Άντονι Μπραντ: «Πάντα η ανθρώπινη φύση θα απαιτεί το καινούργιο»

Άντονι Μπραντ: «Πάντα η ανθρώπινη φύση θα απαιτεί το καινούργιο»
Photo credit: Tommy Lavergne

Μια συζήτηση με τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Ράις για την ανάγκη μας να καινοτομούμε.

Ο Αντονι Μπραντ είναι καθηγητής Μουσικής στη Μουσική Σχολή Σέφερντ του Πανεπιστηµίου Ράις και καλλιτεχνικός διευθυντής του µουσικού σχήµατος Musiqa. Μαζί µε τον Αµερικανό νευροεπιστήµονα και επίκουρο καθηγητή στην ιατρική σχολή του Πανεπιστηµίου Στάνφορντ Ντέιβιντ Ιγκλµαν συνέγραψαν το βιβλίο «Η δύναµη του νου – Επινοώντας τον κόσµο µέσα από τη δηµιουργική διαδικασία». Στόχος τους ήταν να δείξουν πώς µέσα σε έναν κόσµο σε αέναη αλλαγή ο ανθρώπινος εγκέφαλος µπορεί να αξιοποιεί τις πρώτες ύλες της εµπειρίας για να καινοτοµήσει. Με την ευκαιρία της κυκλοφορίας του βιβλίου στα ελληνικά (µτφρ. Γιώργος Σιώρης, Εκδόσεις Οξύ) αναζητήσαµε τον καθηγητή και µιλήσαµε για την ανθρώπινη δηµιουργικότητα και τις συνθήκες που την ευνοούν.

Συχνά λέµε ότι θα έπρεπε να είµαστε ικανοποιηµένοι µε όσα έχουµε και να µην ζητάµε περισσότερα. Είναι αυτό συµβατό µε την ανθρώπινη φύση;

Οι νεαρές αρσενικές καρδερίνες µαθαίνουν το «οικογενειακό» τραγούδι τους από τον πατέρα τους, κάνουν µια µικρή αλλαγή ώστε να διαφοροποιηθούν και στη συνέχεια τραγουδούν το ίδιο τραγούδι για το υπόλοιπο της ζωής τους. Κάποιοι ερευνητές τροποποίησαν γενετικά µερικές καρδερίνες έτσι ώστε να µην επαναλαµβάνουν το τραγούδι αυτό. ∆υστυχώς, αυτά τα αρσενικά δεν µπορούν να βρουν συντρόφους, διότι οι θηλυκές καρδερίνες δεν ενδιαφέρονται για έναν αρσενικό που θα ακούγεται σαν τον Μπετόβεν ή τον Κολτρέιν. Αυτό που πραγµατικά θέλουν είναι να ακούν το ίδιο τραγούδι ξανά και ξανά.

Οι άνθρωποι όµως δεν είναι έτσι. Εξαρτιόµαστε από συνήθειες και ρουτίνες, µπορούµε να τις ανεχτούµε αλλά δεν µας ικανοποιεί να γινόµαστε σκλάβοι τους. Γι’ αυτό τον λόγο οι περισσότεροι άνθρωποι βίωσαν τραυµατικά τον αποκλεισµό κατά τη διάρκεια της πανδηµίας. ∆ιότι ακόµη κι αν µάθουµε να ζούµε µε τα λίγα, πάντα η ανθρώπινη φύση θα απαιτεί το καινούργιο.

Γιατί έχουµε ανάγκη να ξεχωρίζουµε;

Σύµφωνα µε τον ψυχολόγο του Χάρβαρντ Τζόζεφ Χένριτς, το να ξεχωρίζει κανείς είναι σε µεγάλο βαθµό χαρακτηριστικό των WEIRD κοινωνιών (δηλαδή Western, educated, industrialized, rich and democratic – δυτικών, µορφωµένων, εκβιοµηχανισµένων, πλούσιων και δηµοκρατικών). Αυτών δηλαδή που ο ίδιος ονοµάζει «κοινωνίες της συγγένειας», στις οποίες η κοινότητα στο σύνολό της αξιώνει και αποδέχεται την ευθύνη. Ο Χένριτς υποστηρίζει –και αυτό σηκώνει µεγάλη κουβέντα– ότι αυτό που προκάλεσε την κατάρρευση της κοινωνίας της συγγένειας στη ∆ύση ήταν η απαγόρευση του γάµου µεταξύ δεύτερων ξαδέλφων που επέβαλε η Καθολική Εκκλησία, διότι οι άνθρωποι αναγκάστηκαν να ψάξουν για σύντροφο εκτός του οικογενειακού πλαισίου. Ισως γι’ αυτό τον λόγο αναπτύξαµε την ανάγκη να ξεχωρίζουµε· έπρεπε να είµαστε ελκυστικοί για τους ξένους.

