Άντονι Μπουρντέν: Ο Χέμινγουεϊ της μαγειρικής

Ο Μπουρντέν μας έμαθε πως το φαγητό είναι τρόπος να δούμε τον κόσμο με άλλα μάτια

Σαν σήμερα 25 Ιουνίου 1956 γεννήθηκε ο Άντονι Μπουρντέν, ο εικονοκλάστης σεφ και τηλεοπτικός αφηγητής που άλλαξε τον τρόπο που τρώμε και ταξιδεύουμε, ο οποίος έφυγε από τη ζωή τον Ιούνιο του 2018.

Αυτό που μου έκανε πάντα εντύπωση στον Άντονι Μπουρντέν είναι ότι όσοι τον γνώριζαν μιλούσαν για τους άψογους τρόπους του στο τραπέζι. Είτε γευμάτιζε στα πιο διάσημα εστιατόρια του πλανήτη είτε σε παράγκες του Ρίο ντε Τζανέιρο και στα πιο ξεχασμένα χωριά του Μεξικού, είχε ιδιαίτερο τρόπο να συνδέεται με τους συνδαιτυμόνες του. Να τους απολαμβάνει. Γιατί για τον Μπουρντέν το φαγητό δεν ήταν ποτέ απλώς και μόνο φαγητό. Ηταν πάθος, περιέργεια, η ζωική ορμή (élan vital) του φιλόσοφου Μπεργκσόν, μια πανάρχαια ιεροτελεστία γνωριμίας με τον εαυτό σου και τους άλλους. «Οπως πολλοί ταξιδιώτες, άρχισα να γυρίζω προς τα μέσα. Αρχισα να βλέπω τι γινόταν έξω από το παράθυρο μέσα από ένα φακό που ολοένα μίκραινε» είχε πει τα τελευταία χρόνια, προτού δώσει τέλος στη ζωή του στην Αλσατία το καλοκαίρι του 2018. Μεθυσμένος και ταυτόχρονα μπουχτισμένος απ’ τη ζωή, κοσμοπολίτης και αναρχικός, μόνιμα διψασμένος για την επόμενη μεγάλη περιπέτεια και βαθιά μοναχικός ακόμη και στις πιο ευτυχισμένες στιγμές του, όργωσε τη γη πολλές φορές ζώντας επτά ζωές σε μία που τα είχε όλα. Και τίποτε. Ως πρώην τζάνκι που μετατόπισε τον εθισμό του σε μια φυγόκεντρη περιπλάνηση, έφτασε στα άκρα και ξαναγύρισε πολλές φορές. Μέχρι που διέταξε τις μηχανές που κατέγραφαν τα πάντα να σταματήσουν.

Περιπλανώμενος μάγος των αισθήσεων

Στα χρόνια που μεσολάβησαν από τον θάνατο του πιο διάσημου αφηγητή ιστοριών με κέντρο το φαγητό, ήρθαν στο φως αφιερώματα, βιογραφίες, ντοκιμαντέρ, ταινίες. Ομως κανείς δεν μπόρεσε να απαντήσει ποιος ήταν στ’ αλήθεια ο ψηλός ξερακιανός Αμερικανός απ’ το Νιου Τζέρσεϊ με την ειρωνεία στο βλέμμα που ξεκίνησε ως λαντζέρης, έγινε μάγειρας, μετά μέτριος σεφ σε αποτυχημένα εστιατόρια και τελικά συγγραφέας του αυτοβιογραφικού βιβλίου «Kitchen confidential» που έκανε πάταγο αλλάζοντας τη ζωή του σε μια μέρα. Μέχρι το 2000 που κυκλοφόρησε κανείς δεν είχε περιγράψει με τόση ειλικρίνεια τις βρόμικες αλήθειες της επαγγελματικής κουζίνας, ούτε με τόση αμεσότητα, χιούμορ και πνευματώδη διαύγεια την προσωπική του ιστορία, όπως αναγνώρισαν οι βιβλιοκριτικοί των μεγαλύτερων εφημερίδων. «Χέμινγουεϊ της μαγειρικής» τον χαρακτήρισαν κάποτε κι εκείνος απαντούσε με έκπληξη αλλά δίχως να χάσει το φλέγμα του: «Εγινα πλούσιος, πράγμα που είναι και κάπως βαρετό». Μέχρι τότε δεν είχε πιστωτική κάρτα, δεν ήξερε αν θα μπορούσε να πληρώσει το νοίκι του στο τέλος του μήνα και δεν είχε ταξιδέψει.

