Από τα ακροδεξιά βαρίδια στον… Βορίδη: Οι εκλεκτικές σχέσεις της οικογένειας Μητσοτάκη με τα άκρα

Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που εξεπλάγησαν όταν άκουσαν τον νέο κυβερνητικό εκπρόσωπο να ανακοινώνει την απόφαση του Κυριάκου Μητσοτάκη να τοποθετήσει τον Μάκη Βορίδη επικεφαλής στο υπουργείο Εσωτερικών.

Η πορεία Βορίδη στον χώρο της φασιστικής Δεξιάς είναι γνωστή σε όλους και το υπουργείο Εσωτερικών είναι ένα υπουργείο που όχι μόνο είναι υπεύθυνο για τη διενέργεια των εκλογών, αλλά κυρίως αποτελεί τον πολιτικό εγκέφαλο της κρατικής μηχανής. Ο ΣΥΡΙΖΑ φρόντισε να θυμίσει μια περίφημη δήλωση του κ. Βορίδη: “Πρέπει να υπάρξει στρατηγική ήττα των ιδεών της Αριστεράς για να μην ξαναβρεθεί στην εξουσία με οποιαδήποτε μορφή της. Ο Κ. Μητσοτάκης πρέπει να κάνει παρεμβάσεις στο κράτος και στους θεσμούς για να μην ξαναέρθει η Αριστερά στην εξουσία, γιατί οι ιδέες της είναι ελαττωματικές”. Ίσως είναι μία από τις πιο ανατριχιαστικές δηλώσεις που έχουν γίνει για πολιτικό αντίπαλο στον ευρωπαϊκό χώρο συνολικά. Η τοποθέτηση Βορίδη προϊδεάζει για μια σύγκρουση με τον ΣΥΡΙΖΑ που θα έχει ιδεολογικά χαρακτηριστικά, ακραίες μεθοδεύσεις και μπόλικη πολιτική ανορθολογικότητα.

Η μετακίνηση στην κορυφή ενός ευρωπαϊκού κράτους του ακραία νεοφιλελεύθερου πολιτικού με φιλοχουντικές περγαμηνές κατά το παρελθόν, επωάστηκε στην διάρκεια της μνημονιακής περιόδου. Όμως κάθε εκτελεσμένη πολιτική ενέργεια πίσω της κρύβει μιαν ιδέα και μια μέθοδο. Αυτές έχουν πάντα τις ρίζες τους βαθύτερα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση πρέπει να αναζητηθούν στον τρόπο που πολιτευόταν ο μέντορας του σημερινού πρωθυπουργού: ο πατέρας του.

Η πρώτη φορά που η Νέα Δημοκρατία φλέρταρε ανοιχτά με φιλοβασιλικές και φιλοχουντικές περιπτώσεις ήταν το 1985, με την εκλογή στη Νέα Δημοκρατία του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Στην αυτοβιογραφική συνέντευξη που παραχώρησε ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης στον Αλέξη Παπαχελά, ο πρώην πρωθυπουργός αναπτύσσει τη θεωρία ότι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής δεν υπήρξε ποτέ ηγέτης της Δεξιάς. Λέει, προκαλώντας μάλλον μειδίαμα, πως ο πραγματικός ηγέτης της Δεξιάς υπήρξε ο ίδιος. Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης το αποδίδει αυτό σε δυο λόγους: α) στη σύγκρουση του Καραμανλή με το παλάτι και β) στις «σοσιαλιστικές τάσεις», όπως αναφέρει, που εμφάνιζε ο Καραμανλής. Σε αυτή την προσέγγιση χτίστηκε η παράδοση στο εσωτερικό της Νέας Δημοκρατίας που θριαμβεύει σήμερα. Η μητσοτακική πτέρυγα της ΝΔ δεν έκρυψε ποτέ, αντίθετα επαιρόταν, ότι είχε από κοντά ακροδεξιά (φιλοβασιλικά/φιλοφασιστικά) στοιχεία. Σε αυτό το σημείο κρατήστε το εξής: η άποψη αυτή ιδεολογικά και μεθοδολογικά είναι η γραμμή που εφαπτόταν αρχικά ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης με τον Αντώνη Σαμαρά.