Αρκεί το ταλέντο για να ξεχωρίσει κάποιος;

∆υστυχώς όχι. Μου έρχεται στο µυαλό ο Φραντς Σούµπερτ. Ηταν τόσο άρτιος και παραγωγικός όσο ο Μότσαρτ, ενώ ήταν και ουσιαστικά περιπετειώδης. Ωστόσο ενέπιπτε στο τρίπτυχο της ατυχίας: ήταν φτωχός, πέθανε νέος και δεν πρόλαβε να ακούσει πολλά από τα έργα του να παίζονται. Υπάρχουν πάρα πολλές παρόµοιες περιπτώσεις, ειδικά όταν ο δηµιουργός πεθαίνει στο µέσον της καριέρας του.

Θα µπορούσαµε όλοι να γίνουµε Μπετόβεν;

Οχι. Μερικοί άνθρωποι πηδούν ψηλότερα ή τρέχουν πιο γρήγορα· δεν είναι όλοι εξίσου προικισµένοι. Είναι εξαιρετικά δύσκολο να γνωρίζουµε, ειδικά σε νεαρή ηλικία, πόσο δηµιουργικός είναι κάποιος. Πάντως η φύση είναι δίκαιη στην κατανοµή δεξιοτήτων σε ανθρώπους κάθε προέλευσης.

Γιατί είναι σηµαντική η έκθεση στο καινούργιο;

Γιατί έτσι αναπτύσσεται µια νοοτροπία µε γνώµονα τη δηµιουργικότητα. Συχνά απαιτείται χρόνος για να αναγνωριστεί ένα επίτευγµα. Γενικά, όσο πιο ριζοσπαστικό είναι κάτι τόσο περισσότερο χρόνο χρειάζεται για να γίνει αποδεκτό επειδή η αξιολόγηση απαιτεί µεγαλύτερη προσοχή. Ακόµη και το µεγάλο επίτευγµα είναι συχνά ορατό µόνο εκ των υστέρων. Γι’ αυτό είναι σηµαντικό να δίνονται σε όλους ισότιµες ευκαιρίες.

Στο βιβλίο σας αναφέρεστε στη σηµασία του τρίπτυχου της απόκλισης, της αποδόµησης και της ανάµειξης. Η κοινωνικότητα είναι προϋπόθεση για την επίτευξή τους;

Ναι. Χάρη στον ευρύ προµετωπιαίο φλοιό µας έχουµε µεγάλη ικανότητα για νοητική προσοµοίωση. Αυτό όµως δεν αρκεί από µόνο του. Είµαστε κοινωνικά πλάσµατα και η ανάγκη µας να αλληλεπιδρούµε φέρνει αποτελέσµατα που εκπλήσσουν. Ο εγκέφαλος έχει την τάση να συντονίζεται µε το οικείο, µε αποτέλεσµα να κινδυνεύουµε να υποκύψουµε στον περιορισµό που φέρνει η επανάληψη, κάτι που θα έθετε σε κίνδυνο κάθε σχέση. Η κοινωνικοποίηση –ειδικά µε ξένους– αυξάνει πολύ τα αποθέµατα των πρώτων υλών µας.

Ο µοναχικός καλλιτέχνης και ο µοναχικός επιστήµονας υπάρχουν ή είναι πλάσµατα της φαντασίας;

Υπάρχουν πάντα εξαιρέσεις, για παράδειγµα άτοµα µε έντονη αντικοινωνικότητα. Σε γενικές γραµµές πάντως η αποµόνωση λειτουργεί ενάντια στη δηµιουργικότητα: οι επαγγελµατίες δηµιουργοί εξαρτώνται από την ευκαιρία, την υποδοµή, την ανταλλαγή ιδεών, την αξιόπιστη ανατροφοδότηση και την αντίδραση του κοινού. Ο Πικάσο είναι χαρακτηριστικό παράδειγµα. Τον αποκαλούσαν «γύπα» και «βαµπίρ» επειδή έτρεχε από στούντιο σε στούντιο για να δει τι έκαναν οι άλλοι ζωγράφοι. Μια προσωρινή αποµόνωση από τον κόσµο για λόγους στρατηγικής µπορεί να είναι επωφελής, το να αποκοπεί όµως κανείς µακροπρόθεσµα γενικά δεν λειτουργεί.

