Αντώνης Καφετζόπουλος – Μιχάλης Τιτόπουλος: «Στο έντεχνο υπάρχει πολλή μούφα»

Αντώνης Καφετζόπουλος – Μιχάλης Τιτόπουλος: «Στο έντεχνο υπάρχει πολλή μούφα»
Φωτογραφία: Μαριλένα Αναστασιάδου

Οι δύο ηθοποιοί πρωταγωνιστούν στον «Βουβό σερβιτόρο», ένα από τα πρώτα θεατρικά έργα του Πίντερ που ανεβαίνει στο θέατρο Σημείο.

Το μονόπρακτο του Χάρολντ Πίντερ «The dumb waiter» («Ο βουβός σερβιτόρος») με πρωταγωνιστές τον Αντώνη Καφετζόπουλο και τον Μιχάλη Τιτόπουλο ανεβαίνει στο θέατρο Σημείο στις 18 Οκτωβρίου σε σκηνοθεσία της Δανάης Σπηλιώτη. Ο Πίντερ στήνει μια μαύρη κωμωδία με στοιχεία αστυνομικού θρίλερ που συγκεντρώνει όλα τα χαρακτηριστικά της γραφής του νομπελίστα συγγραφέα ο οποίος σημάδεψε την παγκόσμια δραματουργία. Οι δύο ηθοποιοί μού αφηγήθηκαν ότι πρόκειται για ένα αιχμηρό πολιτικό κείμενο για το πώς η εξουσία επιχειρεί να χειραγωγήσει την εργατική τάξη. Ενα παιχνίδι γάτας με ποντίκια που η μια ανατροπή ακολουθεί την άλλη.

Πώς προέκυψε η ιδέα για το «The dumb waiter»; Είναι από τα πρώτα και όχι ιδιαίτερα γνωστά έργα του Πίντερ.

Αντώνης Καφετζόπουλος: Το κείμενο το διάβασα πριν από περίπου δεκαπέντε χρόνια. Τότε ήταν εκτός προοπτικών για εμένα. Εχει μικρή έκταση και μόνο δύο πρόσωπα κι εγώ έψαχνα κάτι άλλο, οπότε το άφησα στο συρτάρι. Ερχόμαστε στο τώρα, που ψάχνουμε με τη Δανάη Σπηλιώτη, τη σκηνοθέτριά μας, τι θα ανεβάσουμε. Της έλεγα πως θέλω κάτι κλασικό. Δεν ήθελα να ψαχτούμε με σύγχρονο έργο. Μήπως βρίσκαμε καμιά καλή διασκευή σε έργο του Σαίξπηρ, μια τραγωδία, πάντα σε μικρό θέατρο, και ξεσκονίζοντας τα βιβλία μου το βρήκα μπροστά μου. Εχουμε να κάνουμε με ένα πολύ δυνατό κείμενο. Μαζί με το «Δωμάτιο» είναι από τα πρώτα έργα του Πίντερ και μέσα του μπορείς να διακρίνεις τα μοτίβα που αργότερα συναντάμε στον συγγραφέα.

Να πούμε λίγο για την πλοκή του έργου;

Μιχάλης Τιτόπουλος: Παρουσιάστηκε πρώτη φορά το 1960. Ο ίδιος ο συγγραφέας το είχε χαρακτηρίσει σκοτεινή κωμωδία ή πιο σωστά κωμωδία της απειλής. Δύο άντρες, ο Μπεν και ο Γκας, βρίσκονται κλεισμένοι σε ένα υπόγειο περιμένοντας οδηγίες. Ο χρόνος περνάει χωρίς να γνωρίζουν τι πρέπει να κάνουν. Συζητούν για το ποδόσφαιρο, για τσάι και για τις μικρές ειδήσεις των εφημερίδων και κυρίως περιμένουν. Συμβαίνει κάτι που δεν το περιμένουν και αρχίζουν να νιώθουν μια επικείμενη απειλή χωρίς να είναι σε θέση να την προσδιορίσουν. Και τότε αρχίζουν να τα χάνουν.