Ηταν 43 ετών, πρώην εξαρτημένος από την ηρωίνη, τα χάπια και την κοκαΐνη και πανέτοιμος να γίνει πλάνητας, να γυρίσει τον κόσμο, να γνωρίσει μέρη εξωτικά και να γευτεί ό,τι πιο νόστιμο, πιο παράξενο και συχνά πιο επικίνδυνο, κυνηγώντας την τέλεια ισορροπία μεταξύ της γεύσης και της αληθινής ταξιδιωτικής εμπειρίας. Εως ότου βρει τη χρυσή τομή πρόλαβε να γίνει η πιο αναγνωρίσιμη περσόνα του πιο εθιστικού ριάλιτι της αμερικανικής τηλεόρασης, ένας μπλαζέ πανέξυπνος τύπος που εντυπωσίαζε ως το απόλυτο εξαγώγιμο «προϊόν», σνομπάροντας την πολιτική ορθότητα, την εμμονή στην αυτοβελτίωση και τη χορτοφαγία. Αποφασισμένος να εκπορνεύσει κι αυτές τις ίδιες τις γεύσεις σε ένα είδος ανατριχιαστικής γαστριμαργικής υπερβολής δοκίμασε ωμά μυρμήγκια, δηλητηριώδη ψάρια, ακρίδες, φίδια, ακόμη και την παλλόμενη καρδιά μιας κόμπρας που «χτυπούσε καθώς κατέβαινε στον οισοφάγο», χτίζοντας τη δική του εξτρεμιστική εκδοχή του eat – pray – love μαζί με τον μύθο του διανοούμενου μάγου της αφήγησης ο οποίος αντλούσε έμπνευση από την «Καρδιά του σκότους» του Κόνραντ (όπως και η ταινία του Κόπολα «Αποκάλυψη τώρα» που επίσης λάτρευε) ή από τα ψυχεδελικά βινύλια της συλλογής του. Μόνο που στην περίπτωση του Μπουρντέν ο μύθος και η αλήθεια ήταν οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος από τότε που θυμωμένος έφηβος διάβαζε ιστορίες με πειρατές, κόμικς και ποίηση. Τώρα όμως η ζωή τού χαμογελούσε, του ανήκε και την καταβρόχθιζε χωρίς καμία τύψη, κολλημένος στη σκέψη ότι η μεγαλύτερη αμαρτία είναι η μετριότητα και να ζεις τη ζωή όπως θέλουν οι άλλοι.

Ο Άντονι Μπουρντέν γεννήθηκε στις 25 Ιουνίου 1956 στη Νέα Υόρκη. Δεν φοβήθηκε ποτέ να πει δημόσια τις σκέψεις του ή να κάνει πολιτικά σχόλια για τις επιπτώσεις του πολέμου σε περιοχές στις οποίες υπήρχε εμπλοκή της Αμερικής. Στις 8 Ιουνίου 2018 βρέθηκε κρεμασμένος στο δωμάτιο του ξενοδοχείου Clambart, στην Αλσατία της Γαλλίας

