Βουλεύματα-κόλαφος για την κυβέρνηση που απάλλαξε στελέχη τραπεζών για τα θαλασσοδάνεια δισεκατομμυρίων.
Με δύο δικαστικά βουλεύματα το σκεπτικό των οποίων είναι κόλαφος για την κυβέρνηση Μητσοτάκη, καθώς μεταξύ πολλών άλλων κάνουν λόγο για «υποκρυπτόμενη αμνηστία», οι έξι γενναίοι πρωτοδίκες που τα συνυπογράφουν πέταξαν στο καλάθι των αχρήστων τον νόμο που οδηγεί στην απαλλαγή εκατοντάδων τραπεζικών στελεχών για θαλασσοδάνεια δισεκατομμυρίων ευρώ.
Πρόκειται για ένα από τα πρώτα νομοθετήματα που έσπευσε να φέρει προς ψήφιση η ΝΔ μόλις ανέλαβε τα ηνία της χώρας προκειμένου να προστατεύσει διά του ακαταδίωκτου τους φίλους της τραπεζίτες που διώκονταν για επισφαλή δάνεια δισεκατομμυρίων αλλά κατ’ επέκταση και τους ηθικούς αυτουργούς των κατ’ εξακολούθηση διαπραχθεισών απιστιών, όπως στελέχη των ΝΔ και ΠΑΣΟΚ για τα θαλασσοδάνεια των δύο κομμάτων.
Προνομιακή μεταχείριση
Νομοθέτησε λοιπόν η κυβέρνηση την υποχρέωση υποβολής έγκλησης εκ μέρους των τραπεζών σε όλες τις εκκρεμείς δικαστικά υποθέσεις απιστίας στελεχών τους μέσα σε χρονικό διάστημα τεσσάρων μηνών. Δηλαδή, η αξιότιμη κυβέρνηση Μητσοτάκη έβαλε επί της ουσίας τους ίδιους τους ελεγχόμενους, τις τράπεζες,
να ζητήσουν διά εγκλήσεων τη συνέχιση των ερευνών για τα διωκόμενα μεγαλοστελέχη τους. Κάτι που προφανώς δεν έπραξαν ακόμη και αν επισταμένως τους ζητήθηκε από τη Δικαιοσύνη.
Επιπλέον, σύμφωνα με τους δικαστές που κλήθηκαν να αποφανθούν για δύο μεγάλες δικογραφίες σε βάρος δεκάδων στελεχών της πρώην Αγροτικής Τράπεζας, ο εν λόγω νόμος παραβιάζει ευθέως την αρχή της ισότητας των πολιτών, καθώς μεταχειρίζεται προνομιακά τους τραπεζίτες που διαπράττουν βαρύτερο έγκλημα έναντι των άλλων πολιτών που ελέγχονται για απιστία. Είναι δηλαδή ξεκάθαρα αντισυνταγματικός, υποκρύπτοντας μάλιστα συγκεκαλυμμένη αμνηστία καθώς οδηγεί τις εκκρεμείς υποθέσεις σε βέβαιη εξάλειψη του αξιόποινου, αφαιρώντας με τον τρόπο αυτό την κρίση για τις υποθέσεις αυτές από τα δικαστήρια. Αρα είναι ανεφάρμοστος.
Μάλιστα, αναφορικά με την αιτιολογία σχετικά με την αναγκαιότητα του εν λόγω νομοθετήματος, ότι δήθεν ήταν αναγκαίο για να διευκολύνει τα τραπεζικά στελέχη να προχωρήσουν χωρίς τα… ποινικά βαρίδια στη ρύθμιση και διαγραφή των λεγόμενων «κόκκινων» δανείων, οι δικαστές τονίζουν ότι δεν «αντέχει στην κοινή λογική».
Επιπλέον τονίζεται ότι το νομοθέτημα-έκτρωμα, που χαρακτηρίζεται και αυθαίρετο καθώς «ουδείς λόγος που να επιστηρίζει τη συγκεκριμένη εξαίρεση διαλαμβάνεται», ζημιώνει τους μικρομέτοχους που δεν έχουν δυνατότητα υποβολής έγκλησης και οδηγεί δυνητικά σε ζημία των ίδιων τραπεζών και κατ’ επέκταση του ελληνικού δημοσίου…
«Δεν δικαιολογείται» υπογραμμίζεται «η εξαιρετική ρύθμιση υπέρ των τραπεζικών στελεχών, αλλά τίθενται ζητήματα, πέρα από την απαγορευμένη συγκεκαλυμμένη αμνηστία, αντίθεσης της διάταξης αυτής στη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας, αφού μεγαλύτερης βαρύτητας κακουργήματα με αντίκτυπο στο σύνολο της κοινωνίας αντιμετωπίζονται κατά τρόπο προνομιακό, παρέχοντας χωρίς καμία δικαιολόγηση κάλυψη σε ορισμένη μόνο κατηγορία προσώπων [διαχειριστές, μέλη διοίκησης και λοιποί εκπρόσωποι πιστωτικών ιδρυμάτων], ενώ παράλληλα αποδυναμώνονται η δικονομική θέση και το δικαίωμα του πιστωτικού ιδρύματος να ζητήσει δικαστική προστασία μέσω της δίωξης των υπαιτίων για τη σε βάρος του τέλεση της απιστίας».