Ποιες συνθήκες ευνοούν τη δηµιουργικότητα;

Εξαρτάται από το άτοµο. Η φύση παράγει µεγάλη ποικιλία σε όλα τα είδη, το ανθρώπινο γένος δεν αποτελεί εξαίρεση. Υπάρχουν άνθρωποι που µπορούν να συγκεντρωθούν στον στόχο τους µόνο όταν είναι µόνοι, άλλοι που τους αρέσει να εργάζονται σε οµάδες. Κάποιοι δεν µπορούν να σκεφτούν µέσα στην αταξία ενώ άλλοι προτιµούν το χάος. Υπάρχουν πρωινοί και βραδινοί τύποι. Για κάθε κανόνα που εξηγεί πώς η δηµιουργικότητα ευνοείται ή εµποδίζεται θα υπάρχει ένας άλλος κανόνας που υποστηρίζει το αντίθετο.

Πριν από λίγα χρόνια υπήρχε η άποψη ότι τα σχέδια ανοιχτού γραφείου στους χώρους εργασίας προωθούσαν τη δηµιουργικότητα. Σύµφωνα µε πρόσφατο άρθρο στους «New York Times» δεν υπάρχουν στοιχεία ότι όντως προάγουν τη δηµιουργικότητα περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη διάταξη. Οµοίως, υπάρχει µεγάλη διαµάχη σχετικά µε το αν θα πρέπει να επιτρέπεται η κριτική στα brainstorming – έχει αποδειχτεί ότι και οι δύο τρόποι λειτουργούν. Το θέµα σε κάθε περίπτωση είναι να βρει κανείς τι ταιριάζει σε εκείνον.

Με το σχολείο τι συµβαίνει;

Λόγω της ανάγκης για µετρήσιµα αποτελέσµατα στα σχολεία, η δηµόσια εκπαίδευση στις ΗΠΑ έχει βασιστεί υπερβολικά στα τεστ. Αυτό έχει ως αποτέλεσµα να παραµερίζεται η δηµιουργικότητα εκατοµµυρίων νέων ανθρώπων. Την ίδια στιγµή που τα ιδιωτικά σχολεία προωθούν µε υπερηφάνεια τις ευκαιρίες που δίνουν στη δηµιουργικότητα, τα δηµόσια σχολεία τις αφήνουν εκτός προϋπολογισµού, προκαλώντας σοβαρή κρίση µεταξύ εχόντων και µη εχόντων.

Με ποιους τρόπους θα µπορούσε να προωθηθεί η δηµιουργικότητα µέσω της εκπαίδευσης;

Θα πρέπει οι µαθητές να γνωρίζουν πολύ καλά τα βασικά µαθήµατα, αλλά χρειάζονται και ασκήσεις στις οποίες δεν υπάρχει µόνο µία λύση. Ας πάρουµε το παράδειγµα µιας δασκάλας σε νηπιαγωγείο του Κολοράντο η οποία ζητά από τους µαθητές της να αναπαραγάγουν έναν πίνακα του Καντίνσκι. Αν η άσκηση σταµατούσε εκεί, θα ήταν ένα πολύ ωραίο µάθηµα πάνω στην ιστορία της τέχνης και τη ζωγραφική. Η δασκάλα όµως ζητά από τους µαθητές να τεµαχίσουν τους πίνακές τους και να δηµιουργήσουν τρισδιάστατα γλυπτά. Κανένα από αυτά δεν µοιάζει µε κάποιο άλλο. Αυτό είναι ένα παράδειγµα µιας δηµιουργικής τάξης στην οποία από µια κοινή πηγή προκύπτουν εντελώς διαφορετικά αποτελέσµατα.

