«Αντίο, φίλε»: Αποχαιρετισμός στον Αλέν Ντελόν

Παρά τα πολλά ελαττώματά του, ο Αλέν Ντελόν ήταν και θα είναι προνομιακή φιγούρα ενός κόσμου που δεν υπάρχει πια

Τέσσερις διαφορετικές προσεγγίσεις για τον Αλέν Ντελόν, τον πιο γοητευτικό, καθηλωτικό, διχαστικό, αμφιλεγόμενο και χαρισματικό σταρ της μεγάλης οθόνης.

Η είδηση του θανάτου του επανέφερε στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας ένα από τα μεγαλύτερα αστέρια στην ιστορία του κινηματογράφου. Ενός αθέατου εδώ και χρόνια ηθοποιού, που ζούσε την οριστική ντεκαντάνς του αποτραβηγμένος στην έπαυλή του στο Ντουσί. Γιατί ο Αλέν Ντελόν δεν αγαπούσε το μέλλον. Μόνο το παρελθόν και τις αναμνήσεις του. Οι νέοι δεν τον γνωρίζουν σήμερα, όμως εμείς δεν τον ξεχάσαμε. Ηταν πολύ έντονη παρουσία επί δεκαετίες για να μας είναι αδιάφορος. Απλώς έπαψε να μας απασχολεί. Μέχρι να ακούσουμε ότι δεν ζει πια και να ξανασυνδεθούμε με ένα κομμάτι της νιότης μας. Της δικής μας και της δικής του. Γιατί παρά τα πολλά ελαττώματα ενός ηθοποιού που έγινε παγκόσμιο φαινόμενο, ο Αλέν Ντελόν ήταν και θα είναι προνομιακή φιγούρα ενός κόσμου που δεν υπάρχει πια. Ο θάνατός του είναι τέλος εποχής, είτε τον θαυμάζαμε είτε όχι.

«Γεννήθηκε για να παίξει τον “σαμουράι”»
Αχιλλέας Κυριακίδης
Συγγραφέας, μεταφραστής, κινηματογραφιστής

Απ’ όλον αυτό τον τριήμερο θρήνο του εθνικού Facebook για τον Αλέν Ντελόν κρατώ (τι άλλο;) τον όπως πάντα λιτό και εμπνευσμένο τίτλο της γαλλικής εφημερίδας «Libération» για τον θάνατο του Γάλλου ηθοποιού: «Plein sommeil», ευφυή παραλλαγή της ίσως πιο γνωστής ταινίας του, «Plein soleil». Τι ακριβώς όμως θρηνούν οι θαμώνες του Facebook και τα αφιερώματα των εφημερίδων; Τον θάνατο του αντρικού κάλλους ή τον χαμό ενός ηθοποιού-παγκόσμιο φαινόμενο που με την προσωπικότητα και το ταλέντο του σφράγισε την κινηματογραφική εποχή του; Ως προς το πρώτο, έχω να πω ότι έχουν πεθάνει και ωραιότεροι (π.χ. ο Αδωνης της ελληνικής μυθολογίας ή ο Αττις της φρυγικής). Ως προς το δεύτερο, θου, Κύριε. Ωστόσο με τον Ντελόν έχει καταγραφεί αυτό το μεταφυσικό που εκτιμώ ότι ισχύει και σε άλλες περιπτώσεις: υπήρξαν κάποιοι άνθρωποι που θαρρείς και γεννήθηκαν για έναν και μόνο συγκεκριμένο σκοπό: ο Αντρέι Ταρκόφσκι για να γυρίσει αυτές τις επτά ταινίες με αυτήν τη σειρά (από τα «Παιδικά χρόνια» έως τον «Θάνατο του λόγου»), ο Γκλεν Γκουλντ για να ερμηνεύσει Μπαχ και πολλοί άλλοι, ανάμεσα στους οποίους και ο ωραίος εκλιπών για να υποδυθεί τον σιωπηλό δολοφόνο με το καναρίνι στην αριστουργηματική ελεγεία του Ζαν-Πιερ Μελβίλ «Ο σαμουράι» (1967).

