλος του Αυγούστου θα έδιναν το ρετσίνι στο εργοστάσιο. Από αυτό ζούσαν οι άνθρωποι εδώ. Πού θα πάνε αυτοί οι άνθρωποι; Θα χρειαστεί να μεταναστεύσουν» μας είπε, για να καταλήξει ότι «η περιοχή θα έχει πρόβλημα και τουριστικά. Ποιος θα έρθει πια σ’ ένα μέρος διαλυμένο; Το δάσος ήταν η ομορφιά του» περιέγραψε κι εκείνη, ενώ προσπαθούσε να συνειδητοποιήσει ότι ο τόπος τον οποίο αγάπησε έγινε παρανάλωμα του πυρός.

Αντί άλλου επιλόγου τα λόγια του Χρήστου Σίμου από τα Καμάρια, ο οποίος άνοιξε την ταβέρνα του και μας πρόσφερε από μια μπίρα κι ένα πιάτο φαγητό τη στιγμή που από τον ουρανό έβρεχε στάχτη, με το μέτωπο της πυρκαγιάς να μαίνεται εκείνη την ώρα μόλις πέντε χιλιόμετρα μακριά από το χωριό. «Η Εύβοια πέθανε» ψιθύρισε τραβώντας μια γερή ρουφηξιά από το μισοτελειωμένο τσιγάρο του και επανέλαβε: «Καταστραφήκαμε». Ο ίδιος γνωρίζει άριστα την περιοχή. Τη δεκαετία του 1990 δούλευε μάλιστα στο δασαρχείο. «Πάρα πολλές οικογένειες στην περιοχή ζούσαν από το δάσος. Μελισσοκόμοι, ρητινοπαραγωγοί, κτηνοτρόφοι, ξυλουργοί κ.ο.κ. Πώς θα ζήσουν αυτοί οι άνθρωποι από εδώ και πέρα; Πώς θα βγάλουν το μεροκάματο; Θα αναγκαστούν να μεταναστεύσουν. Να αφήσουν τον τόπο τους» κατέληξε αποχαιρετώντας μας.

Tι είπαν οι κάτοικοι:

Οι κάτοικοι εδώ δεν τα θέλουμε τα λεφτά. Να τα δώσουν στα κανάλια. Τα ελικόπτερα ήταν καθηλωμένα λόγω μη συντήρησης. Επίσης απουσίαζε και ο στρατός. Καταστράφηκαν όλα. Ποιος θα έρθει να κάνει διακοπές σ’ ένα καμένο μέρος;» Δαβίδ Κωνσταντίνου, Κάτοικος Κοκκινομηλιάς

 


«Πολύς κόσμος ζει από αυτό το δάσος. Τώρα στο τέλος του Αυγούστου θα έδιναν το ρετσίνι στο εργοστάσιο. Πού θα πάνε αυτοί οι άνθρωποι; Θα χρειαστεί να μεταναστεύσουν»

Παρασκευή Τριανταφυλλίδου, Παραθερίζει 40 χρόνια στο Πευκί

 

«Η Εύβοια πέθανε, οι δουλειές μας εξαφανίστηκαν, οι νέοι θα μεταναστεύσουν».

Σταμούλης Παύλου, Κάτοικος Λίμνης

 

 


«Η Εύβοια πέθανε. Καταστραφήκαμε. Μελισσοκόμοι, ρητινοπαραγωγοί, κτηνοτρόφοι, ξυλουργοί κι άλλοι. Πώς θα βγάλουν το μεροκάματο; Θα αναγκαστούν να αφήσουν τον τόπο τους»

Χρίστος Σίμου, Κάτοικος Καμαρίων

 

 


«Στις Ροβιές έχει πάθει ζημιά και το μεγαλύτερο μέρος του ελαιώνα, ο οποίος ήταν η βασική πηγή εσόδων των κατοίκων του χωριού. Καλύτερα να καίγονταν τα σπίτια αλλά να είχαν οι άνθρωποι δουλειές παρά αυτό που έγινε»

Ακης Φράγκος, Κάτοικος Ροβιών

 

 

«Ολοι εδώ ζούσαν από τη ρετσίνα από τα πεύκα. Χαθήκαν ελιές, συκιές, καρυδιές, πράγματα από τα οποία τρώγαμε ψωμί. Ηθελαν να τα κάψουν όλα. Τα έζησα από την πρώτη στιγμή. Είμαι ιδιοκτήτης πεύκων που τα νοίκιαζα σε ρητινοσυλλέκτες. Είχαν εισόδημα 25.000 δασεργάτες από το δάσος»

Γιάννης Καπόλος, Κατάγεται από τον Βουτά

 

 

 

Documento Newsletter