Από τη σύγκρουση του Κωνσταντίνου Καραμανλή με τα Ανάκτορα το 1963, και, βασικά, από το δημοψήφισμα του ’74 έως την περίοδο του Κώστα Καραμανλή, η λεγόμενη καραμανλική πτέρυγα στη ΝΔ δεν διστάζει να απομονώνει μέχρι και – κλιμακωτά – να θέτει εκτός κόμματος τέτοια ακραία στοιχεία. Ωστόσο, ο ίδιος ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης διατηρούσε σταθερά άριστες σχέσεις με το Παλάτι τη δεκαετία του ’60 για λόγους εξουσιαστικούς, που μετατράπηκαν εύκολα σε πολιτικούς/ψηφοθηρικούς όταν ανέλαβε την ηγεσία της ΝΔ. Ως πρωθυπουργός στις αρχές τις δεκαετίας του ‘90 επέτρεψε στον τέως βασιλιά Κωνσταντίνο να επισκεφτεί την Ελλάδα, παρά την αντίδραση του τότε Προέδρου της Δημοκρατίας Κωνσταντίνου Καραμανλή. Η πλευρά των μητσοτακικών ερμηνεύει με αυτλη τη προσέγγιση το πράγματι θηριώδες ποσοστό του 47% που πήρε στις εκλογές του Απριλίου του 1990, ενώ παραβλέπονται συχνά οι ειδικές πολιτικές συνθήκες της εποχής (το αίτημα «κάθαρση/αντι-διαφθορά» ιστορικά αποτελεί τον σημαντικότερο πόλο εκλογικής πόλωσης). Όντως ήταν το μεγαλύτερο ποσοστό που πήρε η ΝΔ τότε, αν εξαιρέσει κανείς το 1974.

Η προσέγγιση αυτή ενθαρρύνει τη σημερινή ηγεσία της. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έρχεται και επιβεβαιώνεται η άποψη πως η προσπάθεια να αποτελέσει η Νέα Δημοκρατία τον μεγάλο πόλο που θα καλύψει όλες τις πολιτικές τάσεις από την Κεντροδεξιά μέχρι την άκρα Δεξιά, έχει βαθιές ρίζες στην μητσοτακική πτέρυγα. Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί το γεγονός ότι η πρώτη κίνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, ως πρόεδρος της ΝΔ, ήταν ο ορισμός σε θέσεις αντιπροέδρων του Κωστή Χατζιδάκη και του Άδωνι Γεωργιάδη, οι οποίοι συμβολικά κάλυπταν όλο το φάσμα των ψηφοφόρων στο οποίο θέλει να απευθυνθεί.

Έτσι, θα μπορούσαμε να πούμε πως και ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, από την πλευρά του είχε δίκιο όταν έλεγε ότι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής δεν υπήρξε ηγέτης της Δεξιάς. Μόνο όμως από την πλευρά του.

Ένας άλλος Καραμανλής τον διέψευσε. Ο Κώστας Καραμανλής πολιτεύτηκε σε άλλη κατεύθυνση από τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη και τον Αντώνη Σαμαρά και κατάφερε να αναδείξει τη Δεξιά σε ηγετική δύναμη, χρονικά όσο και οι δύο αυτοί μαζί. Διέγραψε τον Καρατζαφέρη, και, επίσης, διέγραψε τον βουλευτή Μανωλάκο, ο οποίος είχε πάει στην κηδεία του δικτάτορα Παπαδόπουλου. Με αυτόν τον τρόπο επένδυε στους κεντρώους ψηφοφόρους. Σε κάθε περίπτωση θα ήταν δύσκολο κανείς να φανταστεί τον Άδωνι Γεωργιάδη, τον Θάνο Πλεύρη και, πολύ περισσότερο, τον Μάκη Βορίδη ως υπουργό Εσωτερικών της κυβέρνησης Καραμανλή. Τα σχεδόν δεκατρία χρόνια που βρισκόταν στην ηγεσία της Νέας Δημοκρατία Ο Κώστας Καραμανλής ανέδειξε αντιφάσεις με ιδεολογικά και τακτικιστικά χαρακτηριστικά έναντι του Κέντρου και της Ακροδεξιάς, εντός του κόμματος. Συγκεκριμένα σε ότι αφορά στον Δεκέμβριο του 2008 – ο οποίος αποτελεί τομή (και) για τον χώρο της Δεξιάς – η Ντόρα Μπακογιάννη, ο Κυριάκος Μητσοτάκης και ο Αντώνης Σαμαράς είχαν διαφωνήσει ανοιχτά με τους χειρισμούς Καραμανλή – Παυλόπουλου. Η Ντόρα Μπακογιάννη μάλιστα στη συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου είχε εισηγηθεί την συμμετοχή του Στρατού στην καταστολή των επεισοδίων.