Kι επειδή δεν θέλω να φανώ μελοδραματικός ή έστω παρωχημένος ουμανιστής εκ του ασφαλούς θρηνώντας το πόσα παιδιά πεθαίνουν αυτήν ακριβώς τη στιγμή του κόσμου από πόλεμο ή από πείνα, θα περιοριστώ να θυμίσω ότι πριν από λίγες μέρες μάς άφησε η όντως σημαντική ηθοποιός και ηγερία του ανθρώπου που άλλαξε τον ρου του αμερικανικού κινηματογράφου (Τζίνα Ρόουλαντς – Τζον Κασσαβέτης) και πριν από λίγο περισσότερες μέρες η σπουδαιότερη ποιήτρια της γενιάς του ’70, πληρώνοντας τα χαρόντεια «διόδια» με την ευγένεια, τη διακριτικότητα και την απαράμιλλη ταπεινότητά της, την ταπεινότητα του καθαρού δημιουργού (Τζένη Μαστοράκη).

«Σηκώθηκε λίγη σκόνη, ας μην υπερβάλλουμε»
Γιάννης Σμοΐλης
Κριτικός κινηματογράφου

Υπήρξε μια εποχή που όταν έφευγε από τη ζωή ένα αστέρι πρώτου μεγέθους (του κινηματογράφου, της μουσικής ή κάποιας άλλης τέχνης) διάβαζες μόνο εγκώμια. Υποκριτική έκφραση ενός είδους πολιτισμικού κομφορμισμού; Ανεπαρκής πληροφόρηση για τη ζωή και τα πεπραγμένα του λαμπερού αποθανόντος; Ή απλώς το κλασικό «ο νεκρός δεδικαίωται», με το οποίο γενιές και γενιές έμαθαν να επιδεικνύουν την ύστατη αβροφροσύνη προς κάποιον που δεν θα μπορούσε να υπερασπιστεί τον εαυτό του απέναντι σε οποιαδήποτε μεταθανάτια άσκηση κριτικής; Ο,τι κι αν συνέβαινε, αυτός ήταν πάνω κάτω ο κανόνας: όταν απεβίωνε ένας μεγάλος της τέχνης οι άνθρωποι κυρίως τον ευχαριστούσαν για όσα πρόσφερε σ’ αυτήν – και κατ’ επέκταση στη ζωή τους μέσω αυτής.

Κι ύστερα ήρθαν τα κοινωνικά δίκτυα, η κυριαρχία της πολιτικής ορθότητας, η cancel culture. Ο μεγάλος σταρ, ο σημαντικός καλλιτέχνης, όφειλε πρωτίστως να έχει υπάρξει άμεμπτος ως άνθρωπος για να συνοδεύουν εγκώμια την αποχώρησή του απ’ τον μάταιο τούτο κόσμο. Το τι άφησε ως καλλιτεχνική παρακαταθήκη δεν μετράει πλέον διόλου αν η ζωή του είχε μελανά σημεία. Η περίπτωση του Ντελόν είναι ως προς αυτό χαρακτηριστική. Δεν ξέρω πόσοι περίμεναν ότι θα εισπράξει ύβρεις στο Facebook ένα σύμβολο όχι μόνο του γαλλικού αλλά του παγκόσμιου κινηματογράφου φεύγοντας απ’ τη ζωή στα 88 του. Φαίνεται όμως πως κάποιοι τον περίμεναν στη γωνία να αποβιώσει για να μας θυμίσουν ότι ήταν «ρατσιστής», «φασίστας», «μισογύνης», «ομοφοβικός» και «κακοποιητής» και πως η θλίψη για τον θάνατό του είναι περίπου αδικαιολόγητη.