Οι δικαστές συνεχίζουν
Κατόπιν όλων αυτών οι δικαστές που κλήθηκαν να εφαρμόσουν τον επονείδιστο νόμο τιμώντας τον όρκο τους αρνήθηκαν να παύσουν την ποινική δίωξη σε βάρος των τραπεζικών στελεχών μετά την ολοκλήρωση των ανακρίσεων και έστειλαν πίσω τη δικογραφία για επί της ουσίας, επί των κατηγοριών δηλαδή, διατύπωση εισαγγελικής πρότασης.
Στη μια περίπτωση μάλιστα το δικαστικό συμβούλιο διαβίβασε τη δικογραφία στην Εισαγγελία Πρωτοδικών με παραγγελία να ελεγχθεί ποινικά και η νόμιμη εκπρόσωπος της εταιρείας που έχει αναλάβει την εκκαθάριση της ΑΤΕ επειδή δεν ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα της ανακρίτριας να υποβάλει την έγκληση.
«Αναφύονται σοβαρότατες ενδείξεις περί ποινικών ευθυνών αναφορικά με τη διαδικαστική παράλειψή τους [για τα αδικήματα πιθανώς της απείθειας ή/και της παράβασης καθήκοντος ή/και ετέρου] οι οποίες δέον είναι να ερευνηθούν από τον αρμόδιο εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών».
Αμνήστευση πάση θυσία
Μάλιστα στα δύο βουλεύματα στηλιτεύεται και το γεγονός ότι προκειμένου να πετύχουν πάση θυσία την αμνήστευση, μετά την επίμαχη νομοθέτηση κι ενώ έτρεχε το τετράμηνο, εν μέσω lockdown η κυβέρνηση πέρασε ΠΝΠ με την οποία εξαιρέθηκαν από την αναστολή του χρόνου προθεσμίας παραγραφής που δόθηκε λόγω των κλειστών δικαστηρίων όλες οι υποθέσεις για μεγάλα τραπεζικά σκάνδαλα και συναφή αδικήματα και βρίσκονταν σε εκκρεμότητα.
Επισημαίνεται εν προκειμένω:
• Τέθηκαν σοβαρά και ανυπέρβλητα εμπόδια στη συνέχιση της ποινικής διαδικασίας και έτσι στην πράξη επήλθε η άρση της ποινικής ευθύνης των τραπεζικών στελεχών, για τα οποία εκκρεμούσαν ποινικές διαδικασίες για κακουργηματική απιστία κατά τον χρόνο ψήφισης του ν. 4637/2019. Τούτο επιβεβαιώθηκε και από τη διάταξη του τεσσαρακοστού έκτου άρθρου της από 13.4.2020 ΠΝΠ, που κυρώθηκε κατά τα προαναφερόμενα με τον ν. 4690/2020, κατά την οποία εξαιρέθηκε από τη νομοθετική αναστολή των προθεσμιών εκείνη της δήλωσης συνέχισης της ποινικής διαδικασίας επί υποθέσεων κακουργηματικής απιστίας σε βάρος πιστωτικών ιδρυμάτων. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι ο νομοθέτης προέβη σε ρύθμιση εκκρεμών ποινικών υποθέσεων απιστίας σε βάρος πιστωτικών ιδρυμάτων κατά τρόπο που οδηγεί σε εξάλειψη του αξιοποίνου για σοβαρές κακουργηματικές πράξεις. Πρέπει στο σημείο αυτό να τονιστεί ότι η κατ’ εξαίρεση συμπλήρωση της πιο πάνω προθεσμίας αφορά αποκλειστικά και μόνο εκκρεμείς υποθέσεις, ενόψει του ότι η σχετική νομοθετική ρύθμιση δεν αφορούσε την προθεσμία για υποβολή έγκλησης τόσο του αδικήματος της απιστίας σε βάρος πιστωτικού ιδρύματος όσο και οποιουδήποτε άλλου αδικήματος. Σε σχέση με τη νομοθετική επιλογή η Αιτιολογική Εκθεση του ν. 4690/2020 αναφέρει ότι «κρίνεται σκόπιμο να μη διατηρείται η αβεβαιότητα σχετικά με τις ανωτέρω διαδικασίες, αλλά να επιτευχθεί η αποσυμφόρηση της δικαστικής ύλης».
