Γιάννης Μαρκόπουλος: Αντίο, Μαέστρο

Γιάννης Μαρκόπουλος: Αντίο, Μαέστρο

Αναδρομή στη σημαντική πορεία του συνθέτη που μας κληροδότησε θρυλικούς κύκλους τραγουδιών και ταυτίστηκε με τους πιο σπουδαίους ποιητές

Θυμάμαι τον Γιάννη Μαρκόπουλο να μου μιλάει για τον ερχομό του στην Αθήνα από την Κρήτη το 1956, στα 17 του χρόνια. Ο σκηνοθέτης Νίκος Κούνδουρος, που ήταν μακρινός συγγενής του, τον είχε παραλάβει από το πλοίο της γραμμής στον Πειραιά. Ο Κούνδουρος ήταν επίσης αυτός ο οποίος έμπασε τον νεαρό συντοπίτη του συνθέτη στον χώρο του κινηματογράφου, αναθέτοντάς του τη μουσική για τις «Μικρές Αφροδίτες» του το 1963. Και η αλήθεια είναι πως από τον Κούνδουρο πάλι ο Μαρκόπουλος, άγνωστος μεταξύ αγνώστων στην Αθήνα του 1960, γνώρισε τον Νότη Περγιάλη, σε στίχους του οποίου έγραψε το ένα από τα δύο πρώτα τραγούδια του, το «Κοριτσάκι», σε καλαματιανό ρυθμό με ερμηνευτή τον Γιάννη Βασιλούνη. Ηταν η αρχή της τεράστιας προσωπικής διαδρομής του Μαρκόπουλου στην ελληνική μουσική, αφού τις επόμενες δεκαετίες θα του δινόταν η ευκαιρία να συνεργαστεί με την αφρόκρεμα των Ελλήνων τραγουδιστών στις συναυλίες και στη δισκογραφία: Νίκος Ξυλούρης, Στέλιος Καζαντζίδης, Μέμη Σπυράτου, Μαρία Δημητριάδη, Κώστας Χατζής, Μαίρη Δαλάκου, Λάκης Χαλκιάς, Γιώργος Νταλάρας, Χάρις Αλεξίου, Χαράλαμπος Γαργανουράκης, Βίκυ Μοσχολιού, Τάνια Τσανακλίδου, Βασίλης Λέκκας, Παύλος Σιδηρόπουλος, Λιζέτα Νικολάου, αλλά και οι νεότεροι Μάριος Φραγκούλης, Κώστας Μακεδόνας, Αλκίνοος Ιωαννίδης, Νατάσσα Μποφίλιου, Vassilikos κ.ά.

Ενας εφιάλτης κατέτρεχε τον Μαρκόπουλο από τα παιδικά του χρόνια, όπως μου είχε αφηγηθεί ο ίδιος. Οι ακτές της Ιεράπετρας, της κρητικής πόλης όπου μεγάλωσε, ήταν σπαρμένες με νάρκες και κάθε τόσο όλο και κάποιος… ανατιναζόταν. «Μη σκοτωθεί κανείς» φώναζε σε ηλικία έξι και επτά ετών που πεταγόταν από τον ύπνο του. Μια σκληρή εικόνα που τον συνόδευε ως το τέλος της ζωής του, φανερώνοντας και το μέγεθος της ευαισθησίας του.

