Πολλοί αναλυτές θεωρούν ότι ένας από τους σημαντικούς λόγους για την καθίζηση του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές ήταν η ιδεοληπτική του προσήλωση στο σύστημα της απλής αναλογικής.
Ενα από τα φετίχ της Αριστεράς είναι η πίστη ότι η απλή αναλογική είναι το δημοκρατικότερο εκλογικό σύστημα.
Ισχύει όμως αυτό;
H απλή αναλογική είναι το δικαιότερο σύστημα για το μοίρασμα των εδρών στα κόμματα.
Kατά πόσο όμως απεικονίζει τις προτιμήσεις των πολιτών;
H επιλογή ψήφου μπορεί να πηγάζει από οικογενειακή παράδοση, από πελατειακές σχέσεις, από ιδεολογία, από οικονομικά συμφέροντα ή από «ρεύμα» που δημιουργήθηκε από τα ΜΜΕ.
Η κυβέρνηση που θα προκύψει εξαρτάται μόνο από τις συμφωνίες των αρχηγών των κομμάτων και τις πιέσεις των δυνάμεων που τους στηρίζουν ή τους χρηματοδοτούν (με τους ψηφοφόρους βέβαια να μην έχουν κανένα λόγο για τα περαιτέρω).
Αντίθετα με ό,τι συμβαίνει στο πλειοψηφικό σύστημα των ΗΠΑ όπου υποτίθεται ότι ο βουλευτής είναι υπόλογος πρώτα στην περιφέρειά του και ύστερα στο κόμμα που τον υποστηρίζει, στην απλή αναλογική ο βουλευτής νοείται απλώς ως εκφραστής και υπερασπιστής των επιλογών του αρχηγού του κόμματός του και μπορεί να κατηγορηθεί για αποστασία αν εκφράσει διαφορετική άποψη από τον αρχηγό του κόμματος, έστω και αν είναι πιστότερος στις διακηρύξεις του κόμματος από τον ίδιο τον αρχηγό.
Συχνά μια κυβέρνηση που βγαίνει από μια τέτοια διαδικασία απλής αναλογικής είναι όμηρος των λόμπι που μπορούν να κάνουν να αλλάξει άποψη ένας από τους αρχηγούς της κυβερνητικής συμμαχίας, σε περίπτωση που έχουν προταθεί προοδευτικά μέτρα που θίγουν συμφέροντα κάποιων από τις κοινωνικές ομάδες ή τους «νονούς» που επηρεάζουν κάποιο, έστω μικρό, κόμμα της συμμαχίας.
Η θέσπιση ορίων για είσοδο στη Βουλή αφήνει εκτός παιχνιδιού ένα κομμάτι των ψηφοφόρων που γίνεται μεγαλύτερο όσο μεγαλώνει το όριο.
Η καλή λειτουργία με απλή αναλογική προϋποθέτει μια μακροχρόνια παράδοση, μακριά από την πρωθυπουργική «αυτοκρατορική» εξουσία που είναι χαρακτηριστικό της πολιτικής ιστορίας της χώρας μας.
Αν η Αριστερά θέλει να σεβαστεί τις δημοκρατικές αρχές της για ένα σύστημα που να λαμβάνει υπόψη και τον πλουραλισμό των ιδεολογικών προτιμήσεων των πολιτών και τη θέλησή τους για επιλογή του «ηγέτη» της χώρας και για σταθερή κυβέρνηση, πρέπει να απομακρυνθεί από την προσήλωσή της προς τη σκέτη απλή αναλογική.
Μια πρόταση που θα μπορούσε να αντιστοιχεί σε αυτές τις ανάγκες ίσως είναι η κάτωθι:
Απλή αναλογική με χαμηλότερο όριο για είσοδο στη Βουλή (1% ή 2%), για διακόσιες πενήντα έδρες και ένα μπόνους πενήντα εδρών που θα δίνεται από τον λαό σε όποιο από τα δύο πρώτα κόμματα επιλέξει ως το λιγότερο κακό για τη χώρα σε δεύτερο εκλογικό γύρο δύο βδομάδες μετά. Στον δεύτερο αυτό γύρο θα παρουσιάζονται μόνο τα δύο πρώτα σε ψήφους κόμματα και όποιο νικήσει θα έχει ολόκληρο το μπόνους των πενήντα εδρών.
Σε αυτό τον δεύτερο γύρο βέβαια οι ψηφοφόροι δεν θα είναι υποχρεωμένοι να ταυτιστούν με τις συμβουλές του αρχηγού του κόμματος που ψήφισαν στον πρώτο γύρο.
Το κόμμα που θα πάρει στον δεύτερο γύρο την πλειοψηφία θα είναι το κόμμα που η πλειοψηφία θα έχει επιλέξει ως κορμό της επόμενης κυβέρνησης.
Με τέτοιο σύστημα δεν είναι βέβαιο ότι θα είχε κερδίσει την εξουσία η ΝΔ το 2019, γιατί αν στον δεύτερο γύρο 70% των ψηφοφόρων του ΚΙΝΑΛ, η μεγάλη πλειοψηφία των ψηφοφόρων του ΚΚΕ και του ΜέΡΑ25 ψήφιζαν ΣΥΡΙΖΑ, σε περίπτωση που νικούσε στον δεύτερο γύρο ο ΣΥΡΙΖΑ θα είχε 125 ως130 έδρες και τόσο το ΚΙΝΑΛ όσο και το ΜέΡΑ25 θα είχαν λάβει από τους ψηφοφόρους τους σαφή προτροπή υπέρ μιας συμμαχικής κυβέρνησης με τον ΣΥΡΙΖΑ.
Αυτό το σύστημα θα είχε επίσης το πλεονέκτημα ότι ο λαός θα αποφάσιζε τελικά ποιος θα ήταν ο κορμός μιας συμμαχικής κυβέρνησης και η ψήφος του δεύτερου γύρου θα ήταν και μια «εντολή» στα μικρότερα κόμματα με ποιον πρέπει να συμμαχήσουν.
Αυτό το σύστημα προωθεί και τον πλουραλισμό και τη σταθερότητα και ίσως η υιοθέτησή του από την Αριστερά να είναι χρήσιμη για την επόμενη εκλογική αναμέτρηση!
* Ο Δημήτρης Σκαρπαλέζος είναι συνταξιούχος επίκουρος καθηγητής Μαθηματικών στο Πανεπιστήμιο Paris Diderot στο Παρίσι