Απατηλό ψεύδος η δήθεν μείωση των εκκρεμών συντάξεων

Ο Εμμ. Ροΐδης έχει γράψει (αν θυμάμαι καλά, στην «Πάπισσα Ιωάννα») ότι στη διάρκεια του Μεσαίωνα οι καλόγεροι συνήθιζαν να βαφτίζουν το κρέας ψάρι και να το καταβροχθίζουν ανενδοίαστα κατά την περίοδο της υποτιθέμενης νηστείας.

Τη μέθοδο αυτή της απατηλής πλαστογράφησης φαίνεται ότι μεταχειρίζεται και ο υπουργός Εργασίας για να μπορεί να ψευδολογεί ότι μειώνει εντυπωσιακά το απόθεμα των εκκρεμών συντάξεων. Πράγματι, με περισσό θράσος βαφτίζει τις εκδιδόμενες προσωρινές συντάξεις ως οριστικές και στηριζόμενος στην πλαστογράφηση αυτή επιδίδεται σε αλλεπάλληλες συνεντεύξεις-φληναφήματα ότι επιτυγχάνει ρεκόρ στη μείωση του όγκου των εκκρεμοτήτων.

Είναι βέβαια σαφές και γνωστό ότι η εκδιδόμενη προσωρινή σύνταξη παραμένει εκκρεμής μέχρις ότου οριστικοποιηθεί με την έκδοση της νέας οριστικής σύνταξης. Για να πετύχει λοιπόν την πλαστή δήθεν εντυπωσιακή μείωση του όγκου των εκκρεμών συντάξεων ο υπουργός Εργασίας σπεύδει να πλαστογραφήσει τις εκδιδόμενες προσωρινές συντάξεις ως (δήθεν) οριστικές. Πρόκειται για εξαπάτηση των συνταξιούχων, του συνόλου της κοινωνίας, της Βουλής και των δανειστών.

Ομως το θέμα δεν σταματά εδώ, αφού αυτή η μεθόδευση και η λειτουργία του μηχανισμού εξαπάτησης οδηγεί σε πρωτοφανείς παρενέργειες που απειλούν και πλήττουν βάναυσα και καίρια τα συνταξιοδοτικά και οικονομικά δικαιώματα των συνταξιούχων.

Πράγματι, με την επίκληση των νέων ρυθμίσεων του πρόσφατου ν. 4921/2022 και με το πρόσχημα της επίσπευσης της έκδοσης των εκκρεμουσών συντάξεων, στον συντριπτικά μεγαλύτερο αριθμό των υπό συνταξιοδότηση πολιτών, δηλαδή σε όσους έχουν χρόνο ασφάλισης σε περισσότερα από ένα πρώην ταμεία και συνεπώς υπάγονται στις ρυθμίσεις της διαδοχικής ασφάλισης: • Εκδίδονται συνταξιοδοτικές αποφάσεις, οι οποίες όμως υπολογίζουν μόνο τον χρόνο ασφάλισης στο τελευταίο ταμείο (π.χ. πρώην ΙΚΑ-ΕΤΑΜ) αλλά αγνοούν παντελώς τον χρόνο ασφάλισης στο προηγούμενο ταμείο (π.χ. πρώην ΟΑΕΕ).

• Στις εκδιδόμενες αυτές συνταξιοδοτικές αποφάσεις αναφέρεται ρητώς ότι ο δικαιούχος μπορεί αν διαφωνεί να ασκήσει ένσταση μέσα σε προθεσμία τριών μηνών (σημειώνεται ότι σύμφωνα με την ισχύουσα από πολλών ετών νομοθεσία, ενστάσεις ασκούνται μόνο κατά των οριστικών αποφάσεων, ενώ αποκλείεται υποβολή ένστασης κατά προσωρινής απόφασης).