Σηκώθηκε λίγη σκόνη, ας μην υπερβάλλουμε ωστόσο· οι περισσότεροι απ’ τους χρήστες των κοινωνικών δικτύων εκφράστηκαν με σεβασμό και εκτίμηση για τον ηθοποιό Ντελόν, για τον απόκοσμα όμορφο άντρα, για την εμβληματική κινηματογραφική μορφή που σφράγισε το σινεμά του Βισκόντι, του Μελβίλ, του Αντονιόνι, του Λόουζι και τόσων άλλων, θεωρώντας πως δεν ήταν αυτή η κατάλληλη στιγμή να αναφερθούν στις πολιτικές του απόψεις ή στον χαρακτήρα του. Οι άλλοι, εκείνοι που με την αφορμή του θανάτου του έσπευσαν να διατυμπανίσουν την αρετή τους εξ αντιδιαστολής (πρέπει να είμαστε πάντα καχύποπτοι απέναντι σε όσους απαιτούν απ’ τους ανθρώπους να είναι άγιοι· τέτοιες εμμονές συνήθως άλλα αποκρύπτουν), ήταν σημαντικά λιγότεροι. Προκάλεσαν μια πρόσκαιρη αναταραχή που θα ξεχαστεί γρήγορα. Σε πλήρη αντίθεση με τον Ντελόν.

«Αγαπούσε την τζαζ, ίσως και να σιχαινόταν το ροκ»
Γιώργος Χαρωνίτης
Δημοσιογράφος, μουσικοκριτικός

Σε μια από τις πιο αγαπημένες μου ταινίες του Aλέν Ντελόν, το «Δυο ξένοι στην ίδια πόλη», υπάρχει μια χαρακτηριστική σκηνή όπου ο αποφυλακισθείς Ζινό Στραμπλιτζί, ζώντας πια μια κανονική ζωή, αντιμετωπίζει τη διαμαρτυρία των γειτόνων του στην πολυκατοικία ότι ακούει πολύ δυνατά μουσική. Το ραδιόφωνο είναι συντονισμένο σε ένα σταθμό που παίζει έντονη και εκρηκτική τζαζ εκείνο το κυριακάτικο πρωινό. Επίσης, μην ξεχνάμε πως ένας από τους στόχους του «δολοφόνου με το αγγελικό πρόσωπο», του «σαμουράι», ο πιο καίριος, είναι η Βαλερί, μια τζαζ πιανίστρια που είναι βασική μάρτυρας μιας δολοφονίας που διαπράττει ο Ζεφ Κοστελό! Ο Φρανσουά ντε Ρουμπέ περνάει τόσο όμορφα αυτή την αίσθηση στο σάουντρακ που κάνει ένα μαθητή γυμνασίου (εμένα, τότε!) να αρχίσει να ψάχνεται με την τζαζ! Πριν καν αρχίσει το άνοιγμα των τίτλων της ταινίας «Ο θάνατος ενός διεφθαρμένου» του Ζορζ Λοτνέρ βλέπουμε τη φιγούρα του Σταν Γκετζ να παίρνει το τενόρο σαξόφωνο και να ξεκινάει ένα σόλο που καλύπτει όλο το ζενερίκ ώσπου να πατήσει πάνω στο πλούσιο στρώμα των εγχόρδων που έχει βάλει περίτεχνα ο Φιλίπ Σαρντ σε συνεργασία με τον μαέστρο Κάρλο Σαβίνα. Και ο ήχος του Σταν Γκετζ κυριαρχεί σε όλο το σάουντρακ αυτής της ταινίας του 1977 που είναι παραγωγή του ίδιου του Ντελόν.

Από χρόνια μου έχει κολλήσει πως μια τζαζ αίσθηση κυριαρχεί σε όλη τη φιλμογραφική παραγωγή του Ντελόν – και δεν αναφέρομαι σε προφανείς περιπτώσεις όπως η «Πισίνα», την οποία έχει κληθεί να σκοράρει ο Μισέλ Λεγκράν, ή σε ταινίες εποχής («Borsalino», «Borsalino & Co.» που τα σάουντρακ υπογράφει ο τζαζίστας Κλοντ Μπόλινγκ, αλλά σε φιλμ μεταγενέστερα, στα οποία ο Aλέν έχει ο ίδιος την παραγωγή και όπου το ροκ, η prog ή ακόμη και η ντίσκο θα μπορούσαν να παίζουν πιο επίκαιρο ηχητικό ρόλο στη δράση. Βλέπουμε πάλι τα γνωστά ονόματα Σαρντ, Μπόλινγκ, Ρουστιτσέλι κ.ο.κ. να ζωγραφίζουν ηχητικά εκεί που πρέπει (αφήνοντας έξω από το κάδρο τις δύο πολιτικές ταινίες που έκανε με τον Λόουζι o Ντελόν και φυσικά τη «Συμμορία των Σικελών» που είναι εντελώς αυθύπαρκτη και αυτεξούσια – λόγω Μορικόνε– ιστορία).

