Η πολιτική πραγματικότητα μοιάζει συχνά με ελατήριο. Μπορεί να δείχνει ότι συμπιέζεται, ότι απορροφά κραδασμούς, ακόμη και ότι μέσα από αυτές τις ιδιότητες μπορεί να εξασφαλίζει ισορροπία, αλλά αργά ή γρήγορα το ελατήριο θα εκτιναχτεί. Από πολιτικής άποψης βρισκόμαστε στο σημείο πριν από την εκτίναξη. Το ελατήριο συμπιέστηκε, δημιουργήθηκε μάλιστα η εντύπωση ότι αυτό μπορεί να αποτελεί μόνιμη κατάσταση, αλλά η ενέργεια που συγκέντρωσε από την ίδια την πίεση θα μετατραπεί σε απρόβλεπτη κινητικότητα. Προς τα πού θα κινηθεί η καμπύλη; Αν και η πολιτική δεν είναι «Καζαμίας», θα διακινδυνεύσω μια πρόβλεψη. Η πραγματικότητα θα αποτινάξει το πολιτικό άχθος του Κυριάκου Μητσοτάκη θυμίζοντας εκείνα τα παιδικά κουτιά φάρσας που όταν τα ανοίγεις πετιέται ένας αρλεκίνος. Μετά την πρώτη έκπληξη γέρνουν άψυχα πάνω στο τσαλακωμένο ελατήριο που τα κίνησε για λίγο.
Το 2022 κλείνει με τη χώρα πιεσμένη, σμπαραλιασμένη και κακοποιημένη σε όλα τα επίπεδα. Δεν πρόκειται για το αποτέλεσμα μιας κακής διακυβέρνησης με πολιτικές αστοχίες και λάθος επιλογές προσώπων. Η διακυβέρνηση Μητσοτάκη είναι ένα μείγμα πολιτικού αμοραλισμού, νεοφιλελεύθερου κυνισμού και προσωπικών στοιχείων μιας προβληματικής πολιτικά (και όχι μόνο) προσωπικότητας. Ο ίδιος ο Μητσοτάκης ήταν ο καταλύτης που επιτάχυνε όλες τις αντιδράσεις διάβρωσης και σήψης της χώρας. Επί των ημερών του δημοκρατικές λειτουργίες που αποτελούσαν έστω εξ ανάγκης το αξιακό σύστημα συμπεριφοράς της αστικής δημοκρατίας όχι μόνο εγκαταλείφθηκαν αλλά ενοχοποιήθηκαν ως απειλή για τη χώρα. Ακόμη και το savoir vivre του δεξιού κοινοβουλευτισμού εκποιήθηκε για να καλυφθούν η αδυναμία και η διαταραγμένη λειτουργία της πολιτικής προσωπικότητας του πρωθυπουργού. Από τον χάρτη της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας σβήστηκαν λειτουργίες επιτροπών της Βουλής, η διαφάνεια, ο έλεγχος και η λογοδοσία.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης συντόνισε και επέβαλε τη μετατροπή του κράτους δικαίου σε σύστημα απολυταρχικής προσωπικής διακυβέρνησης, με ρυθμιστή της κελυφώδους δημοκρατίας του τα μέσα ενημέρωσης και τους ισχυρούς που του ανέθεσαν την εξουσία. Οι θεσμοί από τη Δικαιοσύνη έως την ηγεσία του στρατού αλλά και την Προεδρία της Δημοκρατίας έγιναν παρακολούθημα του λουδοβικισμού και της πολιτικής αλλοτρίωσης.
Το σύστημα της «αριστείας» που χρησιμοποιήθηκε για να επιβληθούν οι προσωπικοί κανόνες αποδείχθηκε ένα δαιδαλώδες σύστημα με απατεώνες που ο καλύτερος είναι έτοιμος να κλέψει τη μάνα του, αφού φυσικά έχει κλέψει το δημόσιο ταμείο. Η επιχειρηματικότητα που θα έσωζε τη χώρα αποδεικνύεται ότι είναι η προσπάθεια να στηριχτούν συγκεκριμένα συμφέροντα και «επενδύσεις» τύπου Κατάρ και Εύας Καϊλή, με αόρατες βαλίτσες να πηγαινοέρχονται από τη Μέση Ανατολή και ελληνοποιήσεις εγκληματιών του λευκού κολάρου.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν είναι ο χειρότερος πρωθυπουργός επειδή πληρώνουμε την ακριβότερη ενέργεια, τα ακριβότερα είδη πρώτης ανάγκης, την ακριβότερη διαβίωση. Είναι ο χειρότερος επειδή έχει κάνει τη χώρα «φτηνή» και έχει αφαιρέσει κάθε προοπτική και όνειρο από τους ανθρώπους της. Εχει κάνει κανονικότητα την πολιτική απάτη, την εκτροπή και την εγκληματικότητα που αναπτύσσονται από τα ίδια τα θεσμικά κέντρα.
Η αποκάλυψη των υποκλοπών ήταν ταυτόχρονα η αποκάλυψη της αθλιότητας ως ανώτερου σταδίου του μητσοτακισμού. Δεν διαπεράστηκε απλώς το τείχος των θεσμών για να απλωθούν καλώδια και πρακτικές συνακροάσεων. Δεν κατεδαφίστηκε μόνο η αστική νομιμότητα για να χτιστεί το τερατούργημα της προσωπικής και ανώμαλης εξουσίας. Η πολιτική ζωή αυτήν τη στιγμή κινείται με όχημα τους εκβιασμούς. Εκβιάζονται οι παρακολουθούμενοι για να σιωπήσουν και να υποταχθούν, εκβιάζονται στελέχη της Δικαιοσύνης για να συνταχθούν, εκβιάζεται ο πολιτικός χώρος της ΝΔ για να ανεχθεί.