Ενα ξανθό αγόρι που ήρθε από την Κρήτη

Τη μουσική τη σπούδασε νωρίς νωρίς, από τα έντεκά του, όταν ο θείος του έγινε δήμαρχος και αποφάσισε να ιδρύσει μια δημοτική μπάντα, στην οποία ο μικρός Γιάννης έμεινε μέχρι την εφηβεία του σπουδάζοντας βιολί και κλαρίνο. Τότε ήταν που εμπνεύστηκε τις μελωδίες θρυλικών τραγουδιών του σε πρωτόλεια μορφή. Τα «Μαλαματένια λόγια», λόγου χάριν, προτού ενδυθούν τους στίχους του Μάνου Ελευθερίου ήταν μια απόπειρα του Μαρκόπουλου να γράψει κάλαντα με δικά του λόγια. Μέντορές του εκείνα τα χρόνια θεωρούσε τον φιλόλογο Κωστή Κοντοπόδη και τον εθνομουσικολόγο Γεώργιο Αμαργιανάκη. Ερχόμενος στην Αθήνα, όμως, γνωρίζεται με τον Ευάγγελο Παπανούτσο και τον Κώστα Γεωργουσόπουλο. Ο τελευταίος θα περιέγραφε σε κείμενό του πως «ένα ξανθό αγόρι ήρθε με το ταλέντο του από την Κρήτη και σπούδασε μουσική στο Ωδείο Αθηνών, όπου το περιποιήθηκαν» κ.λπ. Ενας από τους καθηγητές του στο Ωδείο Αθηνών που πάντα μνημόνευε ο Μαρκόπουλος ήταν ο μουσουργός Γεώργιος Σκλάβος, που απεβίωσε το 1976. Εν μέσω της στρατιωτικής θητείας του –πάντα σύμφωνα με μαρτυρίες του ιδίου του Μαρκόπουλου– συναντήθηκε με τον Σπύρο Ευαγγελάτο, τον Θύμιο Καρακατσάνη και μια σπουδαία παρέα θεατράνθρωπων και διανοούμενων, στο επίκεντρο της οποίας ήταν ο ποιητής Οδυσσέας Ελύτης, ποιήματα του οποίου έμελλε να μελοποιήσει στο έργο «Ηλιος ο πρώτος» (1969) για τις φωνές της Μαρίας Δημητριάδη και του Σταύρου Πασπαράκη.

Ηδη από το 1963 ο Μαρκόπουλος είχε ενταχθεί στον ΣΦΕΜ (Σύλλογος Φίλων Ελληνικής Μουσικής) με μπροστάρη τον Μίκη Θεοδωράκη. Κι αν οι δρόμοι των δύο μεγάλων συνθετών χώρισαν τις επόμενες δεκαετίες, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε πως ένα απ’ τα πιο οριακά έργα του Θεοδωράκη, η «Κατάσταση πολιορκίας», σε ποίηση Μαρίνας, είχε ηχογραφηθεί σε ενορχήστρωση του Μαρκόπουλου. Ελάχιστοι ακόμη γνωρίζουν πως η Μαρία Φαραντούρη, η μούσα του Θεοδωράκη, τραγούδησε το περιβόητο «Ζαβαρακατρανέμια» του Μαρκόπουλου προτού ακόμη κάνει τη μεγάλη καριέρα της. Ηταν για μια ταινία του Ελληνοαμερικανού σκηνοθέτη Τζωρτζ Κοσμάτος, ο οποίος αρχικά ήθελε τη Νάνα Μούσχουρη, ο Μαρκόπουλος όμως επέμεινε να τραγουδήσει η Φαραντούρη το τραγούδι του.

Ηλεκτρική κιθάρα και αρχαϊκά όργανα

Την περίοδο της δικτατορίας ο Μαρκόπουλος ανήκε στην οικογένεια των Ελλήνων αυτοεξόριστων καλλιτεχνών στο Λονδίνο – μια παρέα που περιλάμβανε ακόμη τον Μάνο και τη Μάρω Λοΐζου, τον Στέφανο Ληναίο, τη Μαρίζα Κωχ, τον Μίνωα Βολανάκη κ.ά. Εκεί θα διεύρυνε τους μουσικούς του ορίζοντες με τον ηλεκτρικό ροκ ήχο, πάντα όμως σε συνάρτηση με το σαντούρι, τη λύρα και τα αρχαϊκά ελληνικά μουσικά όργανα. Κι ενώ παλιότερα δήλωνε πως «η ηλεκτρική κιθάρα ήρθε από τη χώρα της ηλεκτρικής καρέκλας», την Αμερική δηλαδή, αργότερα αναθεώρησε υποστηρίζοντας πως ο ηλεκτρικός ήχος εντάχτηκε απόλυτα στην ευρύτερη μουσική φιλοσοφία του. Και μόνο το κομμάτι του «Δεν ήρθα σαν ξένος» να θυμηθούμε, σε ποίηση Μιχάλη Κατσαρού, με τον Παύλο Σιδηρόπουλο στο τραγούδι και τον Γιάννη Σπάθα σε ένα ψυχεδελικό κιθαριστικό σόλο, κατανοούμε πόσο καλοχωνεμένο είχε το διεθνές ρεύμα του ροκ μέσα του.

