Έστω για μερικά λεπτά. Ήταν σαν η χώρα μας να προσπάθησε και τελικά να κατάφερε να πάρει μια μεγάλη ανάσα για να συνεχίσει αμέσως μετά το θλιβερό και αγωνιώδες, δίχως τέλος μακροβούτι της προς το απόλυτο αδιέξοδο στο οποίο χρόνια τώρα τραβάει. Ήταν σαν ο ευρισκόμενος στο τελευταίο στάδιο και παραγεμισμένος σαν γαλοπούλα με κορτιζόνη – ώστε να δείχνει ολοζώντανος– καρκινοπαθής αυτός ασθενής να στάθηκε για μια στιγμή στα πόδια του διεκδικώντας, εντελώς απρόσμενα, να χορέψει το τελευταίο ταγκό του. Και τα κατάφερε θαυμάσια! Για μια στιγμή.
Ήταν όλες κι όλες δέκα κοπέλες, «μια μικρή μερίδα γελοίων υποκειμένων» καθώς είπε ο δήμαρχος της περιοχής όπου ελάμβανε χώρα η παρέλαση. Μια μικρή μερίδα «γελοίων υποκειμένων» που αποφάσισαν να παρελάσουν μπροστά μας σαν ξεκούρδιστα στρατιωτάκια. Σαν στρατιωτάκια που μπούχτισαν πια να εκτελούν παραγγέλματα και αποφάσισαν απλώς να τα χλευάσουν. Και χλεύασαν ταυτοχρόνως εκείνη τη στιγμή αλλά και για πάντα όλα τα παραγγέλματα και τους εκτελεστές παραγγελμάτων αυτού του κόσμου. Όλους εμάς που δέκα χρόνια τώρα – αν όχι εδώ και αιώνες– κάνουμε παρέλαση τον ίδιο τον θάνατό μας. Τον περιφέρουμε ξεδιάντροπα αριστερά και – τώρα τελευταία– δεξιά, έχοντας επιτύχει το ασύλληπτο: σε όλα αυτά τα χρόνια της περιφοράς του επιταφίου μας στιγμή να μην ξεκουρδιστούμε. Να συνεχίζουμε αενάως τον προγραμματισμένο δρόμο μας προς το απόλυτο πουθενά, ενώ –όπως σαφώς τα κορίτσια αυτά μας ενημέρωσαν– έχουμε ήδη γίνει το απόλυτο τίποτε.
Το ερώτημά τους προς όλους εμάς είναι απλό: «Θα συνεχίσουμε να μη ζούμε; Θα συνεχίσουμε το μηχανικό βάδισμά μας; Ή επιτέλους θα αποφασίσουμε να αντισταθούμε;». Το ξέρουν κι οι ίδιες πως είναι δύσκολο. Το ξέρουν γιατί χρειάστηκε, για να μας κάνουν το δώρο που μας έκαναν, να ξεπεράσουν την αμηχανία της στιγμής που περιμένεις να γευτείς την αντίδραση που προκάλεσε η δράση σου στο ετερόκλητο πλήθος, στις αρχές και στον μέγα τελετάρχη τους δήμαρχο. Το ξέρουν γιατί χρειάστηκε να σταθούν όρθιες απέναντι στο ενδεχόμενο να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες του νόμου. Το ξέρουν, λοιπόν, καλά πως είναι δύσκολο. Αλλά ξέρουν ακόμη καλύτερα πως δεν είναι ακατόρθωτο. Γιατί αυτές το κατάφεραν. Εκείνη τη στιγμή.
Κι ακόμη είναι και μια άλλη ομάδα ανθρώπων που το ξέρει καλά. Γιατί τα καταφέρνουν 32 χρόνια τώρα, από το 1987 που έφτιαξαν με την ψυχή και τα χέρια τους το ΚΕΘΕΑ, να αντιστέκονται συστηματικά σε όλα όσα μικραίνουν τον κόσμο μας. Και μάλιστα όχι απ’ το περίσσευμα αλλά από το υστέρημά τους. Και τώρα που, ύστερα από όλα αυτά τα χρόνια, όλοι εμείς οι μικρόψυχοι κουρδιστοί στρατιώτες τούς κλέβουμε το σπίτι τους και τους δείχνουμε τον δρόμο της εξόδου, αυτοί δεν καταδέχονται να μας δείξουν ούτε καν τον θυμό τους. Το μόνο που είδαμε ήταν τα δάκρυά τους.
Κι αφού τα είδαμε θα συνεχίσουμε τον δρόμο μας. Γιατί εμείς είμαστε από την πατρίδα των κανονικών, των προβλέψιμων, των αρίστων. Εσείς πάλι, κορίτσια, ήρθατε από άλλες πατρίδες, τις πατρίδες των περιττών, των απρόβλεπτων, των ζωντανών.
Σας ευχαριστούμε, λοιπόν, πολύ κοριτσάκια μας, που επιχειρήσατε να σώσετε την τιμή μας.