Το στοιχείο της προσμονής, η έξωθεν δύναμη που ορίζει τη ζωή τους και ο χρόνος μου θυμίζουν ένα άλλο ζευγάρι της παγκόσμιας δραματουργίας και αναφέρομαι στο «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Μπέκετ. Υπάρχουν συσχετισμοί;

Α.Κ.: Το «Περιμένοντας τον Γκοντό» προηγήθηκε του Πίντερ. Υπάρχουν συγγένειες μεταξύ των δύο έργων και θα μπορούσαμε να πούμε πως πρόκειται για έναν ανεπίσημο θεατρικό διάλογο ανάμεσα στους δύο συγγραφείς. Ο Μπέκετ είναι πιο μεταφυσικός, ενώ στον Πίντερ έχουμε να κάνουμε με ένα έργο πολιτικό με επίκεντρο τις εργασιακές σχέσεις και την εξουσία.

Ο Πίντερ είναι λιγότερο παράλογος αλλά περισσότερο σουρεαλιστικός. Οι ήρωες κάτι περιμένουν, κάτι τους ορίζει. Σαν ένα παιχνίδι γάτας με ποντίκια.

Μ.Τ.: Επειδή αναφέρθηκε ότι δεν είναι από τα πιο γνωστά έργα του Πίντερ και έτσι είναι, να πούμε πως αποτελεί προάγγελο της μετέπειτα δουλειάς του. Εχουμε να κάνουμε με ένα κλειστοφοβικό σκηνικό, με ζευγάρια και με ένα κείμενο που χωρίς να λέγεται τίποτε, στην ουσία λέγονται όλα. Υπάρχουν πολλά επίπεδα ανάγνωσης και ο Πίντερ δεν σου δίνει καμία απάντηση.

Α.Κ.: Εχετε δει την ταινία «Αποστολή στην Μπριζ» του ΜακΝτόνα; Ε πρόκειται για «παιδί» του «The dumb waiter». Για εμένα είναι το καλύτερο έργο του Ιρλανδού. Ο ΜακΝτόνα στο έργο θέτει θέμα ηθικής. Ο Πίντερ το πάει ακόμη παραπέρα. Δεν υπάρχουν ηθικά ζητήματα. Αυτοί οι δύο άντρες είναι στον τροχό της παραγωγής και κάθε μέρα δουλεύουν. Τους απασχολεί πόσα χρήματα θα πάρουν κι αν αερίζεται καλά ο χώρος εργασίας τους. Καμία ηθική και καμία αντίσταση. Είναι μέρος ενός καλά οργανωμένου εργασιακού μοντέλου όπου το να σκέφτεσαι είναι επικίνδυνο.

Γιατί τους ταράζουν τόσο πολύ οι παραγγελίες που έρχονται με τον «σερβιτόρο»; Να εξηγήσουμε εδώ πως «dumb waiter» είναι το ασανσέρ που μεταφέρονται οι παραγγελίες στα εστιατόρια.

Α.Κ.: Γιατί είναι έξω από τα νερά τους. Δεν έχουν μάθει να σκέφτονται και να αποφασίζουν μόνοι τους. Eχουν μάθει να κάνουν αυτό που τους λένε. Ο «σερβιτόρος» τούς ταράζει το μυαλό και αυτό επηρεάζει και τη μεταξύ τους σχέση.

Γιατί δεν τον αγνοούν; Ετσι κι αλλιώς για άλλη δουλειά βρίσκονται εκεί.

Μ.Τ.: Γιατί έχουν μάθει να παίρνουν εντολές. Γιατί κανείς δεν τους λέει αν πρέπει ή όχι να τον αγνοήσουν. Δεν είναι ελεύθεροι άνθρωποι ούτε ορίζουν τη ζωή τους. Γρανάζια είναι, όπως τα γρανάζια της τροχαλίας που ακούγεται κάθε φορά που ανεβοκατεβαίνει ο «σερβιτόρος».