«Είναι λοιπόν προφανές» κρίνουν οι δικαστές «ότι ο νομοθέτης απέβλεψε στην άρση της ποινικής ευθύνης τραπεζικών στελεχών για υποθέσεις κακουργηματικής απιστίας σε βάρος τραπεζικών ιδρυμάτων, οι οποίες ήταν ήδη εκκρεμείς στη Δικαιοσύνη».
Για την ιστορία το ένα σχετικό βούλευμα είναι το υπ. αριθμόν 2165/2020 του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών με πρόεδρο τον Χαράλαμπο Σεβαστίδη και μέλη τους Χρυσούλα Γκούμα και Ελευθέριο Αγγελίδη. Το έτερο βούλευμα είναι το υπ’ αριθμόν 2147/2020 με πρόεδρο τη Μαρία Χρυσού και μέλη τους Ζωή Γκιόκα και Χαράλαμπο Γεωργακόπουλο.
Έχουν ιστορία στην κρυπτοαμνήστευση
Δεν είναι πάντως η πρώτη φορά που κυβέρνηση της ΝΔ έχει προχωρήσει σε αντισυνταγματικές κρυπτοαμνηστεύσεις. Το 2016 ο Άρειος Πάγος είχε αποφανθεί ομόφωνα ότι με πράξη του πρώην υπουργού Δικαιοσύνης Χαράλαμπου Αθανασίου αμνηστεύονταν – αντισυνταγματικώς– καταχραστές του δημοσίου. Ο Χαρ. Αθανασίου είχε απαλείψει συγκεκριμένα άρθρο του Ποινικού Κώδικα δημιουργώντας νομοθετικό κενό που παρείχε τη δυνατότητα σε κατηγορούμενους ή καταδικασθέντες για κατάχρηση δημόσιου χρήματος να απαλλαγούν. Ο Αρειος Πάγος ανέφερε συγκεκριμένα ότι η απάλειψη της συγκεκριμένης διάταξης υπέκρυπτε «συγκεκαλυμμένη αμνηστία». Τότε ο κ. Αθανασίου επανέφερε έπειτα από 33 μέρες το ξεχασμένο άρθρο μιλώντας για εκ… παραδρομής παράλειψη.
Mόνο για τους δικούς τους
Χαρακτηριστικά αποσπάσματα από τα δύο ιστορικά βουλεύματα
Διαβάστε ενδεικτικά αποσπάσματα από τα εν λόγω ιστορικά πλέον βουλεύματα με τα οποία οι δικαστές αρνούνται να επικυρώσουν την αμνηστία των τραπεζιτών για τα χαμένα δισεκατομμύρια του ελληνικού λαού:
• Προκύπτει ξεκάθαρα ότι η πρόβλεψη κατ’ έγκληση δίωξης της κακουργηματικής απιστίας σε βάρος πιστωτικών ιδρυμάτων έχει ως αποτέλεσμα αναδρομικά την εξάλειψη αξιοποίνου των σοβαρών εκκρεμών εγκλημάτων μιας ειδικής κατηγορίας προσώπων (διαχειριστές, μέλη διοίκησης και λοιποί εκπρόσωποι πιστωτικών ιδρυμάτων), παραβιάζοντας ευθέως την αρχή της ισότητας και υποκρύπτοντας συγκεκαλυμμένη αμνηστία, ενώ η αιτιολόγηση της νομοθετικής αυτής επιλογής δεν αντέχει στη λογική.
• Οι λοιποί μικρομέτοχοι δεν έχουν πρακτικά τη δυνατότητα να ζητήσουν τον ορισμό προσωρινής διοίκησης για την υποβολή έγκλησης, αφού δεν μπορούν να γνωρίζουν την άδικη συμπεριφορά που συνιστά την απιστία και περαιτέρω δεν μπορούν να έχουν στη διάθεσή τους αποδεικτικά στοιχεία για να τη θεμελιώσουν. Με τον τρόπο αυτό, ενώ φαινομενικά αναγνωρίζεται δικαίωμα υποβολής έγκλησης, στην πραγματικότητα τέτοιο δικαίωμα δεν μπορεί να ασκηθεί. Συνεπώς, ενόψει του ότι η πολιτεία οφείλει να διασφαλίζει την πραγματική και αποτελεσματική άσκηση των παρεχόμενων δικαιωμάτων, διατάξεις που καθιστούν για ορισμένη κατηγορία προσώπων και για συγκεκριμένα εγκλήματα αδύνατη την υποβολή έγκλησης προσβάλλουν την αρχή της ισότητας και το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα πρόσβασης στη Δικαιοσύνη, ενώ όταν αφορούν εκκρεμείς υποθέσεις είναι προφανές ότι υποκρύπτουν αμνηστία, απαγορευμένη από το σύνταγμα, καθώς οδηγούν τις εκκρεμείς υποθέσεις σε βέβαιη εξάλειψη του αξιοποίνου αφαιρώντας την κρίση για τις υποθέσεις αυτές από τα δικαστήρια.