Επίσης, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει φροντίσει να θυμίσει τη διαφωνία του με την κυβέρνηση Καραμανλή και να εξάρει τη στάση «νόμος και τάξη» της κυβέρνησης Σαμαρά. Έχει δηλώσει χαρακτηριστικά: «Έχω ασκήσει δημόσια κριτική από το 2008 για τον τρόπο που η τότε Κυβέρνηση αντιμετώπισε αυτή την πρωτοφανή κρίση. Δεν χρειάζεται να τα επαναλάβω. Θέλω να πω όμως ότι την τελευταία φορά που κυβέρνησε η Νέα Δημοκρατία, το διάστημα 2012, τέλος 2014, η κατάσταση στο μέτωπο της δημόσιας τάξης συνολικά ήταν πολύ καλύτερη». Ο Κώστας Καραμανλής είχε μια άλλη μέθοδο ιδεολογικής ηγεμονίας. Εργάστηκε για ανοίγματα προς το Κέντρο με, ίσως, αποκορύφωμά του την επίσκεψή του στον Γοργοπόταμο και τον Άι Στράτη. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, αντίθετα, έφτασε στο σημείο να απαξιώσει σύμβολα του αριστερού / προοδευτικού χώρου: «Και θεωρώ ότι για αυτούς τους πολίτες είμαστε η μόνη πολιτική δύναμη η οποία έχει να τους πει κάτι συγκεκριμένο για την επόμενη μέρα, όχι για το τι έγινε το ’63, τους Γκοτζαμάνηδες και τα τρίκυκλα». Αντίθετα, με Πρόεδρο της Βουλής τον, πλέον, φιλοκαραμανλικό Ευάγγελο Μεϊμαράκη, το 2013, η Βουλή είχε οργανώσει εκδηλώσεις μνήμης για τα 50 χρόνια από τον θάνατο του Γρηγόρη Λαμπράκη. Το ιστορικό παράδοξο της υπόθεσης, δε, είναι πως στην κηδεία του Λαμπράκη την Ένωση Κέντρου την είχε εκπροσωπήσει ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης.

Μετά την πενταετία Καραμανλή στην πρωθυπουργία της χώρας, η επόμενη περίοδος διακυβέρνησης από τη Νέα Δημοκρατία ήταν η περίοδος Σαμαρά. Η μνημονιακή στροφή που διέγραψε στο τέλος του 2011 ο Αντώνης Σαμαράς ως πρόεδρος ακόμα της Νέας Δημοκρατίας προσδιόρισε τις μετέπειτα εξελίξεις, μέχρι και σήμερα.

Με την κυβέρνηση Παπαδήμου κορυφώθηκε η αναζήτηση για ένα νέο-συντηρητικό στίγμα που θα έδινε ένα άλλο κόμμα με απώτερο στόχο την επιστροφή των απογοητευμένων ψηφοφόρων και την μετωπική σύγκρουση με τον ΣΥΡΙΖΑ. Ήταν η στιγμή που ο Αντώνης Σαμαράς τόνισε περισσότερο από ποτέ έως τότε όσο βρισκόταν στην ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας τα συντηρητικά χαρακτηριστικά του, με επίκεντρο τη δημόσια ασφάλεια και το μεταναστευτικό. Τέσσερις ημέρες μετά τις διαγραφές των 21 βουλευτών της ΝΔ από τον Σαμαρά την ανατρεπτική άνοιξη του 2012, προσχώρησαν στη ΝΔ ο Μάκης Βορίδης και ο Άδωνις Γεωργιάδης. Βορίδης και Γεωργιάδης λίγο πριν είχαν διαγραφεί κι αυτοί από το ΛΑΟΣ με απόφαση Καρατζαφέρη, γιατί είχαν ψηφίσει την τότε δανειακή σύμβαση, ενάντια στη γραμμή του κόμματος.