Α.Κ.: Το ενδιαφέρον είναι πως τα ερωτήματα που προκύπτουν δεν είναι ηθικής τάξης όπως θα περίμενε κανείς. Τους απασχολούν πρακτικά ζητήματα, όπως η αμοιβή που παίρνουν. Οι συνθήκες που δουλεύουν. Oτι έχει κοπεί το γκάζι και δεν μπορούν να φτιάξουν τσάι. Η συνείδησή τους έχει ισοπεδωθεί. Eχουν πνιγεί στην καθημερινότητα ενός καπιταλιστικού συστήματος και δεν υπάρχει καμία αντίδραση. Ο ένας εκ των δύο αρχίζει και έχει κάποιες ανησυχίες. Ο άλλος, που ιεραρχικά είναι ανώτερος, δεν έχει καμία. Και συνέχεια ο συγγραφέας κλείνει το μάτι στο κοινό ζητώντας του να διαλέξει με τίνος το μέρος είναι. Ο Πίντερ πετάει την μπάλα στο κοινό.

Μ.Τ.: Στο έργο λέγεται ξεκάθαρα: Η δουλειά τους είναι να περιμένουν. Σε ένα κλειστοφοβικό δωμάτιο που μοιάζει με παγίδα θανάτου περιμένουν κάτι να γίνει για να αντιδράσουν. Ανήκουν στην εργατική τάξη, είναι ο τελευταίος τροχός της αμάξης και έχουν επιλεχθεί για να περιμένουν και να εκτελούν. Ο Πίντερ έχει στήσει πολύ έξυπνα ένα πολιτικό έργο για την εργατική τάξη και την εξουσία.

Είμαστε και σε ένα θέατρο που έχει παράδοση στον Πίντερ.

Μ.Τ.: Ναι, στο θέατρο Σημείο όπου βρισκόμαστε ο Αντώνης Αντύπας είχε ανεβάσει πολύ Πίντερ. Είχε ανεβάσει δυο τρεις φορές τον «Επιστάτη» με τον Καταλειφό, το «Πάρτι γενεθλίων» κι άλλα έργα του.

Γιατί είπατε πριν ότι προτιμάτε τα μικρά θέατρα;

Α.Κ.: Ξέρω γω; Μάλλον μας προτιμάνε κι αυτά. Ωραία δεν είμαστε εδώ; Το θέμα είναι να ανεβάζουμε μεγάλα έργα κι αυτό τώρα που ετοιμάζουμε είναι μεγάλο έργο. Η επιτυχία είναι άλλο πράγμα. Δεν κερδίζει πάντα το καλό. Ετσι είναι το θέατρο. Εχω παίξει σε παραστάσεις που ήταν εξαιρετικές και πήγαν άπατες και έχω παίξει σε παραστάσεις που δεν ήταν τίποτε ιδιαίτερο και έγινε χαμός.

Ποιος ορίζει την επιτυχία; Το έργο; Τα ονόματα; Η συγκυρία; Δεν υπάρχουν αντικειμενικά κριτήρια για το τι είναι καλό;

Α.Κ.: Δεν υπάρχουν ξεκάθαρες απαντήσεις. Η αναγνώριση έρχεται πρώτα από το σινάφι σου. Δεν σημαίνει όμως πως το κοινό θα συμφωνήσει. Η ερώτηση που πρέπει να κάνεις είναι τι θεωρεί κανείς επιτυχία. Ούτε εκεί υπάρχουν ξεκάθαρες απαντήσεις.