«Ο νομοθέτης απέβλεπε στο ακαταδίωκτο»
• Η προϋπόθεση της προηγούμενης υποβολής έγκλησης για την κίνηση ποινικής δίωξης για το έγκλημα της κακουργηματικής απιστίας σε βάρος πιστωτικών ιδρυμάτων, ενώ η ποινική δίωξη για κακουργηματική απιστία σε βάρος των λοιπών φυσικών και νομικών προσώπων εξακολουθεί να προβλέπεται ως αυτεπάγγελτη, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί ούτε από την ανάγκη ρύθμισης των λεγόμενων «κόκκινων» δανείων ούτε από τον ατομικό χαρακτήρα του προστατευόμενου έννομου αγαθού.
• Περαιτέρω, ο ατομικός χαρακτήρας του έννομου αγαθού που πλήττεται με το έγκλημα της απιστίας δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να δικαιολογήσει την εξαιρετική μεταχείριση των τραπεζικών στελεχών σε σχέση με την κακουργηματική απιστία σε βάρος του πιστωτικού ιδρύματος, σε αντίθεση με την κακουργηματική απιστία που τελεί οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο σε βάρος άλλων (φυσικών ή νομικών) προσώπων.
Αντισυνταγματική διάταξη
Και τούτο διότι η λειτουργία των πιστωτικών ιδρυμάτων τελεί υπό την εγγύηση του ελληνικού δημόσιου, π.χ. με την εγγύηση τραπεζικών καταθέσεων σε περίπτωση πτώχευσης του πιστωτικού ιδρύματος. Επομένως, εφόσον η κακουργηματική απιστία σε βάρος τραπεζικού ιδρύματος μπορεί να οδηγήσει δυνητικά σε πτώχευσή του, που με τη σειρά της θα οδηγήσει στην επιβάρυνση του ελληνικού δημοσίου, γίνεται φανερό ότι ο ατομικός χαρακτήρας του έννομου αγαθού που προστατεύεται με την κακουργηματική απιστία σε βάρος πιστωτικού ιδρύματος γίνεται πιο «χαλαρός» σε σχέση με την απιστία που τελείται σε βάρος οποιουδήποτε άλλου προσώπου και μπορεί τελικά να επιβαρύνει τη δημόσια περιουσία. Ετσι όμως δεν δικαιολογείται η εξαιρετική ρύθμιση υπέρ των τραπεζικών στελεχών, αλλά τίθενται ζητήματα, πέρα από την απαγορευμένη συγκεκαλυμμένη αμνηστία, αντίθεσης της διάταξης αυτής στη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας, αφού μεγαλύτερης βαρύτητας κακουργήματα με αντίκτυπο στο σύνολο της κοινωνίας αντιμετωπίζονται κατά τρόπο προνομιακό, παρέχοντας χωρίς καμία δικαιολόγηση κάλυψη σε ορισμένη μόνο κατηγορία προσώπων (διαχειριστές, μέλη διοίκησης και λοιποί εκπρόσωποι πιστωτικών ιδρυμάτων), ενώ παράλληλα αποδυναμώνονται η δικονομική θέση και το δικαίωμα του πιστωτικού ιδρύματος να ζητήσει δικαστική προστασία μέσω της δίωξης των υπαιτίων για τη σε βάρος του τέλεση της απιστίας. Εξάλλου, από τις αναλύσεις αυτές προκύπτει ξεκάθαρα ότι η αιτιολόγηση αυτή της πιο πάνω νομοθετικής ρύθμισης δεν αντέχει στη λογική, αλλά υποκρύπτεται συγκεκαλυμμένη αμνηστία.
Για όλους αυτούς τους λόγους η διάταξη αυτή «είναι ανεφάρμοστη με περαιτέρω αποτέλεσμα να μην εξαλείφεται το αξιόποινο για το έγκλημα της κακουργηματικής απιστίας σε βάρος τραπεζικών ιδρυμάτων από μόνη τη μη υποβολή έγκλησης ή δήλωσης συνέχισης της διαδικασίας».