Η εξέλιξη της τεχνολογίας προάγει τη δηµιουργικότητά µας;

Απολύτως. Η τεχνολογία ενώνει τις κοινωνίες, επιταχύνει την ανταλλαγή ιδεών και µας δίνει ισχυρά εργαλεία για επιλογές που θα µας διαφοροποιήσουν.

Η υπερβατική χαρά του Μπετόβεν

Τι διαφοροποιεί τον Μπετόβεν από τον μέσο άνθρωπο; 

Πρώτα απ’ όλα, δεν προσπαθούσε να είναι ο Μπετόβεν – προσπαθούσε να μην είναι ο Μπετόβεν. Δηλαδή εργάστηκε πολύ σκληρά για να μην επαναλαμβάνει τον εαυτό του. Σκεφτείτε τις πέντε τελευταίες του συμφωνίες. Καμία δεν μοιάζει με την άλλη. Ο Μπετόβεν επίσης είχε την ικανότητα να ακούει εσωτερικά με έναν τρόπο που ελάχιστοι μουσικοί στην ιστορία μπορούσαν. Οσο κι αν πειραματιζόταν, η ικανότητά του να προσομοιώνει εσωτερικά τη μουσική του με τέτοια αυτοπεποίθηση και ακρίβεια είναι πραγματικά εκπληκτική.

Συχνά ο Μπετόβεν περιγράφεται ως «τρελός» και «ατίθασος», αλλά τον θεωρώ ιδιαιτέρως σώφρονα. Γιατί; Επειδή, ανεξαρτήτως από το πόσο είχε αποσπαστεί η προσοχή του κατά τη διάρκεια μιας σύνθεσης, κατάφερνε πάντα να εκπληρώσει τον στόχο του κομματιού. Πόσοι από εμάς έχουμε δει τα πιο φιλόδοξα σχέδιά μας να εκτροχιάζονται από μια απλή παρεξήγηση; Η μουσική του Μπετόβεν δείχνει ότι είναι δυνατό να παραμείνει κάποιος στην πορεία του και να διατηρήσει την κρίση και την ισορροπία του ό,τι κι αν συμβεί.

Η ζωή του ήταν τόσο ασυνήθιστη όσο ήταν η μουσική του;

Υπήρχαν πολλά στη ζωή τού Μπετόβεν που ήταν εντελώς συνηθισμένα. Σίγουρα δεν ήταν το μοναδικό παιδί με αλκοολικό πατέρα, δεν ήταν ο πρώτος που ταλαιπωρούνταν από ασθένειες ούτε ο πρώτος που αντιμετώπισε προβλήματα στην εργασία του λόγω αναπηρίας. Ηταν εξαιρετικά προικισμένος, αλλά, πιθανότατα, παρά τα όσα άντεξε, όχι εξαιτίας τους. Δεν πιστεύω καθόλου ότι ο Μπετόβεν ήταν μεγάλος καλλιτέχνης επειδή υπέφερε. Αντίθετα, αυτό που ακούω στη μουσική του είναι ότι ενθουσιαζόταν από τη φαντασία του και ότι η σύνθεση του προκαλούσε μεγάλη, ακόμη και υπερβατική, χαρά. Η μουσική του μπορεί να είναι ταραγμένη, αλλά διαθέτει επίσης πολύ μεγαλύτερη ικανοποίηση και γαλήνη απ’ ό,τι είχε η καθημερινότητά του. Στα περισσότερα έργα του προτίμησε το «αίσιο τέλος» παρόλο που ήξερε καλά ότι για τον ίδιο δεν ήταν δυνατό κάτι τέτοιο. Θα έλεγα λοιπόν ότι η φαντασία του Μπετόβεν χρησίμευσε ως καταφύγιο, παρηγοριά και κίνητρο και αυτό συνέβαλε στον διαχωρισμό του από τον μέσο άνθρωπο, που μπορεί να υποφέρει εξίσου αλλά δεν έχει τις ίδιες ευκαιρίες για αυτοέκφραση.

INFΟ

Το βιβλίο «Η δύναμη του νου – Επινοώντας τον κόσμο μέσα από τη δημιουργική διαδικασία» των Αντονι Μπραντ και Ντέιβιντ Ιγκλμαν κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Οξύ σε μετάφραση του Γιώργου Σιώρη και πρόλογο του Διονύση Π. Σιμόπουλου.

Δείτε τη συζήτηση εδώ

Documento Newsletter