Τι θεωρείτε εσείς επιτυχία;

Μ.Τ.: Να μην ντρέπομαι γι’ αυτό που κάνω. Να δουλεύουμε σκληρά, τίμια και να μην είμαστε κωλόπαιδα. Εχει δίκιο σε αυτό που λέει ο Αντώνης. Από τους συναδέλφους σου έρχεται η αναγνώριση. Οι δυο αληθινές κουβέντες που θα ακούσεις.

Α.Κ.: Τώρα την ανοίγουμε την κουβέντα, αλλά να πω κάτι. Στην τέχνη δεν υπάρχουν αντικειμενικά κριτήρια. Ποιος είμαι εγώ που θα σου πω ότι δεν κάνεις για ηθοποιός. Μπορώ να σου πω ότι εμένα δεν μου αρέσεις και γούστο μου, καπέλο μου, αλλά είναι δικαίωμά σου να πιστεύεις ότι μπορείς. Οσο πιο γρήγορα αποδεχτείς ότι μπορεί και να μην αρέσεις και να φας και ντομάτες τόσο πιο απελευθερωμένος νιώθεις. Τότε είσαι ελεύθερος να κάνεις πολλά πράγματα. Ετσι είναι η τέχνη. Ετσι είναι η ζωή. Το θέμα είναι ποιες ανάγκες σου γυρεύεις να καλύψεις εσύ. Αν κάνεις τέχνη για να είσαι αρεστός, την πάτησες.

Ισχύει ακόμη το «εφόσον δεν το καταλαβαίνω, είναι καλό, ψαγμένο»;

Α.Κ.: Εννοείται, αλλά κι εκεί δικαίωμά τους είναι. Το θέμα είναι εσύ πόσο θέλεις να παραμυθιαστείς. Ειδικά στο έντεχνο υπάρχει πολλή μούφα. Σχολές ολόκληρες στο τραγούδι και στον κινηματογράφο. Εχω παίξει σε τέτοιες ταινίες και ξέρω πως μαλακίες παίζαμε και μαλακίες λέγαμε. Μιλάω μετά λόγου γνώσεως. Δουλειές που τις πουλούσαν για αριστουργήματα και ήταν σαχλαμάρες. Οπως στο έργο, έτσι και στη δουλειά μας κάποιος δίνει την εντολή και όλοι χειροκροτούν.

Στη δική μας ζωή ποιος δίνει τις εντολές;

Α.Κ.: Η εξουσία, η ανώτερη γραφειοκρατία. Και εκεί που νομίζεις πως ξέρεις ποιος κρύβεται από πίσω ανακαλύπτεις πως υπάρχει μια αόρατη εξουσία που κινεί τα νήματα. Και ψάχνεις πάλι να βρεις τι συμβαίνει και πέφτεις πάνω σε ακόμη πιο μεγάλη εξουσία. Τώρα πες μου ποιος δίνει τις εντολές. Το σύστημα; Ποιος είναι το σύστημα; Εμείς είμαστε έξω από το σύστημα;

Σε μια απάντηση είπατε τρεις φορές τη λέξη «εξουσία». Σαν να μην τα πάτε καλά μαζί της.

Α.Κ.: Υπάρχουν πολλών ειδών εξουσίες και αυτές που φαίνονται δεν είναι πάντα οι πιο επικίνδυνες. Οχι, δεν τα πάω καλά με τις εξουσίες. Οχι με την εξουσία, τις εξουσίες. Δεν είναι μόνο μία.

Μ.Τ.: Υπάρχει ιεραρχία στην εξουσία. Για να ανέβεις πρέπει να είσαι πρόθυμος να δώσεις και να εκτελέσεις εντολές. Πρέπει να σκύβεις και λίγο το κεφάλι. Εκεί ο καθένας μας κάνει τις επιλογές του.

Α.Κ.: Και να μη μιλάς πρέπει, αν θέλεις να τα έχεις καλά με τις εξουσίες. Να είσαι συμπαθής. Να τα λες όλα ίσια.

Documento Newsletter