Η ενέργεια του Αντώνη Σαμαρά να τους εντάξει στη ΝΔ εξυπηρετούσε απολύτως το νέο ιδεολογικό στίγμα, το οποίο πλέον θα είχε δύο πυλώνες: ακραίος συντηρητισμός σε θέματα εσωτερικής ασφάλειας, δικαιωμάτων, προσφυγικού και νεοφιλελευθερισμός σε θέματα οικονομίας. Επίσης, Βορίδης και Γεωργιάδης εξέφραζαν και μια άλλη κουλτούρα στον δημόσιο πολιτικό λόγο που ο Σαμαράς την είχε ανάγκη, αν όχι την είχε πλήρως υιοθετήσει: λαϊκίζουσες αναφορές με διαφορά στη γλώσσα από την παραδοσιακή αστική δεξιά.

Αυτό ήταν το ιδεολογικό πλαίσιο που διαμόρφωσε η τότε ηγεσία της ΝΔ κατά την κυβέρνηση Παπαδήμου και τις δύο προεκλογικές φάσεις του 2012. Από τον Ιούνιο του 2012 και μετά εντάθηκε στο εσωτερικό της Νέας Δημοκρατίας η ιδεολογική συζήτηση, με ιστορικό βάθος, περί σαφούς ιδεολογικής αντιπαράθεσης μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς. Η ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ σε δεύτερο πόλο του πολιτικού συστήματος είχε ενθαρρύνει αυτή τη συζήτηση στο εσωτερικό της Νέας Δημοκρατίας, καθώς υπήρξε η ερμηνεία πως ήταν η ιστορική στιγμή να νικηθεί η «ηγεμονία της Αριστεράς», όπως την εννοεί ο κ. Βορίδης.

Μια πανηγυρική στιγμή της στρατηγικής Σαμαρά για μια πρώτη έφοδο στο πολιτικό σύστημα με στόχο την ηγεμονία της Δεξιάς, ήταν όταν τον Ιανουάριο του 2013 ψηφίστηκε τροπολογία κυβερνητικών βουλευτών η οποία προέβλεπε τον διορισμό από το ελληνικό κράτος των δασκάλων που θα διδάσκουν το κοράνι στους μουσουλμάνους μαθητές των σχολείων της μειονότητας στην περιοχή της Θράκης. Η τροπολογία πέρασε με επευφημίες από τη ΝΔ, καθ’ ότι ψηφίστηκε από το σύνολο της δεξιάς πτέρυγας της Βουλής.

Τότε στη ΝΔ είχαν την πεποίθηση ότι αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει την αφετηρία συσπείρωσης των ψηφοφόρων και των απολωλότων στελεχών της και, σε δεύτερη φάση, επέκτασης των ιδεολογικών αξιών της στο πολιτικό φάσμα. Ακολούθησε στη συνέχεια η επιστροφή κάποιων στελεχών που είχαν ενταχθεί στους Ανεξάρτητους Έλληνες στη ΝΔ (βλ. Μαρκόπουλος κλπ) και η υπόγεια προσέγγιση με τη Χρυσή Αυγή, που ανέκοψε η δολοφονία Φύσσα.

Σε ότι αφορά στη νεοφιλελεύθερη γραμμή στην οικονομία που ακολουθήθηκε από την κυβέρνηση Σαμαρά, ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά παραδείγματα ήταν η αναφορά του Άδωνι Γεωργιάδη πως δεν θέλει να του πάρει ο Τόμσεν τη δόξα! Κάθε ακραίο μέτρο που εφάρμοζε η κυβέρνηση (απολύσεις, κλείσιμο ΕΡΤ κλπ) και που προκαλούσε κοινωνική αγανάκτηση, ντυνόταν με τον παραπάνω ιδεολογικό μανδύα.

Το 2014, σε ένα τελείως ασταθές πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό περιβάλλον, η τότε κυβερνητική ομάδα άνοιξε, δημόσια πια, τη συζήτηση για τη δημιουργία ενός νέου κόμματος που θα το ονόμαζε «Νέα Ελλάδα».