Τίποτε δεν είναι όπως φαίνεται

Ο Μπουρντέν πάντα βιαζόταν. Πήγαινε παντού τρέχοντας ακόμη κι αν δεν είχε κάπου να πάει, λένε οι φίλοι του στην ταινία «Roadrunner» που κυκλοφόρησε τρία χρόνια μετά τον θάνατό του. Τελειομανής, συγκεντρωτικός, άρρωστος με την ακρίβεια στην ώρα και ιδιαίτερα απαιτητικός με τους συνεργάτες που διατήρησε σε όλη τη διάρκεια της τηλεοπτικής καριέρας του, μπορούσε να φέρει τον κόσμο ανάποδα μέχρι να πετύχει αυτό που ήθελε. Εγραφε ο ίδιος τα κείμενα για τις εκπομπές του, αρχικά για το «A cook’s tour», για τα βραβευμένα «No reservation» και «Parts unknown», διευρύνοντας ολοένα τα όρια σχετικά με το πού μπορεί να φτάσει ένα ταξιδιωτικό σόου με γεύσεις από όλο τον κόσμο. Κρατούσε αποφασιστικά τον απόλυτο έλεγχο σε παραγωγές που παρουσίαζαν μεγάλο βαθμό δυσκολίας, όπως στο Κονγκό, ένα από τα επικίνδυνα μέρη που γνώρισε με τις εκπομπές του. Αλλες φορές η παρουσία του διατάρασσε σε τέτοιο βαθμό την επισφαλή εσωτερική νομοτέλεια της ζωής των κατοίκων, όπως στο επεισοδιακό γύρισμα στο Λάος, όταν ο Μπουρντέν αποφάσισε να μοιράσει τα φαγητά του συνεργείου και ο όχλος που μαζεύτηκε ποδοπάτησε ακόμη και παιδιά για ένα κομμάτι κρέας. «Τίποτε δεν είναι απλό ή έτσι όπως φαίνεται σε αυτά τα μέρη» είχε πει σε συνέντευξή του. Ποτέ όμως σε όλη τη διάρκεια της καριέρας του δεν φοβήθηκε να πει δημόσια τις σκέψεις του ή να κάνει πολιτικά σχόλια για τις επιπτώσεις του πολέμου σε περιοχές στις οποίες υπήρχε εμπλοκή της Αμερικής. Στο Βιετνάμ, στην Καμπότζη, στον Λίβανο, στην Παλαιστίνη, την Αίγυπτο ή την Αϊτή αρνήθηκε να υποκύψει στον τηλεοπτικό καθωσπρεπισμό από σεβασμό στο αίμα που είχε ποτίσει χώματα με χιλιάδες χρόνια ιστορίας.

Ηθελε να γευτεί το αλάτι της γης

Οπως όλοι οι βαθιά ρομαντικοί άνθρωποι, έτσι και ο Μπουρντέν ζούσε με τον φόβο της απομάγευσης. Μελαγχολούσε με την πραγματικότητα και όσο κι αν χαιρόταν που γύριζε στη Νέα Υόρκη και την κόρη που είχε αποκτήσει με τη δεύτερη σύζυγό του, σε μια εβδομάδα ήθελε να ξαναφύγει. Ελειπε σε ταξίδια 250 μέρες τον χρόνο πληρώνοντας μεγάλο κόστος στις διαπροσωπικές σχέσεις του, όμως ποτέ δεν κατάφερε να σταματήσει. Είχε γίνει πια δεύτερη φύση του ο ρόλος τού ιχνηλάτη της περιπέτειας, του αποκρυφιστή παράξενων γεύσεων και αισθήσεων, του φρικιού που αποστάτησε από τον κόσμο της υψηλής κουζίνας για να γευτεί ως το μεδούλι το αλάτι της γης, του πεινασμένου φαντάσματος που τριγυρνούσε τις νύχτες σε άγνωστες πόλεις για να βρει κάτι να φάει και κάποια βλέμματα να ανταλλάξει. Ακόμη κι όταν εμφάνισε συμπτώματα αγοραφοβίας, κανείς από τους φίλους και συνεργάτες του δεν κατάλαβε πόσο κοντά ήταν το τέλος. Τον έβλεπαν να ατενίζει τα χρώματα του ορίζοντα από μια άκρη της μαροκινής ερήμου ή από την απεραντοσύνη της στέπας από τις όχθες μιας παγωμένης ρωσικής λίμνης και ήξεραν ότι προτιμούσε χίλιες φορές να βρίσκεται εκεί από την κανονικότητα μιας ζωής που δεν ήξερε πια πώς να τη ζήσει. Αποτραβηγμένος αισθητά στον εαυτό του, συρρικνωμένος, ευάλωτος, πιο εσωστρεφής και ανεξιχνίαστος, με σκοτάδια που δεν έλεγαν να διαλυθούν, γινόταν εκεί, μπροστά στα μάτια τους, μια κουρασμένη, μοναχική ύπαρξη μπροστά στο χάος. «Είναι χρήσιμο να σκέφτεται κανείς κάθε μέρα τον θάνατο για λίγα λεπτά» του άρεσε να λέει. Η πρόωρη διακοπή της ζωής του σε ηλικία 61 ετών στη Γαλλία, στο κέντρο της πιο εκλεπτυσμένης μαγειρικής, ήταν η τελευταία ειρωνεία του Τόνι Μπουρντέν, ένα ακόμη κλείσιμο του ματιού προτού φύγει ξανά για το άγνωστο.