Κοιτώντας ξανά την κλασικά πολυφορεμένη φωτογραφία όπου μια χαζοχαρούμενη Μαριάν Φέιθφουλ κάθεται ανάμεσα σε Αλέν Ντελόν και Μικ Τζάγκερ έχω την αίσθηση ότι το «κλάσιμο» του Αλέν προς τον Μικ δεν απευθύνεται στον ίδιο αλλά σε ό,τι αυτός μουσικά αντιπροσωπεύει!

«Ήταν όσο καλός του επέτρεψε η ομορφιά του»
Κατερίνα Αγγελιδάκη
Δημοσιογράφος

Ποτέ δεν κυνήγησε το όνειρο να γίνει ηθοποιός. Δεν του περνούσε απ’ το μυαλό. Πιο πολλές πιθανότητες είχε να γίνει μαστροπός στα αλήτικα χρόνια του στο Παρίσι, όπως έχει πει ο ίδιος. Τυχαία βρέθηκε στις Κάννες με την τότε αγαπημένη του Μπριζίτ Ομπέρ και τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Ο φακός τον λάτρεψε και υπήρξε όσο καλός ηθοποιός του επέτρεψε η ομορφιά του. Σε μερικές περιπτώσεις ξεπέρασε τον εαυτό του, σε άλλες όχι. Αλλά ποτέ κανένας ηθοποιός που έπαιξε δίπλα του δεν κατάφερε να τον επισκιάσει. Ούτε άντρας ούτε γυναίκα. Εκτός ίσως από μια περίπτωση. Ο Μπαρτ Λάνκαστερ στην ταινία «Ο γατόπαρδος» του Λουκίνο Βισκόντι με μια καθολική και ανεξίτηλη ερμηνεία μπόρεσε να αιχμαλωτίσει το βλέμμα και την καρδιά των θεατών όπως κανένας άλλος ήρωας της ελεγειακής μεταφοράς στο σινεμά του μυθιστορήματος του Τζουζέπε Τομάζι ντι Λαμπεντούζα. Ούτε ο Αλέν Ντελόν ως ο ορμητικός, πανέμορφος, αριστοκρατικός επαναστάτης Τανκρέντι Φαλκονέρι – ήδη σταρ μετά τις ταινίες «Γυμνοί στο ήλιο», «Ο Ρόκο και τα αδέλφια του» και «Η έκλειψη» του Αντονιόνι. Κανείς δεν ξεπέρασε τον πρίγκιπα Φαμπρίτσιο ντι Σαλίνα του Λάνκαστερ στους τελευταίους σπασμούς του ηθικού και φυσικού τέλους του. Ο εκκεντρικός και κυνικός οπαδός του Γκαριμπάλντι, ανιψιός και κληρονόμος του πρίγκιπα Σαλίνα, είναι το μέλλον, έχει τις ωραιότερες γυναίκες και ξεχειλίζει από αυτοπεποίθηση. Ομως ο ηλικιωμένος, άρρωστος και μελαγχολικός πρίγκιπας Σαλίνα, που αποχαιρετά τον παλιό κόσμο με κάθε ίνα της ύπαρξής του, είναι ο βισκοντικός ήρωας που θα θυμόμαστε πάνω από όλους. Και όχι μόνο επειδή ήταν ο πρωταγωνιστής της ταινίας. Αν πιστέψουμε στα σημάδια, η απόλυτη κυριαρχία του Αμερικανού ηθοποιού, ο οποίος μάλιστα δεν ήταν η πρώτη επιλογή του σκηνοθέτη αλλά επιβλήθηκε από τους παραγωγούς του Χόλιγουντ ως όρος για τη χρηματοδότηση, ήταν ένα μήνυμα προς τον Ντελόν: Μπορεί να είσαι ο ομορφότερος, αλλά η Αμερική δεν θα σε αγαπήσει ποτέ όσο αξίζεις.