Αντιγόνη Βλαβιανού: Το εκτενές και πολυειδές έργο του Γιώργου Ιωάννου

Φωτογραφία: Ανδρέας Μπέλιας

Μελετητές, συγγραφείς, δημοσιογράφοι και φίλοι του σπουδαίου ποιητή και πεζογράφου Γιώργου Ιωάννου γράφουν για το έργο και την προσωπικότητά του με αφορμή τη συμπλήρωση σαράντα χρόνων από τον θάνατό του (έφυγε από τη ζωή στις 16 Φεβρουαρίου 1985).

Η Αντιγόνη Βλαβιανού είναι καθηγήτρια Ιστορίας της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο (ΕΑΠ)

Αν το να είναι κανείς ποιητής σημαίνει να συμμερίζεται την τύχη του Πρωτέα, στις δύο ολιγοσέλιδες ποιητικές συλλογές του ο Γιώργος Ιωάννου μεταμορφώνεται σε φόβο θανάτου, δυο μάτια υπομονής ή ψυχή που αναπολεί (γιατί «Ηλιοτρόπια» είναι τα άστρα των Εβραίων), σε σπόρο αγκαθιού, σχόλιο των τοπίων ή δάσος σκοτεινό (γιατί «Τα χίλια δέντρα» είναι τα δέντρα του Σέιχ-Σου). Από την άλλη, η βιωματική πεζογραφία του Ιωάννου («Για ένα φιλότιμο», «Η σαρκοφάγος», «Η μόνη κληρονομιά»), συσσωματώνοντας την αυτοβιογραφική με τη συλλογική μνήμη, καταλήγει σε έναν λόγο ιδιότυπα κουβεντιαστό, ο οποίος –όπως γράφει και ο Τσβάιχ για τον Μονταίν– δεν δίνει στον αναγνώστη την εντύπωση «ότι τον συντροφεύει ένα βιβλίο, αλλά ένας άνθρωπος που τον συμβουλεύει, τον καταλαβαίνει και τον παρηγορεί». Με «Το δικό μας αίμα» (Α΄ Κρατικό Βραβείο, 1980), ο Ιωάννου θα μεταβεί από τη συλλογική μνήμη σ’ ένα συλλογικό εγώ, ταυτίζοντας το σώμα του με το σώμα της πόλης μέσω μιας εξαντλητικής ενασχόλησης με την τοπογραφία της, που θα εδραιωθεί στην «Πρωτεύουσα των προσφύγων» (1984).

Τα άκρα του διανύσματος της κουβεντιαστής γραφής του θα συγκλίνουν, εν συνεχεία, ομόρροπα και σταδιακά στο ανθρώπινο σώμα ως κινητήριο όχημα επίμονης παρατήρησης και σπουδής, πάνω στο οποίο ο συγγραφέας εστιάζει τον μεγεθυντικό φακό του, άλλοτε ως ιστοριογράφος αντικειμενικός, με τον τρόπο του Θουκυδίδη («Πολλαπλά κατάγματα»), άλλοτε ως παγανιστής υποκειμενικός –συμφύροντας μέσα στο ίδιο αστικό τοπίο εραστές με εσταυρωμένους και αγίους με βαρυποινίτες («Ομόνοια», «Επιτάφιος Θρήνος»), με τον τρόπο που ο Θερβάντες έγραφε comedia de santos για αγίους ή de picaros για επαίτες και αλήτες– και άλλοτε ως εραστής πυριφλεγής («Καταπακτή»), μεγεθύνοντας το ανθρώπινο σώμα έως τα όρια του μύθου, με τον τρόπο του Μπατάιγ, στην προσπάθειά του να συλλάβει «το διαρκές μέσα στο εφήμερο» και να δημιουργήσει «συνεκτική ατμόσφαιρα μύθου».

Πλην όμως, για τον πολυσχιδή και βουλιμικής συγγραφικής δράσης Γιώργο Ιωάννου, η ώρα της γραφής δεν είναι μόνον ώρα μνήμης και διδαχής αλλά και ώρα νηστείας και προσευχής –όπως για τους παλιούς αγιογράφους– και, κυρίως, ώρα απολογισμού και αποχαιρετισμού. Αυτή την έννοια του «αποχαιρετισμού» ενδύεται ερμηνευτικά το σύνολο των είκοσι έξι βιβλίων του Ιωάννου, ο οποίος –είτε γράφει ποίηση και πεζογραφία είτε καταθέτει μια μεθοδικά ανατρεπτική κριτική στο «περιοδικό πνευματικής ζωής» «Το φυλλάδιο» (1978-1985), που έγραφε, εξέδιδε και διακινούσε ιδίοις αναλώμασι, και μεταφράζει επιτύμβια επιγράμματα από την «Παλατινή Ανθολογία», έναν μακρύ απολογισμό/αποχαιρετισμό-, συνθέτει συγγραφικά, εντέλει, μια ιδιότυπη διαθήκη ως προσωπική μαρτυρία και κληρονομιά.

Στο εκτενές και πολυειδές έργο του διαφαίνονται βεβαίως πολλές διασυνδέσεις μεταξύ ζωής και γραφής, συνθέτοντας ένα γιγαντιαίο παζλ από ψηφίδες μιας βιωματικής πεζογραφίας ιδιότυπης υφής· διαφαίνονται, όμως, επίσης ποικίλες αντιστάσεις και φοβίες έναντι μιας δυνητικής τερατομορφίας (όπως στη «Μεταμόρφωση» του Κάφκα), μιας γενικευμένης τερατοπάθειας ή –ακόμη χειρότερα– τερατολατρίας (όπως στον «Ρινόκερο» του Ιονέσκο), έναντι των οποίων, ο Γ. Ιωάννου συνεχίζει να παραμένει –σαράντα χρόνια μετά τον θάνατό του– ανοχύρωτος και ατείχιστος, αυτοφυής και αυθυπόστατος, ατιθάσευτος και αταλάντευτος, αχειραγώγητος και ασυνταίριαστος, ασυντρόφευτος και ασυνέχιστος σκαπανέας της δικής του συγγραφικής γης. «Ετσι θα το πας πια. Αλλος δρόμος δεν υπάρχει για σένα. Αυτό είναι το τούνελ σου και αυτό πρέπει να διατρέξεις […].» (Στη δύσκολη ώρα, «Καταπακτή»).