Ο στόχος ήταν ο εξής, όπως περιγραφόταν τότε στους δημοσιογράφους: η ένωση των διάσπαρτων δεξιών και ακροδεξιών δυνάμεων, ώστε να τεθούν οι βάσεις για τη “δημιουργία μιας μεγάλης αστικής παράταξης” που επί της ουσίας θα επαναπροσδιόριζε την ταυτότητα της ΝΔ και θα σηματοδοτούσε μια ουσιαστική μετεξέλιξη. Δηλαδή, βούτυρο και τανκς μαζί. «Βρισκόμαστε σε σταδιακή φάση μετεξέλιξης και δημιουργίας ενός νέου αστικού, φιλευρωπαικού κόμματος», επιβεβαίωναν εκείνη την εποχή συνεργάτες του Αντώνη Σαμαρά.

Φιλοευρωπαϊκό κόμμα με όρους Βορίδη, γίνεται; Οι αντιδράσεις στο εσωτερικό της ΝΔ ήταν σφοδρές. Η τότε ηγεσία έκανε πίσω. Όπως αποδείχθηκε, ήταν λίγα εκείνα τα κυβερνητικά/κομματικά στελέχη πρώτης γραμμής, που εκφράζονταν αυθεντικά από τις προθέσεις του τότε προέδρου του κόμματος σε αυτό το θέμα. Βέβαια, πρωταρχικός παράγοντας για τη στάση των πρωτοκλασσάτων υπολοίπων ήταν το πώς έβλεπε ο καθένας τον εαυτό του την επόμενη ημέρα, δηλαδή οι διαφωνίες που εκφράστηκαν, δεν προέρχονταν τόσο από ζητήματα ερμηνείας, όσο από διακυβεύματα ισχύος.

Δεν έχει διευκρινιστεί αν το πισωγύρισμα για την ίδρυση της «Νέας Ελλάδας» οφειλόταν στο γεγονός ότι ο Σαμαράς δεν έβρισκε στελέχη να τον ακολουθήσουν στο εγχείρημα μετάλλαξης της ΝΔ, χωρίς να οδηγηθεί το «παλιό» κόμμα σε διάσπαση, ή αν οι πολιτικές εξελίξεις έτρεξαν πιο γρήγορα και ματαίωσαν την προσπάθεια. Το σίγουρο είναι ότι είχε διαμορφωθεί από τότε μια συγκροτημένη και στέρεα δέσμη ιδεών και πολιτικών προτάσεων, η οποία σταδιακά, αλλά σταθερά, θα εξυπηρετούσε στη συνέχεια το σχέδιο του Κυριάκου Μητσοτάκη.

Μετά την ήττα του 2015, ξεκίνησε η αποδόμηση του Αντώνη Σαμαρά που έφτασε μέχρι το δημοψήφισμα εκείνης της χρονιάς. Αξίζει να σημειωθεί ότι κατά την ενεργοποίηση του εγχειρήματος αποδόμησής του, ήταν γνωστό πως είχε υπάρξει συμφωνία μεταξύ των δελφίνων να μην αποδεχθούν κάποια πρόταση του τότε προέδρου να αναλάβουν θέση κοινοβουλευτικού εκπροσώπου. Ωστόσο, ο Κυριάκος Μητσοτάκης δέχθηκε, προκαλώντας τον εκνευρισμό του Νίκου Δένδια, ο οποίος σε ιδιωτικές συζητήσεις που είχε με δημοσιογράφους εκείνη την εποχή, δεν έκρυψε τον θυμό του εναντίον του. Έτσι σήμερα μπορεί να επιβεβαιωθεί, εκ των υστέρων, πως εκείνες τις ημέρες σε μεγάλο βαθμό διαμορφώθηκε το έδαφος στο οποίο πατάει η σημερινή ηγεσία της ΝΔ.