• Εάν, συνεπώς, παρέλθει άπρακτη η τρίμηνη προθεσμία χωρίς να υποβληθεί ένσταση κατά της εσφαλμένης αυτής απόφασης (αφού δεν έχει συνυπολογίσει και τον χρόνο ασφάλισης στο προηγούμενο ταμείο), ο δικαιούχος χάνει το δικαίωμα εμπρόθεσμης υποβολής ένστασης, με άμεσο κίνδυνο οριστικής απώλειας του χρόνου ασφάλισής του στο προηγούμενο ταμείο, για τον οποίο όμως έχει καταβάλει πλήρως και εμπροθέσμως όλες τις προβλεπόμενες ασφαλιστικές εισφορές.

• Εννοείται, βέβαια, ότι η ζημία του ασφαλισμένου και συνταξιούχου δεν περιορίζεται στην απώλεια νόμιμου συντάξιμου χρόνου, αφού για το ύψος της ανταποδοτικής του σύνταξης λαμβάνεται υπόψη και ο μειωμένος δείκτης αναπλήρωσης των συντάξιμων αποδοχών που αντιστοιχεί όχι στον συνολικό χρόνο ασφάλισης αλλά μόνο στον χρόνο του τελευταίου ταμείου.

• Να σημειωθεί ακόμη ότι και σε περιπτώσεις που ο χρόνος ασφάλισης στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ ως τελευταίο ταμείο είναι μικρότερος των 20 ετών (6.000 ημέρες ασφάλισης), η ζημία του συνταξιούχου επεκτείνεται και στο ύψος της εθνικής σύνταξης.

• Η ζημία του συνταξιούχου μπορεί να φτάσει και σε ποσοστά πάνω από το 50% της δικαιούμενης σύνταξης: όσο περισσότερα χρόνια ασφάλισης υπάρχουν στο προηγούμενο ταμείο τόσο μεγαλύτερη η ζημία του ασφαλισμένου. • Βέβαια, τη μέγιστη ζημία έχουν όσοι έχουν συμπληρώσει το 62ο έτος ηλικίας και έχουν συνολικά 40 χρόνια ασφάλισης, εκ των οποίων τα περισσότερα είναι στο προηγούμενο ταμείο (π.χ. ΟΑΕΕ): για τους ασφαλισμένους αυτούς εκδίδονται αποφάσεις μόνο με βάση τα χρόνια του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, με συνέπεια οι συντάξεις τους να είναι επιπλέον μειωμένες και με ένα πρόσθετο 40% (ενώ δικαιούνται πλήρη σύνταξη).

Από τα προεκτεθέντα προκύπτουν και τα ακόλουθα συμπεράσματα: Πρώτον, οι συνταξιούχοι πρέπει να ασκήσουν οπωσδήποτε μέσα στην τρίμηνη προθεσμία ένσταση κατά των εκδιδόμενων ως άνω αποφάσεων για να προστατεύσουν τα συνταξιοδοτικά και οικονομικά τους δικαιώματα.

Δεύτερον, πρέπει να αναμένεται πλέον σωρεία νέων ενστάσεων, που θα δεσμεύσουν με επιπρόσθετη απασχόληση τον ΕΦΚΑ αλλά και θα πολλαπλασιάσουν τα γραφειοκρατικά προβλήματα.

Τρίτον, οι νέες αυτές ενστάσεις και η εξ αυτών καινούργια γραφειοκρατία θα δυσχεράνουν ακόμη περισσότερο την έκδοση οριστικών συνταξιοδοτικών αποφάσεων. Συμπερασματικά, ο μηχανισμός εξαπάτησης που έχει στήσει η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Εργασίας όχι μόνο δεν βελτιώνει τον ρυθμό έκδοσης οριστικών συνταξιοδοτικά αποφάσεων, αλλά αντιθέτως χειροτερεύει την κατάσταση αφού μεταθέτει στο μέλλον (στην προσεχή τριετία) την οριστικοποίησή τους.