Ωστόσο, αν για κάτι θα μνημονεύεται εσαεί ο Μαρκόπουλος ως συνθέτης, είναι σαφέστατα το κίνημα «επιστροφή στις ρίζες» που ευαγγελιζόταν ο ίδιος. Οταν τον είχα ρωτήσει σχετικά είχα πάρει την εξής απάντηση: «Επιστροφή στις ρίζες σημαίνει σχεδιασμός του μέλλοντος και επιστροφή στο αιώνιο και το αληθινό. Είναι η αρχέγονη μουσική μπολιασμένη με σύγχρονες αληθινές πληροφορίες, αλλά δουλεμένες». Ηταν ο μόνος που τίμησε το καλλιτεχνικό όραμά του και δεν λοξοδρόμησε καθ’ όλη τη διάρκεια της μεγάλης καριέρας του, που περιλάμβανε από κύκλους τραγουδιών και μουσική για τον κινηματογράφο μέχρι όπερες και ορατόρια.

Σπόρτιγκ και «Τραγούδια της φωτιάς»

Η μορφή του να πάλλεται και να διευθύνει τους τραγουδιστές του αμέσως μετά την πτώση της χούντας καταγράφηκε μοναδικά από τον Κούνδουρο στο ντοκιμαντέρ «Τραγούδια της φωτιάς». Σύμφωνα με τον ίδιο, άλλωστε, από τη συναυλία του στο Σπόρτιγκ το 1972 είχε ξεκινήσει το αντιδικτατορικό κίνημα της νεολαίας που οδήγησε στην εξέγερση του Πολυτεχνείου. Και η αλήθεια αυτή είναι. Ο Μαρκόπουλος δεν εγκαταστάθηκε στην Αγγλία, αλλά επέστρεψε στην Ελλάδα πιστεύοντας πως «μια χούντα θα πέσει από μόνη της μόνο αν πας στη χώρα σου και την πολεμήσεις εκ των έσω». Δήλωνε ανένταχτος πολιτικά, δίνοντας από τη δεκαετία του 1980 συναυλίες για όλα τα κόμματα: δεξιά, αριστερά και κεντρώα. Κι όταν ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, που γνωρίζονταν λόγω Κρήτης, τον προσέγγισε κάποια στιγμή με σκοπό να πολιτευτεί, εκείνος του απάντησε: «Ας τα βρείτε όλοι μαζί πρώτα για να πάει καλά η Ελλάδα». Γεγονός είναι, πάντως, πως οι παραστάσεις του στην μπουάτ Λήδρα άφησαν εποχή, παρουσιάζοντας στον φοιτητόκοσμο όλα τα μεγάλα έργα του με τους πιο σπουδαίους ερμηνευτές και παραδοσιακούς οργανοπαίκτες. Εκείνα τα χρόνια των αρχών του 1970 από το σχήμα του Μαρκόπουλου στη Λήδρα είχε περάσει ως πιανίστρια και η μετέπειτα γνωστή συνθέτρια Λένα Πλάτωνος.