Το ελατήριο έχει συμπιεστεί και θα εκτιναχθεί. Τα συστημικά μέσα ενημέρωσης κάνουν τις ύστατες προσπάθειες να ανασυντάξουν το μέτωπο της μητσοτακικής επικοινωνιακής άμυνας και να αποφύγουν τα χειρότερα. Αφού περάσαμε από το αρχικό στάδιο της ενοχοποίησης αυτού που αποκαλύπτει («όλα είναι ένα ψέμα και μια συκοφαντία του Documento και των ξένων δημοσιογράφων που επιβουλεύονται τη χώρα»), διήλθαμε το στάδιο της κανονικοποίησης («έτσι συμβαίνει παντού»), για να καταλήξουμε στο άχαρο στάδιο της «επιβεβλημένης» σωφροσύνης. Σε αυτό το στάδιο το βαρύ (και σε μερικές περιπτώσεις παρακολουθούμενο) πυροβολικό της ελληνικής δημοσιογραφίας αρθρογραφεί για να συνετίσει το πλήθος επικαλούμενο την επικίνδυνη τοξικότητα που δημιουργείται. Φυσικά ως τοξικότητα δεν εντοπίζονται η εκτροπή από τις συνταγματικές αρχές, ο μητσοτακισμός και οι επισυνδέσεις του, αλλά η διαμαρτυρία για την εκτροπή. Η τοξικότητα δεν έχει γενεσιουργό αιτία αλλά αόριστες αναφορές και ευθύνες που απλώνονται σε όλους. Ο θύτης και το θύμα δεν έχουν να ξεκαθαρίσουν τίποτε στο όνομα της δημοκρατίας, απλώς πρέπει να εξασφαλιστεί η «ευπρέπεια», αφού όμως μηδενιστεί το κοντέρ που έχει καταγράψει τη βρόμικη πορεία του Κυριάκου Μητσοτάκη. Μαζί με τη συμπαντική ηρεμία και την παγκόσμια ειρήνη πρέπει να εξασφαλιστεί και η πραότητα που δεν θα καταστήσει τον Μητσοτάκη απολογούμενο. Και επειδή και οι ίδιοι οι γράφοντες γνωρίζουν ότι το ελατήριο έχει συμπιεστεί σε βαθμό που μπορεί να εκτιναχθεί, ανατινάζοντας το σύστημα, η πολιτική συνέργεια στη βάση της «καλής καρδιάς» εμφανίζεται ως μια καλή λύση.
Ο Μητσοτάκης απέρχεται μαζί με το 2022, αλλά το μεγάλο ερώτημα είναι τι έρχεται. Ο Αλέξης Τσίπρας δείχνει έτοιμος για να επανέλθει. Τι μπορεί και τι θέλει να κάνει; Πώς θα σταθμίσει τη σχέση του «μπορώ» και του «θέλω» ώστε να παραγάγει πολιτική που δεν θα είναι σε ομηρία από τους εξωτερικούς και τους εσωτερικούς συσχετισμούς;
Μπροστά στην πιθανότητα ανάληψης της εξουσίας από τον ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να επιλυθεί ένα σοβαρό θέμα πολιτικής. Ο ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ συστηματοποιεί την προεκλογική του εκστρατεία με τρόπο που εμφανίζεται πιο πολυσυλλεκτικός και ανοιχτός προς άλλες δυνάμεις. Ο χώρος του κέντρου (μπορεί πολιτικά να μην υπάρχει στ’ αλήθεια, αλλά γοητεύει και τον ΣΥΡΙΖΑ και τους δημοσκόπους) διαμορφώνεται ως αντικείμενο του πάθους για την εξουσία. Το ερώτημα είναι αν η διαμόρφωση της πολιτικής ρητορικής με αυτό το επίκεντρο, η ρητορική δηλαδή που προσπαθεί να ξεφοβίσει το εκλογικό σώμα και να σπάσει το αντιΣΥΡΙΖΑ μέτωπο, αποτελεί ικανό και αναγκαίο μέτρο.
Εκτός από το κέντρο, που έλκεται από το φλερτ όλων των πολιτικών δυνάμεων που το πολιορκούν, υπάρχει ο πολιτικά αδιαμόρφωτος χώρος που θέλει τις λύσεις οι οποίες θα πυροδοτήσουν και πάλι το όραμα.
Υπάρχει ο ανένταχτος ίσως πολίτης που δεν έχει εμπιστοσύνη ούτε στη Δικαιοσύνη ούτε στις τράπεζες ούτε στο παθογενές δημόσιο ούτε στους διαβρωμένους και διεφθαρμένους θεσμούς. Και φυσικά δεν έχει καμία εμπιστοσύνη στην πολιτική. Περιμένει λοιπόν αυτόν που δεν θα μιλήσει θελκτικά γι’ αυτά αλλά θα τα αλλάξει. Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να ξεκαθαρίσει όχι μόνο πόσο φιλικός και καλοπροαίρετος είναι σε τρίτες δυνάμεις, αλλά πόσο εχθρικός και αποφασιστικός θα είναι ως κυβέρνηση απέναντι στα φαινόμενα που κρατάνε τη χώρα βαλκανική μπανανία. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πλέον σε ηλικία κυβερνητικής ωριμότητας και πρέπει να αντιληφθεί τη σημασία και του φλερτ αλλά και της αγάπης.