Ο Αντώνης Σαμαράς κατάφερε σε εκείνη την πρώτη φάση αμφισβήτησής τους να επιβιώσει για μερικούς μήνες στην προεδρία του κόμματος, μέχρι το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου, αρνούμενος παράλληλα οποιαδήποτε συζήτηση για συναίνεση. Μάλιστα είχε αρνηθεί ακόμα και να παραδώσει το Μέγαρο Μαξίμου στον Αλέξη Τσίπρα. Η δεξιά πτέρυγα της ΝΔ θεώρησε πως, τότε ήταν η ώρα, περισσότερο και από το 2012, για μια ιστορική ρεβάνς. Συγκεκριμένα υποστηρίχθηκε ότι η κατάκτηση της πολιτικής ηγεμονίας από τον ΣΥΡΙΖΑ, στηριζόταν σε δύο πυλώνες: α) στον εξουσιαστικό ρόλο της ευρύτερης Δεξιάς από τον εμφύλιο και έπειτα και β) στο γεγονός ότι ένα αριστερό κόμμα, επειδή δεν είχε κερδίσει ποτέ εκλογές εξέλειπε ένα εργαλείο πίεσης που θα το καθιστούσε απολογούμενο για κυβερνητικές αποφάσεις. Οι άνευ προηγουμένου σε σφοδρότητα ανοίκειες επιθέσεις προς την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε απλά ως στόχο την επιστροφή στην εξουσία, αλλά βασικά την ηθική και πολιτική αποκατάσταση της Δεξιάς, προκειμένου να αλλάξει το ιδεολογικό πλαίσιο που παιζόταν το εκλογικό παιχνίδι.

Η άποψη Μητσοτάκη – Σαμαρά περί καθαρών ιδεολογικών διαχωριστικών γραμμών και αλλαγής του ιδεολογικού πλαισίου του πολιτικού συστήματος, φαίνεται ότι έχει επικρατήσει στη ΝΔ και έχει πάρει ακόμα και τη μορφή αντιπαράθεσης με το σύστημα Καραμανλή. Η διεκδίκηση του λεγόμενου Κέντρου έχει δώσει στη θέση της στην πίεση που ασκείται να μετατοπιστεί το Κέντρο προς τα Δεξιά. Σε ένα βαθμό το εγχείρημα αυτό επιτεύχθηκε το 2019 με τη συγκρότηση του αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου. Στη ΝΔ θεωρούν ότι το αντι-ΣΥΡΙΖΑ έργο μπορεί να παίξει σε replay.

Παράλληλα, ο Μάκης Βορίδης θεωρείται ελκυστικός για τους ορφανούς οπαδούς της Χρυσής Αυγής, ίσως και για εκείνους του Κυριάκου Βελόπουλου, ενώ είναι αγαπημένο παιδί συγκεκριμένων επιχειρηματικών συμφερόντων. Ακόμα, σε διεθνές επίπεδο, η ultra Δεξιά τα τελευταία χρόνια εμπνέεται από ηγέτες που επικράτησαν σε Βρετανία, ΗΠΑ, Ιταλία, Ουγγαρία, Βραζιλία και αλλού, στους οποίους το προφίλ Βορίδη προσιδιάζει. Άλλωστε, είναι πολύ δύσκολο το κύμα αυτό στην Ελλάδα να εκφραστεί από τον Κυριάκο Μητσοτάκη, παρά το γεγονός ότι προσπαθεί από την πρώτη στιγμή να ανέβει πάνω του.

Θα μπορέσει ο Βορίδης τελικά να προσελκύσει τους ακροδεξιούς ψηφοφόρους και τους λεγόμενους “ψεκασμένους” που περιφέρονται άστεγοι; Θα μπορέσει η παλιά συνταγή του… μπαμπά να σπάσει τη δυσαρέσκεια για την αποτυχημένη διαχείριση της πανδημίας από την κυβέρνηση; Η εμφυλιακή ρητορική και τα εθνικιστικά παραληρήματα θα καταστούν τελικά ουδέτερα για τους άλλους αναποφάσιστους, τους ψηφοφόρους του Κέντρου; Φαίνεται ότι ο πρωθυπουργός πιστεύει ότι σε αυτά τα ερωτήματα ένας πρώην ΕΠΕΝίτης μπορεί να απαντήσει θετικά.

Το σίγουρο είναι ο Μητσοτάκης έχει ιδεολογικό σχέδιο στο οποίο θα κινηθεί τους επόμενους μήνες. Ένα σχέδιο με βαθιές ρίζες, που όμως ποτέ δεν αποδείχθηκε ασφαλές για κανέναν πρωθυπουργό της Δεξιάς, αν και πάντα εκτόξευε τον «συνταγματάρχη» που αναλάμβανε να το υλοποιήσει.

Ετικέτες