Μελοποίησε τους ποιητές

Η πλειονότητα της τεράστιας δισκογραφίας του, που περιλαμβάνει κυρίως κύκλους τραγουδιών και κινηματογραφικά σάουντρακ, είναι ταυτισμένη με τον λόγο των μεγάλων Ελλήνων στιχουργών και ποιητών: Σολωμός, Σεφέρης, Ελύτης, Κατσαρός, Κ. Χ. Μύρης, Ελευθερίου, Χρονάς, Βίρβος, Π. Θεοδωρίδης, Γ. Βολουδάκης κ.ά. Δίσκοι που έμειναν κλασικοί με τραγούδια εμβληματικά: «Κάτω στης Μαργαρίτας τ’ αλωνάκι» με τη Δημητριάδη σε ποίηση Ελύτη από το «Ηλιος ο πρώτος», «Καφενείον η Ελλάς» σε ποίηση Κ. Χ. Μύρη με τη Μελίνα Μερκούρη σε β΄ εκτέλεση, «Πότε θα κάνει ξαστεριά» και «Αγρίμια κι αγριμάκια μου» με τον Ξυλούρη από τα «Ριζίτικα τραγούδια», «Χίλια μύρια κύματα» με τον Ξυλούρη και τη Μέμη Σπυράτου από την «Ιθαγένεια» σε ποίηση Κ. Χ. Μύρη, «Μιλώ για τα παιδιά μου» και «Η φάμπρικα» με τη Μοσχολιού και τον Χαλκιά αντιστοίχως από τους «Μετανάστες» σε στίχους Γιώργου Σκούρτη, «Η Ρόζα η ναζιάρα» με τη Μοσχολιού σε στίχους Μιχάλη Φακίνου από τα «Ανεξάρτητα», το σκωπτικό «Τούμπου-τούμπου-ζα», πάλι από τα «Ανεξάρτητα», που τραγούδησαν ο Σιδηρόπουλος αλλά και ο ηθοποιός Κώστας Βουτσάς, τα αριστουργηματικά «Παραπονεμένα λόγια» με τον Νταλάρα σε στίχους Ελευθερίου από το «Σεργιάνι στον κόσμο» – πραγματικά ατέλειωτος ο κατάλογος τραγουδιών που αγαπήθηκαν από τον κόσμο και συνεχίζουν να τραγουδιούνται μέχρι σήμερα. Ειδική μνεία ας γίνει και στο συγκλονιστικό τραγούδι σε δικούς του στίχους με τίτλο «Η Ελλάδα», γνωστό και ως «Λένγκω», που απογείωσε στη δισκογραφία η Χάρις Αλεξίου το 1975 αλλά και ο ίδιος με τη φωνή του από ζωντανή ηχογράφηση στα «Ανεξάρτητα» εκείνης της χρονιάς. Το όνομα «Λένγκα», από τη Λένγκω, την ηρωίδα του συγκεκριμένου τραγουδιού, δηλαδή την Ελλάδα, έδωσε ο Μαρκόπουλος στη μοναχοκόρη του – καρπό του γάμου του που διήρκεσε ως το τέλος της ζωής του με την τραγουδίστρια Βασιλική Λαβίνα.

Δεν μπορούμε να μην αναφερθούμε και στην πιο τρανταχτή διεθνή επιτυχία του Γιάννη Μαρκόπουλου με το οργανικό μουσικό θέμα του για τη βρετανική τηλεοπτική σειρά του BBC «Who pays the ferryman» το 1977. Η σειρά γυρίστηκε στην Κρήτη και ο τίτλος της, όπως και της σύνθεσης του Μαρκόπουλου, βασιζόταν στη μυθολογία του Χάρου, του βαρκάρη των ψυχών στον Αδη. Το κομμάτι χτύπησε τα βρετανικά charts στα τέλη του 1977 μέχρι τις αρχές του ’78, ενώ ολόκληρο το σάουντρακ κυκλοφόρησε μες στο 1978 σε παραγωγή του BBC.

Ο Γιάννης Μαρκόπουλος έφυγε από τη ζωή το περασμένο Σάββατο σε ηλικία 84 ετών, καθώς τον τελευταίο καιρό αντιμετώπιζε πολύ σοβαρά προβλήματα υγείας. Ακόμη και η παρουσία του στο Ηρώδειο το περασμένο καλοκαίρι, στη συναυλία που έμελλε να είναι και η τελευταία του, έγινε με τον ίδιο να μπαινοβγαίνει στο νοσοκομείο για τις θεραπείες του. Τελευταίος δίσκος με συνθέσεις του, αν και όχι προσωπικός του, ήταν με τον Παύλο Παυλίδη σε ηλεκτρονικές διασκευές των τραγουδιών του, που προκάλεσε έντονα σχόλια στα social media, αρνητικά και θετικά. Είναι τεράστια απώλεια για τον εγχώριο μουσικό πολιτισμό. Μας αφήνει όμως ένα πολύ σπουδαίο έργο ως παρακαταθήκη.

Documento Newsletter